Το να περιγράφει κανείς ένα όμορφο πραγματικά ταξίδι που είχε όνειρο να πραγματοποιήσει, συνήθως αρχίζει από το ξεκίνημα. Και όντως έχομε κάνει σε βιβλίο και εκτεταμένη περιγραφή του ταξιδιού και μάλιστα με στίχους και τίτλο: «Ταξιδιωτικά έμμετρα».
Το να μπαίνομε όμως εδώ με κάποια πρωτοτυπία να περιγράφομε μόνο το τέλος του ταξιδιού όπως εδώ, κάτι σοβαρό ίσως έχομε να πούμε και το απομονώνουμε. Το ταξίδι πραγματοποιήθηκε πριν δεκαετίες κι ήταν όνειρο ζωής να πάμε στη μεγάλη χώρα της Αμερικής και του Καναδά με τους καταρράκτες του κι ήθελε ο Θεός κι έγινε πραγματικότητα.
Μα όταν περνάς καλά οι μέρες κυλούν σαν νερό και οι εντυπώσεις μέρα με τη μέρα όλο και πληθαίνουν και νομίζεις ότι το τέλος πλησιάζει πιο γρήγορα. Όπως και να ‘ναι όμως «κάθε πράμα τέλος έχει». Έτσι και το ονειρικό ταξίδι στη μεγάλη και πολυάνθρωπη Αμερική και Καναδά έφτασε στο τέλος του. Συγκεκριμένη από πριν η ημερομηνία της επιστροφής για την Ελλάδα.
Έφτασε κι η ύστερη βραδιά στο φιλόξενο αρχοντικό που μας φιλοξένησαν φίλοι εκλεκτοί κι οι ίδιοι με πολλούς της παρέας θέλησαν να κάμουν με άλλη μια ωραία ανάμνηση το ταξίδι αξέχαστο. Μαζεύτηκαν λοιπόν στο σπίτι, το φιλόξενο αρχοντικό στο Λογκ Άιλαντ όλη η καλή παρέα για να μας κατευοδώσει. Αξέχαστη βραδιά, εγκαρδιότητα αληθινή, με χιούμορ και ανέκδοτα.
Με τα δροσιστικά και δροσερά φρούτα λογιών λογιών ετοιμασμένα. Μια όμορφη νότα εκείνης της βραδιάς η συμπαθέστατη ηλικιωμένη μητέρα του οικοδεσπότη κερά Δουνδουλάκαινα κοτσονάτη και λεβέντισσα κι ας κόντευε τα 90.
Μας απάγγειλε στην κρητική ντοπιολαλιά στίχους από τον Ερωτόκριτο του Βιτσέντζου Κορνάρου που ήξερε όπως μας βεβαίωνε σχεδόν ολόκληρο από τα νιάτα της: «… Και πώς δα σου ξεχωριστώ και πώς δα σου μακρίνω και πώς δα κάμω δίχως σου το χωρισμόν εκείνο…» Χαρήκαμε την εγκαρδιότητα, τη φιλία, την αγάπη όλων των φίλων.
Κι όσο προχωρούσε η νύχτα και πλησίαζε το ξημέρωμα της μέρας του μισεμού μας, τόσο τα συναισθήματά μας περιπλέκονταν στο βάθος του είναι μας. Χαρά για την επιστροφή στη λατρευτή πατρίδα, νοσταλγία βαθειά για όσους μας περίμεναν με αγάπη και σ’ όλα αυτά κοντά ένας κόμπος έδενε στο λαιμό από τη συγκίνηση του αποχαιρετισμού μετά από μια πολυήμερη διαμονή κοντά τους.
Συγκίνηση λοιπόν γιατί: «το έχε γεια έχει καημό τ’ αντίο έχει ζάλη, μα το καλώς ορίσατε έχει χαρά μεγάλη». Γιατί, το καλωσόρισμα στην πατρίδα γινόταν πια στόχος και σκοπός μας. Έτσι βρεθήκαμε τις πρώτες απογευματινές ώρες στο βουητό και την ασταμάτητη κίνηση του τεράστιου αεροδρομίου «Κέννεντι».
Μας συνόδεψαν πάλι οι καλοί μας φίλοι οικογένειες Δουνδουλάκη και Μουζακιώτη. Αποσκευές με βαλίτσες ψώνια, δώρα, όλα έτοιμα για το ξεκίνημα. «Μα πώς να πεις το έχε γεια και πώς να πεις τ’ αντίο που φτάνει τότε η καρδιά σε δύσκολο σημείο…». Έγινε όμως βέβαια κι αυτό μ’ αγάπη και συγκίνηση. Τέλειωσαν τα ψέματα.
Το ευρύχωρο μεγαθήριο της Ολυμπιακής, μέσα στο ζεστό αυγουστιάτικο απόγευμα ήταν έτοιμο. Τα ρολόγια μας έδειχναν 6 ώρα Αμερικής. Και το αεροπλάνο απογειώνεται στα ουράνια πλάτη για το μεγάλο υπερατλαντικό ταξίδι προς τη μακρινή πατρίδα. Μα σε λίγες ώρες, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, τα ρολόγια μας δείχνουν ώρα 2. Μια νέα εμπειρία μας συνεπαίρνει.
Είχαμε για λίγο αποκοιμηθεί στα άνετα καθίσματα, τυλιγμένα με ένα ελαφρό σκέπασμα που μας είχαν δώσει γιατί το αιρκοντίσιον του αεροπλάνου σκορπούσε πολύ δροσιά στο χώρο. Ξύπνησε, μου λέει ο σύζυγος, να δεις έξω που ξημερώνει. Άνοιξα τα μάτια μου ξαφνιασμένη κι έριξα μια αυθόρμητη ματιά στο ρολόι.
Δυο το πρωί σχεδόν και όμως η μέρα χαράζει ήταν η διαφορά της ώρας λόγω της απόστασης. Σηκώθηκα με γρηγοράδα και πήρα τη φωτογραφική μηχανή. Θεέ μου τι πανόραμα ήταν εκείνο που απλωνόταν κάτω από το αεροσκάφος. Οι πανύψηλες χιονισμένες βουνοκορφές των Πυρηναίων. Πιο κει χαράδρες βαθιές κι ύστερα πεδιάδες απέραντες και ανάμεσα σ’ όλα τούτα έσερναν τα ποτάμια το φιδίσιο σώμα τους μια ανάμεσα στα φαράγγια και μια στις απλωσιές της πεδιάδας.
Κι όπως οι ακτίνες του ήλιου φώτιζαν το ξύπνημα της καινούριας μέρας, το τοπίο από κει ψηλά ήταν αφάνταστα ποικίλο και μαγευτικό. Η ομορφιά της Γης σ’ όλο της το μεγαλείο τυλιγμένη στο όνειρο και την αλήθεια. Παίρναμε συνεχώς φωτογραφίες και δε χορταίναμε να θαυμάζομε πολιτείες χωριά, ποταμούς και θάλασσες, βουνά και δάση.
Η πραγματικότητα ολοζώντανη πλαισιωμένη με τη γοητεία σα μια καλοστημένη κινηματογραφική ταινία. Κι όλο πλησιάζαμε στην Ελλάδα. Να τα πρώτα νησιά του Ιονίου γεμάτα μεροσύνη και γραφικότητα. Τους γιγαντισμούς πια της μεγάλης χώρας που είχαμε επισκεφτεί ήρθαν να αναπληρώσουν στη θέα των ματιών μας τόποι γνώριμοι κι αγαπημένοι: οι δικές μας πολιτείες, τα δικά μας χωριά, τα βουνά μας τα χιλιοτραγουδισμένα.
Όμορφη πατρίδα! Με τίποτε δε σ’ αλλάζομε κι ας είχανε δει τόσα τα μάτια μας! Τη δική σου γοητεία δεν τη βρίσκει κανείς πουθενά όσο κι αν ψάξει τη Γη. Ο τόπος που μας γέννησε, μας γαλούχησε και μας έθρεψε με τα δικά μας ιδανικά. Είναι όμορφο να πας να δεις, να χαρείς, να θαυμάσεις μα να μην ξεριζωθείς ολοκληρωτικά.
Να ξαναγυρίσεις στη γη σου γεμάτος ευγνωμοσύνη για τους φίλους που γίναν αιτία να ζήσεις και να θαυμάσεις όλα τούτα και να καμαρώσεις τον τρόπο που ζουν μόνιμα στη δεύτερη πατρίδα, όμως χωρίς να ξεκόψουν τους δεσμούς με τη Γενέτειρα γεμάτοι εθνική συνείδηση και νοσταλγία βαθειά με τα πάτρια. Ένα μεγάλο μπράβο τους.
Αποτελούν μια μεγάλη μερίδα Ελληνισμού που κι αν ξεριζώθηκαν από τα πάτρια κι αν ρίζωσαν γερά στα ξένα, δεν ξέκοψαν. Θυμούνται, νοσταλγούν την πατρίδα και τους ανθρώπους μας. Είναι μια γεύση που συγκινεί βαθιά. Για τούτο όλοι όσοι τους επισκεφτούν γυρίζουν με διπλή χαρά. Μια γιατί γνώρισαν κι είδαν τόσα και τόσα κι άλλη μια γιατί διαπιστώνεις ότι μένουν πάντα Κρήτες, Έλληνες με μια παρουσία που τιμά τους ίδιους και την Ελλάδα.
Στο φτάσιμό μας στην πατρική γη νοιώθαμε τη χαρά της επιστροφής στο ήρεμο και γνώριμο ελληνικό τοπίο που μπορεί να μην έχει τους ουρανοξύστες με τις σπαθωτές κορυφές τους, τα απέραντα τούνελ, τις γιγαντιαίες γέφυρες, τους άνετους δρόμους, την τεχνολογία, την απεραντοσύνη… Έχει όμως ό,τι πιο γλυκό ζητήσει ο καθένας μας.
Τη γοητεία και την ημεροσύνη του τοπίου, το ιρίδισμα των χρωμάτων, την ιστορία και τις ρίζες του πολιτισμού μας, τη λαϊκή κληρονομιά, τα ιδανικά και τα βιώματά μας, τη ζήση μας ολάκερη. Κι όλα τούτα, εμείς οι Κρητικοί, οι Έλληνες δεν τα αλλάζουμε μ’ όλα τα πλούτη της γης!
Γι’ αυτό θα ζεις πάντα Λατρευτή Πατρίδα!