Από τη στιγμή που η αμαρτωλή Μαρία «λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου ἤλειψε τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ» και απέμηξε με τους πλοκάμους της· και η άλλη Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία, σε ένδειξη σεβασμού, άλειψαν διά μύρων το νεκρό σώμα του Σωτήρος· και ο Ιωσήφ ο εξ Αριμαθείας εμύρωσε το σώμα του Θεανθρώπου, προ του ενταφιασμού, τα μύρα προσέλαβαν μια χριστιανική αγιότητα.
Βέβαια, η παρασκευή και η χρήση των μύρων αναγράφεται στα έργα του Θεόφραστου (372-287 π.Χ.), του Διοσκουρίδου (1ος αι. μ.Χ.) και του Πλινίου (23 μ.Χ.)· τα μύρα λαμβάνονται από τα άνθη, τα φύλλα, τις ρίζες, το ξύλο, τους καρπούς και τα εκκρίματα (δάκρυα).
Η εξαιρετική αξία των μύρων καταφαίνεται από χωρία της Παλαιάς Διαθήκης: «Μύροις καὶ οἴνοις καὶ θυμιάμασι τέρπεται καρδία, καταρρήγνηται δὲ ὑπὸ συμπτωμάτων ψυχῆ».
Αλλά ας έλθομε στη μυσταγωγία της παρασκευής και του καθαγιασμού του Αγίου Μύρου που θα πραγματοποιηθεί φέτος κατά την εβδομάδα των παθών του Κυρίου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος θα καθαγιάσει για τρίτη φορά κατά την Πατριαρχία του νέα ποσότητα Αγίου Μύρου.
Στην πρώτη χριστιανική εκκλησία δεν χρησιμοποιείτο Άγιο Μύρο. Αρκούσε η ευλογία δια της «επιθέσεως των χειρών» των Αποστόλων, οι οποίοι είχαν δεχθεί την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, όπως γράφει ο ευαγγελιστής Λουκάς: «ὅταν ἐπετίθουν αὐτοὶ τᾶς χείρας ἐλάμβανον πνεῦμα ἅγιον».
Το Άγιο Μύρο της ορθοδόξου χριστιανικής θρησκείας συνυφασμένο με το μυστήριο του χρίσματος μετά τη βάφτιση για τη μετάδοση των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος, στους νεοφώτιστους. Παρασκευάζεται κάθε δέκα χρόνια, και μοιράζεται στην οικουμένη όλη, όπου υπάρχουν ορθόδοξες Κοινότητες για να καταλήξει στις μικρές ασημένιες φιάλες που διαθέτουν οι ναοί.
Η κατασκευή του, προνόμιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αποτελεί μια από τις πιο συγκινητικές και υποβλητικές ιεροτελεστίες. Παλαιότερα έπρεπε να γίνεται κάθε τέσσερα χρόνια· και η μεγαλοπρεπέστερη τελετή καθαγιασμού του Αγίου Μύρου έγινε το 1912, επί Πατριαρχίας Ιωακείμ του Γ΄, παραμονές των Βαλκανικών πολέμων, με τη συμβολή ολόκληρης της Ορθοδοξίας, πρωτοστατούσης της αγίας τότε Ρωσίας – γράφει ο Βασ. Ηλιάδης.
Το τυπικό της παρασκευής του Μύρου, η λεγόμενη επίσημα Έψησις, έχει το απαράγραπτο τυπικό της, όλο ποίηση, ομορφιά κι ευωδία πνευματική.
Η τελετή αρχίζει την Κυριακή των Βαΐων και ο καθαγιασμός λήγει τη Μεγάλη Πέμπτη.
Για την παρασκευή του βοηθούσαν όλα τα ορθόδοξα κράτη, στέλνοντας το καθένα το προϊόν του-κάποτε και χρήμα.
Η Ανατολή και η Αφρική έστελνε «τον μόσχον τον άκρατον», αιθεριούχο, ζωικό έκκριμα, βασικό συστατικό, από τον μαρσιποειδή θύλακα του αρσενικού μοσχαριού – μόσχου του μοσχοφόρου. Άλλα κέντρα της Ορθοδοξίας διαβίβαζαν τη συνεισφορά σε αιθέρια έλαια. Η ευσεβής Ρωσία πολύτιμα μύρα και από τη σχισματική (τότε) Βουλγαρία το ροδέλαιο, από τα σημαντικά συστατικά. Τα Μοναστήρια της Κρήτης το λάδι, το κύριο συστατικό, έλαιον καθαρόν, και τον λάδανο, όπως μαρτυρεί και ο κρητικός ριμαδόρος.
Όπου υπάρχει αλάδανος μυρίζει ο κόσμος γύρω,
φάρμακο για ρευματισμούς κι άρωμα γι’ Άγιο Μύρο.
Ως τον 4ο αιώνα –εποχή που τελούνταν ακόμη τα Παναθήναια– το Άγιο Μύρο ήταν απλό αγιασμένο λάδι πάνω στην Αγία Τράπεζα. Αργότερα πλουτίστηκε σιγά – σιγά σε μια σύνθεση όπου μπήκαν ειδών – ειδών αρωματικές ουσίες, εξωτικές και παράξενες, μυριστικά συνηθισμένα και ασυνήθιστα· ακόμη και τελείως άγνωστα που δεν βρίσκονται ούτε στα φυτολογικά λεξικά.
Τα υλικά αυξομειώνονταν κατά καιρούς από τους αρμόδιους για την παρασκευή μυρεψούς, αλλά επί Πατριαρχίας Αθηναγόρα, το 1951, οριστικοποιήθηκε ο αριθμός των συστατικών σε 57, μαζί με το λάδι και το κρασί (οίνος στίφων μέλας).
Αλλά τα πολλά μυριστικά και τα περίεργα βότανα και βάλσαμα που χρησιμεύουν ως σήμερα για την παρασκευή του Μύρου, ακόμη και οι οδηγίες μας έρχονται από την Παλαιά Διαθήκη: «Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωϋσὴν λέγων: καὶ ‘σὺ λάβε ἡδύσματα, ἄνθος σμύρνης εκλεκτῆς πεντακοσίους σίκλους, καὶ κινναμώμου εὐώδους, τὸ ἥμισυ τούτου καὶ καλάμου εὐώδους, καὶ ἴρεως πεντακοσίους σίκλους τοῦ ἁγίου καὶ ἔλαιον ἐξ ἐλαίων εἴν. Καὶ ποιήσεις αὐτὸ τὸ ἔλαιον χρίσμα ἅγιον, μύρον μυρεψικὸν τέχνη μυρεψοῦ. Ἔλαιον χρίσμα ἅγιόν ἐστι…».
Το Μύρο με όλο τον πλούτο των αρωμάτων, αποτελεί το συνδετικό κρίκο της Ορθοδοξίας.
Τα υλικά συγκεντρώνονται το Σάββατο του Λαζάρου.
Η Έψηση αρχίζει πάντοτε την Κυριακή των Βαΐων. Προς το τέλος της Δοξολογίας ο Πατριάρχης με επιτραχήλιο ευλογεί τον Μέγα Άρχοντα Μυρεψό και τους βοηθούς του, που φορούν μακριούς χιτώνες, ευχόμενος «όπως μετ’ επιμελείας και συνέσεως επιτελέσουν το ιερόν έργον».
Μετά την ευχή «ἐπιτίθησι τῷ Ἄρχοντι Μυρεψῶ τὸ Λέντιον» και δίδει στον ίδιο και τους βοηθούς του τους Σταυρούς της Διακονίας (το λέντιον είναι λινή ποδιά που περιζώνεται κάποιος για κάποια εργασία – όπως λέει και ο Ευαγγελιστής Λουκάς (ΙΓ’4, 5). «λαβῶν λέντιον διέζωσεν ἐαυτὸν καὶ ἤρξατο νίπτειν τοὺς πόδας τῶν μαθητῶν καὶ ἐκμάσσειν τῷ λεντίῳ ὢ ἣν διεζωσμένος»).
Η ευσέβεια με την επιστήμη ξεκινούσαν πάντα μαζί για να συμβάλλουν στο έργο της παρασκευής, της Έψησης, του Μύρου. Πρόκειται για ένα έργο υπεύθυνο και επίπονο, που απαιτεί ειδικές γνώσεις και εμπειρία για την κατεργασία των βαρύτιμων μύρων. Την διαδικασία της Έψησης επιβλέπουν η εκκλησιαστική επιτροπή, με πρόεδρο μητροπολίτη και η άλλη των κοσμητόρων υπό τον Άρχοντα Μυρεψό (φαρμακοποιό ή χημικό).
Η Έψηση γίνεται στο ειδικά διαμορφωμένο κουβούκλιο στον αυλόγυρο του Πατριαρχείου, όπου στήνονται οι περίφημοι τρεις λέβητες.
Τη Αγία και Μεγάλη Δευτέρα. Ημέρα πρώτη, όπως μας πληροφορεί ο Γεδεών, μετά την προηγιασμένη, ο Πατριάρχης ραντίζει με Αγιασμό τους λέβητες, τα ιερά σκεύη και τα υλικά που θα χρησιμοποιηθούν.
Τα δοχεία για την αποθήκευση του Αγίου Μύρου είναι μεγάλοι αργυροί αμφορείς με ξόμπλια, προσφορά της Μεγάλης Αγίας Ρωσίας. Οι λέβητες είναι καμωμένοι από τους καλύτερους Πόντιους λεβητοποιούς, δώρα και τούτα.
Ο Πατριάρχης κρατώντας αναμμένα τα δικηροτρίκηρα θα βάλει τη φλόγα στα ετοιμασμένα προσανάμματα από ξηρά λουλούδια επιταφίων και στολισμό εικόνων, καθώς και φθαρμένα εκκλησιαστικά έντυπα, άχρηστα ξύλα από αναλόγια, στασίδια κ.α., ενώ ο ιερέας διαβάζει την πρέπουσα ευχή και το πλήθος που παρακολουθεί τη μυσταγωγία σωπαίνει και η ευωδία αρχίζει σιγά-σιγά να πλημμυρίζει τον τόπο.
Στα παλιά χρόνια, στους αιώνες της Μικρασίας, της Θράκης, του Πόντου, της Μακεδονίας, της ευδαίμονης Ανατολικής Ρωμυλίας, των νησιών που ήταν όλα χριστιανικά και ορθόδοξα, οι εκκλησίες φύλαγαν με σέβας και στέλνανε τα παλαιά τους εικονίσματα και αναθύματα στο Πατριαρχείο ως καύσιμο ύλη για την έψηση του Μύρου. Μπορούμε πολύ εύκολα να αναλογισθούμε τι θησαυροί, τι κειμήλια τέχνης βυζαντινής και πόσος καλλιτεχνικός πλούτος, ανυπολόγιστης αξίας, χάθηκε εξ αιτίας της επιζήμιας αυτής συνήθειας, από τον ευσεβή αυτό σκοπό, γράφει η Τατιάνα Σταύρου (Ν. Εστία – Πάσχα 1983, απ’ όπου δανείζομαι πολλά).
Το τυπικό συνεχίζεται τη Μεγάλη Τρίτη με μνημόσυνο όλων όσοι έχουν προσφορές με ανάγνωση περικοπών του Ευαγγελίου από τον Πατριάρχη και από Αρχιερείς και ιερείς οι οποίοι εναλλάσσονται σε τακτά χρονικά διαστήματα, ενώ ο Άρχοντας Μυρεψός επιστατεί και προσέχει τη συμπλήρωση του μίγματος στους λέβητες.
Τη Μεγάλη Τετάρτη η έψηση τελειώνει, ο Πατριάρχης διαβάζει ευχές, τα καζάνια πλένονται και καθαρίζονται από το κατακάθι που μοιράζεται στους ευλαβείς πιστούς. Το απόγευμα διαβάζεται το ιερό ευχέλαιο. Το ετοιμασμένο καθαρό Μύρο, αφού πρώτα φιλτραριστεί μεταγγίζεται, διαυγές πλέον, στους μεγάλους αργυρούς αμφορείς, σε μικρά αργυρά και αλαβάστρινα δοχεία, τα οποία μεταφέρονται στο παρεκκλήσι του Αγίου Ανδρέου.
Τη Μεγάλη Πέμπτη μετά την κατανυκτική λειτουργία, με λιτανεία μεταφέρονται στον Πατριαρχικό ναό. Τότε οι καμπάνες σημαίνουν όλες μαζί, οι διάκονοι θυμιατίζουν, οι χοροί ψέλνουν, ενώ 24 ιερείς σηκώνουν ανά δύο τους δώδεκα αμφορείς και 35 περίπου Αρχιερείς, κρατούν αργυρά και αλαβάστρινα δοχεία· προπορεύεται ο Σταυρός, ακολουθούν τα εξαπτέρυγα, τα τρικέρια, το διβάμβουλο (μεγάλη διακοσμημένη λαμπάδα) και τέλος – τέλος της πομπής ο Πατριάρχης, ντυμένος στα χρυσά, κρατεί το μικρό από αλάβαστρο δοχείο με μια μικρή ποσότητα του ευωδιασμένου λαδιού, που θα μετασχηματιστεί πια σε Άγιον Μύρον, αφού δεηθεί του Υψίστου γονατιστός, με όλους τους αρχιερείς το ίδιο γονατισμένους, όπως «καταπέμψει τὸ Πανάγιον Πνεῦμα ἐπὶ τούτου τὸ Μύρον καὶ ποιήσει αὐτὸ χρίσμα Μύρον ἀγαλλιάσεως Πνεύματος Ἁγίου».
Εν τω μεταξύ ανοίγονται και ευλογούνται τρεις φορές τα δοχεία, ξανασφραγίζονται και μεταφέρονται πάλι με πομπή στο Μυροφυλάκιο του Πατριαρχείου. Η ορθοδοξία βρίσκεται στη μεγάλη και επίσημη ώρα της.
Στώμεν καλώς!