Η πολιτική, έχουν πει, είναι η τέχνη του εφικτού, δηλαδή η τέχνη να πετυχαίνει ο πολιτικός όχι το απόλυτο των στόχων του αλλά αυτό που οι συνθήκες του επιτρέπουν να επιτύχει. Για το λόγο αυτό, ο καλός πολιτικός είναι πάντοτε ρεαλιστής, δίχως αυτό να σημαίνει πως δεν έχει όραμα. Για παράδειγμα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος έβαλε την Ελλάδα στους Βαλκανικούς Πολέμους, με το όραμα να πραγματώσει τη Μεγάλη Ιδέα, αφού προηγουμένως εξασφάλισε τη συμμαχία των βαλκανικών κρατών και αφού είχε εκτιμήσει τις διαθέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων έναντι της Τουρκίας. Αυτή είναι μια πολιτική ενός οραματιστή και ταυτόχρονα ρεαλιστή πολιτικού. Ο πολιτικός, δηλαδή, πρέπει να έχει και ξεκάθαρους στόχους και εξασφαλισμένα τα μέσα για την επιτυχία τους, όσο αυτό είναι εφικτό.
Έκαμα αυτή την εισαγωγή, για να τη συνδέσω με την πρόσφατη επίσκεψη του Τούρκου προέδρου στην Ελλάδα. Το δικό μου ερώτημα, που είναι και ερώτημα πολλών Ελλήνων, είναι: Τι εξυπηρετούσε η επίσκεψη αυτή; Τι ακριβώς περίμενε η ελληνική κυβέρνηση από την παρουσία του νεο-οθωμανού κ. Ερντογάν; Μήπως σκόπευαν να τον «καλοπιάσουν» ή να του δώσουν μαθήματα καλής γειτονίας, διεθνών σχέσεων και σεβασμού του διεθνούς δικαίου;
Πίστευαν μήπως ότι η παρουσία του στη χώρα μας και η φιλοξενία μας θα κατεύναζε τις διεκδικήσεις της Τουρκίας; Και μπορεί, βέβαια, τόσο ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, όσο και ο πρωθυπουργός και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης να τον «επανέφεραν στην τάξη» (και μπράβο τους), αλλά, όπως φάνηκε στη συνέχεια, μόνο προσωρινά. Άρα ο Ερντογάν ήλθε στην Ελλάδα, για να επιβεβαιωθούν άλλη μια φορά οι μεγάλες διαφορές μας με τους Τούρκους, διαφορές που ήδη τις γνωρίζαμε πολύ καλά. Τελικά, ποιο το κέρδος από όλα αυτά; Απλώς, συμφωνήσαμε ότι διαφωνούμε.
Θα μπορούσε κάποιος να δικαιολογήσει αυτή την πρόσκληση από τη μεριά της κυβέρνησης, μόνο στο πλαίσιο δημιουργίας ενός κλίματος που θα συνέβαλε στην καλυτέρευση των σχέσεων των δύο χωρών. Αλλά η καλυτέρευση, στην περίπτωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, είναι αποτέλεσμα όχι αμοιβαίων υποχωρήσεων, αλλά αναγνώρισης των διεθνώς ισχυόντων, πράγμα που γνωρίζαμε ότι ο κ. Ερντογάν δεν το αποδέχεται με τον τρόπο που το αποδεχόμαστε εμείς. Εκτός κι αν η επίσκεψη αυτή εξυπηρετούσε μικροπολιτικές επιδιώξεις της κυβέρνησης, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας που θυμίζει την πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου: να φανεί, δηλαδή, πως και στην εξωτερική πολιτική η Ελλάδα έχει «επιτυχίες», είναι «πυλώνας σταθερότητας» και τείνει χείρα φιλίας προς τους γείτονές της.
Δεν είναι σαφές, λοιπόν, ποιο ήταν το «εφικτό» για την ελληνική κυβέρνηση στην περίπτωση της επίσκεψης Ερντογάν στην Ελλάδα. Καταλαβαίνω, όμως, ότι εκείνος που είχε σαφή στόχο ήταν ο Τούρκος Πρόεδρος και μάλιστα το στόχο του «εφικτού». Εδώ και πολύ καιρό ο κ. Ερντογάν έχει θέσει ζήτημα αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάνης. Στην αρχή θυμόμαστε ότι είχε μιλήσει γενικά και αόριστα για αναθεώρηση τέτοια, που να αντιστοιχεί στην Τουρκία της «καρδιάς»του.
Στην αοριστία αυτής της δήλωσης έβλεπε, όπως φάνηκε στη συνέχεια, μια σταδιακή επέκταση της επιρροής της Τουρκίας στα Βαλκάνια, με αφορμή την ύπαρξη μουσουλμανικών πληθυσμών σε όλα σχεδόν τα κράτη της Βαλκανικής. Τον είδαμε να προσεγγίζει την Αλβανία και τα Σκόπια καθώς και τη Βουλγαρία, ενώ μην ξεχνάμε και το μουσουλμανικό κράτος της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης στην καρδιά των Βαλκανίων.
Αλλά και προς τις χώρες της Μ. Ανατολής έχει στρέψει το ενδιαφέρον του ο Τούρκος πρόεδρος, οραματιζόμενος μια Τουρκία, που μπορεί ίσως να μην ονειρεύεται προς το παρόν αλλαγές συνόρων, σίγουρα όμως θέλει να παίξει το ρόλο μιας ισχυρής περιφερειακής δύναμης. Δεν είναι τυχαίο ότι διαρκώς εξοπλίζεται και μάλιστα το τελευταίο διάστημα κάνει λόγο και για πυρηνική ενέργεια.
Είναι δε κανόνας (μας το έχει πει ο Θουκυδίδης) πως όποιο κράτος εξοπλίζεται και ισχυροποιείται στρατιωτικά και οικονομικά, αυτό το κράτος κάποια στιγμή θα στραφεί εναντίον εκείνων των κρατών από τα οποία μπορεί ή νομίζει πως μπορεί να αρπάξει εδάφη. Οι δικαιολογίες είναι εύκολες για τους ισχυρούς, όπως το είδαμε στον πόλεμο του Ιράκ. Επανέρχομαι στο «εφικτό». Κατά την επίσκεψή του στη χώρα μας ο Ερντογάν δεν χρησιμοποίησε ούτε μια φορά τη λέξη «αναθεώρηση» για τη Συνθήκη της Λωζάννης.
Η κομβική λέξη του ήταν η λ. «επικαιροποίηση». Στην πολιτική είναι πολύ σπουδαίο να βρεις τις κατάλληλες λέξεις, με τις οποίες άλλα θα λες και άλλα θα εννοείς. Η λέξη «επικαιροποίηση» δεν προκαλεί, καθώς ακούγεται στα αυτιά πολύ πιο ήπια από τη λέξη «αναθεώρηση». Η δεύτερη σημαίνει «επανεξέταση», «τροποποίηση», «αλλαγή», ενώ η πρώτη σημαίνει απλώς τη θεώρηση της συνθήκης στο πλαίσιο της σημερινής πραγματικότητας.
Η αναθεώρηση μπορεί να περιλαμβάνει διεκδικήσεις και αλλαγές, ενώ η επικαιροποίηση φαινομενικά δεν δηλώνει κάτι τέτοιο. Εδώ φαίνεται η τέχνη του εφικτού, την οποία γνωρίζει πολύ καλά ο Τούρκος πρόεδρος, ο οποίος σίγουρα ουδαμώς αφίσταται από το όραμά του για μια Τουρκία-προστάτη όλων των μουσουλμάνων, από την άλλη όμως γνωρίζει ότι, τη συγκεκριμένη στιγμή και όσον αφορά την Ελλάδα, αυτό δεν γίνεται, διότι «σκοντάφτει» στη Συνθήκη της Λωζάννης.
Έτσι, προτιμά να παίξει το παιγνίδι του εφικτού: «Τι μπορώ να κάμω τώρα; Να ανοίξω μια μικρή, φαινομενικά «ανώδυνη», ρωγμή στους όρους της Συνθήκης, με αφορμή τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης. Κι όταν αυτό επιτευχθεί, τα πράγματα είναι εύκολα στη συνέχεια. Εξάλλου, θα έχω και τη δύναμη των όπλων».
Ο Ερντογάν είναι πονηρός ανατολίτης, που γνωρίζει πολύ καλά τα παιγνίδια της πολιτικής, είναι μεθοδικός και ξέρει πώς να ελίσσεται και να εκμεταλλεύεται τις περιστάσεις. Το έκαμε με τον καλύτερο τρόπο κατά την επίσκεψή του στη χώρα μας. Ήλθε, σαν ένας ισχυρός άνδρας, που, ως φιλοξενούμενος, δεν έδειχνε τον δέοντα σεβασμό προς τους φιλοξενούντες.
Ακόμη και ο τρόπος που καθόταν και οι κινήσεις του, καθώς και το γεγονός ότι μίλησε (αντίθετα προς τα συμφωνηθέντα) στο μειονοτικό σχολείο της Θράκης και αποκάλεσε τους Έλληνες μουσουλμάνους «ομοεθνείς», όλα έδειχναν έναν άνθρωπο που θα πράξει με κάθε τρόπο αυτό που έχει στο νου του, χωρίς να ενδιαφέρεται για «πρωτόκολλα».
Εντέλει, αν το εφικτό για την κυβέρνηση ήταν να «κατευνάσει» τον Ερντογάν, μάλλον απέτυχε και η χείρα φιλίας που έτεινε φαίνεται ότι έπεσε στο κενό. Το μόνο καλό ήταν κάποιες δηλώσεις των Αμερικανών και των Ευρωπαίων για την ισχύ της Συνθήκης. Από την άλλη μεριά, ο Τούρκος πρόεδρος έδωσε μαθήματα πολιτικής ως «τέχνης του εφικτού» και μάλιστα μέσα στην «έδρα»μας. Καλό είναι οι Έλληνες πολιτικοί να λάβουν το μήνυμα.
Όμως ο Τούρκος πρόεδρος, ίσως «μεθυσμένος» από τη δύναμή του, ξεπέρασε κάποια όρια. Κι εμείς οι Έλληνες έχουμε διδαχθεί από την αρχαία τραγωδία την έννοια της «ύβρεως», ότι, δηλαδή, η υπέρβαση των ορίων και η έπαρση που δίδει η δύναμη επιφέρουν την Άτη και τη Νέμεση. Καλό θα ήταν και ο ίδιος να λάβει αυτό το αιώνιο μάθημα του μέτρου.