Κατά την επίσημη επίσκεψή του στη χώρα μας ο πρόεδρος της Γερμανίας, Φρανκ – Βάλτερ Σταϊνμάγερ ασχολήθηκε με δύο κύρια θέματα:

Το προσφυγικό και τα εγκλήματα των Ναζί. Μεταξύ των επισκέψεών του ήταν και το μαρτυρικό χωριό της Κανδάνου, όπου παρέστη σε εκδήλωση μνήμης για το ολοκαύτωμα που είχαν προκαλέσει οι δυνάμεις κατοχής της Γερμανίας κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (ΠΠ), καταστρέφοντας το χωριό και δολοφονώντας χωρίς οίκτο τους κατοίκους του.

Η υποδοχή των κατοίκων και μεταξύ αυτών των ολίγων επιζώντων της σφαγής δεν ήταν καθόλου θερμή, όπως και ήταν αναμενόμενο. Τον υποδέχθηκαν με πανό όπου αναγράφονταν οι δίκαιες απαιτήσεις για τις αποζημιώσεις των θυμάτων, ζητώντας δικαιοσύνη για τα εγκλήματα των ΝΑΖΙ.

Οι παρεμβάσεις από τις Αρχές της περιοχής, Μητροπολίτη Κισσάμου και Δημάρχου Κανδάνου και Σελίνου οι οποίες εστίασαν στο θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων, του κατοχικού δανείου, αλλά και στη στάση της Γερμανίας στα χρόνια των μηνημονίων, ήταν ολιγόλογες, δωρικές, αξιοπρεπείς και στοχευμένες.

Η πιο συγκλονιστική όμως στιγμή ήταν η παρέμβαση της 97χρονης που είχε ζήσει τα γεγονότα της σφαγής. Ο Γερμανός Πρόεδρος μια ημέρα πριν είχε απορρίψει κάθε συζήτηση για τις επανορθώσεις, δηλώνοντας ότι το θέμα θεωρείται λήξαν.

Κατά την ομιλία του αρκέστηκε στο να ζητήσει συγγνώμη αποφεύγοντας την οποιαδήποτε αναφορά στις γερμανικές αποζημιώσεις και στο κατοχικό δάνειο. Μίλησε για κοινές ευθύνες που μοιράζονται η Γερμανία και η Ελλάδα.

Δηλαδή κατά τον Γερμανό Πρόεδρο η μόνη δέσμευση της χώρας του είναι η ιστορική ευθύνη. Με τη δημιουργία μνημείων στη μνήμη των ανθρώπων που χάθηκαν, όπως των θυμάτων της Εβραϊκής Κοινότητας στη Θεσσαλονίκη και με την επίσκεψη των μαρτυρικών χωριών όπου οι κάτοικοι υπέστησαν τα χειρότερα μαρτύρια υπερασπιζόμενοι την πατρογονική τους γη από τους αιμοσταγείς κατακτητές, το θέμα θεωρείται λήξαν.

Εάν ανατρέξουμε στο παρελθόν είναι γνωστό ότι Γερμανία έφθασε δύο φορές πολύ κοντά στη χρεοκοπία κατά τον προηγούμενο αιώνα (1929, 1953). Το 1929 η ‘’Μεγάλη Ύφεση’’, όπως χαρακτηρίστηκε στις ΗΠΑ, σύμφωνα με τους αναλυτές, προκλήθηκε μετά από το χρηματιστηριακό κραχ της Wall Street του 1929 που ξεκίνησε στις 24 Οκτωβρίου του 1929 στις ΗΠΑ.

Το τέρμα της κρίσης ταυτίστηκε με την έναρξη της πολεμικής οικονομίας του Β’ ΠΠ γύρω στο 1939. Στη Γερμανία τότε συμπίπτει χρονικά και η άνοδος του Χίτλερ που είχε ως αποτέλεσμα την έναρξη του Β’ ΠΠ.

Μετά την λήξη του Β’ ΠΠ η Γερμανία έπρεπε να πληρώσει για αποζημιώσεις και επανορθώσεις στους άλλους λαούς της Ευρώπης και στον βαθμό που το έπραξε, το έκανε με αμερικανικά δάνεια. Η Συνδιάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού (1946) είχε ως στόχο να καθορίσει τις μεταπολεμικές Διεθνείς Συνθήκες που θα διευθετούσαν τις εκκρεμότητες μεταξύ των νικητών και των ηττημένων του Β’ ΠΠ.

Στη διάσκεψη συμμετείχε και η Ελλάδα προβάλλοντας ζητήματα εδαφικών διεκδικήσεων και οικονομικών επανορθώσεων. Οι εδαφικές διεκδικήσεις αφορούσαν την ένταξη των Δωδεκανήσων και της Βορείου Ηπείρου στην Ελληνική επικράτεια καθώς και τη διαρρύθμιση των συνόρων με τη Βουλγαρία.

Δυστυχώς η Ελλάδα μετά από τόση προσφορά και θυσίες αδικήθηκε. Μοναδικό Ελληνικό αίτημα που ικανοποιήθηκε σε αυτή ήταν η ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων.

Στις 27 Φεβρουαρίου 1953 υπεγράφη η Συμφωνία του Λονδίνου, η οποία καθόριζε τον τρόπο και τους όρους με τους οποίους η ηττημένη στον Β’ ΠΠ Γερμανία θα αποπλήρωνε τις αποζημιώσεις που της είχαν επιδικαστεί από τους νικητές. Στο Λονδίνο επετεύχθη η συμφωνία ακύρωσης του μισού χρέους της μεταπολεμικής Γερμανίας με τη βοήθεια των ΗΠΑ μέχρι την οριστική επίλυση του Γερμανικού Ζητήματος (ΓΖ).

Δηλαδή, όπως ο όρος ΓΖ επαναπροσδιορίστηκε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου αναφερόμενος σε θέματα σχετικά με τη διαίρεση και την επανένωση της Γερμανίας. Με τις μνήμες της ναζιστικής θηριωδίας ακόμη νωπές, πολλές χώρες ήταν απρόθυμες να συμφωνήσουν με τη μείωση χρέους της Γερμανίας.

Αλλά οι ΗΠΑ προσπάθησαν να πείσουν τους ευρωπαίους συμμάχους προκειμένου να «οικοδομηθεί μια σταθερή Δυτική Ευρώπη». Οι χώρες που είχαν δανείσει χρήματα στη Γερμανία κατά την προναζιστική Δημοκρατία της Βαϊμάρης και μετά το 1945, συμφώνησαν να μειώσουν το χρέος της Δ. Γερμανίας κατά το ήμισυ.

Για να βοηθήσουν περισσότερο την ανάπτυξή της, οι πιστώτριες χώρες έδωσαν στη Γερμανία τη δυνατότητα να παράγει προϊόντα όχι μόνο για την ικανοποίηση των εγχώριων αναγκών της αλλά και για εξαγωγή.

Οι Γερμανοί προσπαθούσαν πάση θυσία να μην πλήξουν την προστατευτική ισχύ του περίφημου άρθρου 5 του Συμφώνου του Λονδίνου του 1953, σύμφωνα με το οποίο το ζήτημα της καταβολής των Γερμανικών πολεμικών οφειλών αναβαλλόταν μέχρι την επανένωση των δύο Γερμανιών όποτε και αν θα συνέβαινε αυτή.

Όσο για το λεγόμενο κατοχικό δάνειο που οφείλουν στην Ελλάδα οι Γερμανοί έχουν χρησιμοποιήσει κατά καιρούς διάφορες δικαιολογίες και ψέματα για να αποφύγουν να το πληρώσουν. Την αντιμετώπιση αυτή οι Γερμανοί δεν την επιφύλασσαν φυσικά μόνο στους Έλληνες.

Παρόμοιες απορριπτικές απαντήσεις λάμβαναν και όλες οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες που ζητούσαν, όχι μόνο σε επίπεδο συλλόγων θυμάτων αλλά και σε επίπεδο κυβερνήσεων, την καταβολή αποζημιώσεων στα θύματα.

Οι αρχές στη Βόννη αφενός δεν ήθελαν να ανοίξουν την κερκόπορτα, αφού κατανοούσαν πως αν δέχονταν να καταβάλουν αποζημιώσεις σε μια χώρα ή σε μια κατηγορία θυμάτων θα ακολουθούσε πλημμυρίδα αντίστοιχων απαιτήσεων, τις οποίες δεν θα μπορούσαν πλέον να απορρίψουν.

Μετά τη συμφωνία του Λονδίνου, η Δυτική Γερμανία παρουσίασε ένα «οικονομικό θαύμα» όπως το χαρακτήρισε, με το πρόβλημα του χρέους να έχει επιλυθεί. Σήμερα το Βερολίνο θεωρεί ότι, με βάση τη συνθήκη του 1990 και την καταβολή ορισμένων ποσών πριν και μετά την επανένωση των Γερμανιών, το ζήτημα των επανορθώσεων του Β΄ ΠΠ έχει κλείσει οριστικά.

Η οικονομική κρίση του 2008, ήταν μια περίοδος οικονομικής ύφεσης παγκοσμίως. Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) ήταν η σοβαρότερη οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση μετά την Παγκόσμια Οικονομική Ύφεση 1929.

Τότε λοιπόν η Γερμανία, ως η κυρίαρχη οικονομία της Ευρώπης και η σημαντικότερη πιστώτρια χώρα, υποχρέωσε τις χώρες της Μεσογειακής Ευρώπης και κυρίως την Ελλάδα να λεηλατήσουν τις ίδιες τις οικονομίες τους για να αποπληρώσουν τα χρέη τους.

Ο Γερμανός ιστορικός του δικαίου, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Βρέμης Κρίστοφ Ούλριχ Σμινκ-Γκουστάβους, συγγραφέας Τριλογίας για τα εγκλήµατα των ναζιστών στην Ήπειρο «Μνήµες Κατοχής III, Οι Λυγκιάδες στις φλόγες», αναφέρει σε συνέντευξή του τα εξής:

«Η Γερμανία αποδείχθηκε ο μεγαλύτερος οφειλέτης και παραβάτης σε υποθέσεις χρεών της νεότερης οικονομικής ιστορίας. Το 1953 (μετά τη Συμφωνία του Λονδίνου για τα γερμανικά εξωτερικά χρέη) είχε φθάσει σε ένα “κούρεμα” των χρεών της, με τη βοήθεια των Αμερικανών, όπου δεν πλήρωσε σχεδόν τίποτε.

Έτσι η Γερμανία “ανέβαλε” τις υποχρεώσεις της και την επιστροφή των κατοχικών δανείων όχι μόνο προς την Ελλάδα, αλλά και προς άλλες χώρες των Βαλκανίων. Αποκαταστάθηκε η ίδια, αλλά οι υπόλοιποι βίωσαν τις συνέπειες της γερμανικής κατοχής». «…Το οικονομικό θαύμα της Γερμανίας οφείλεται εν πολλοίς στο ότι δεν πλήρωσε αυτά τα χρέη…» (ΤΟ ΒΗΜΑ 25.09. 2011).

Υπήρξαν και φωνές όπως του πρώην Καγκελάριου Helmut Schmidt (1918-2015) όπου σε άρθρα του υποστήριξε την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης και παρότρυνε για βοήθεια στους Έλληνες μέχρις εσχάτων.

Παράλληλα ζήτησε σεβασμό για την Ελλάδα ως Μητέρα Πατρίδα της Δημοκρατίας, της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού (Der Spiegel Politik 22.06.2011).

Η Ιωάννα Δ. Μαλαγαρδή είναι δρ. Υπολογιστικής Γλωσσολογίας – Ιστορικός