Αιμίλιος Ψαθάς
Του Αιμιλίου Ψαθά

Χειμωνιάτικο απόγευμα. Μίκρυναν οι μέρες, μεγάλωσαν οι νύχτες. Νωρίς σκοτεινιάζει το απόγευμα, αργεί να φέξει το πρωί. Ψύχρανε ο καιρός. Δεκέμβριος. Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα. Όμως στο σπίτι ακόμη θέρμανση δεν έχουν. Κάνουν οικονομία. Ακρίβυνε το πετρέλαιο εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία. Ο υπερήλικας παππούς πάσχει από βραδέως εξελισσόμενο καρκίνο. Σε κανέναν δεν έχει πει τίποτε ακόμη.

Να μην τους στενοχωρήσει. Η γιαγιά κατάκοιτη. Άρρωστη κι αυτή. Τις περισσότερες ώρες δεν καταλαβαίνει ούτε πού βρίσκεται ούτε τι συμβαίνει.    Το απόγευμα προχώρησε κι έφτασε το βράδυ. Ο παππούς άναψε το φως να δει την  θερμοκρασία. Το θερμόμετρο έδειχνε δεκαοχτώ βαθμούς Κελσίου. Έντονη η ψύχρα στο σπίτι. Ενοχλήθηκε από το φως η πλαγιασμένη στο ντιβάνι γιαγιά. Ο παππούς έσβησε το φως. Δεν χρειαζόταν. Ξαφνικά χτύπησε το κουδούνι από την εξώπορτα της πολυκατοικίας. Ο παππούς πάτησε το κουμπί του μικρόφωνου.

– Ποιος είναι; – Παππού, άνοιξε!

Ήταν η παντρεμένη εγγονή τους. Ερχόταν να τους δει τι κάνουν. Κουβαλούσε και την δισεγγονούλα τους. Ακούστηκε η φωνούλα της από το μικρόφωνο. Μπήκαν στο διαμέρισμα. Ζεστάθηκε αμέσως το περιβάλλον, χωρίς να ανάψουν θέρμανση. Ο παππούς έσκυψε με ανοιχτά τα χέρια να δεχτεί στην αγκαλιά του την δισεγγονούλα. Εκείνη έτρεξε, τον αγκάλιασε από τον λαιμό και τον φίλησε στο μάγουλο. Φιλάκι ευτυχίας. Ύστερα χάιδεψε με το χεράκι της τα μαλλιά του.

– Παππού, σ’ αγαπώ. Τον αγαπούσε τον παππού. Της έλεγε ωραία παραμύθια. Τι ευτυχία! Έφυγαν όλες οι κακές σκέψεις από το μυαλό του παππού. Ο παππούς άναψε το φως. Είχε πια νυχτώσει για τα καλά. Και η δισεγγονούλα έτρεχε πέρα δώθε μέσα στο ευρύχωρο σαλόνι.

Ξύπνησε από τον λήθαργό της και η κατάκοιτη γιαγιά η πλαγιασμένη στο ντιβάνι. Ξεσκεπάστηκε να δει και να χαϊδέψει την δισεγγονούλα. Και η δισεγγονούλα εξακολουθούσε να τρέχει πέρα δώθε, να ανοίγει ντουλάπια, να πιάνει ανθοδοχεία και τασάκια από τα τραπεζάκια… «Τι τα θέλουμε αυτά, αφού λουλούδια πια δεν βάζουμε και κανείς μας δεν καπνίζει;» αναρωτιόταν από μέσα του ο παππούς.

– Μη! Θα κάνεις πάλι ζημιά… φώναζε η εγγονή τους, η μαμά της μικρής.

– Έλα, κουκλίτσα μου, να σε χαϊδέψει η γιαγιούλα…

Ζωντάνεψε και η γιαγιά. Χάρηκε κι αυτή. Ανασηκώθηκε. Ξέχασε την αρρώστια της και τους πόνους. Τελικά η διεγγονούλα θρονιάστηκε στην αγκαλιά του παππού.

–   Παππού, πες μου ένα παραμύθι.

Κι εκείνος άρχισε ένα παραμύθι για μια βασίλισσα σε παλάτια με κήπους και όμορφα λουλούδια… Όλα βγαλμένα από τον νου του. Αυτοσχεδίαζε.

Τελείωσε το παραμύθι. Πλησίασε η μαμά.

– Πες γεια στην γιαγιά και τον παππού.

– Κάνει κρύο έξω. Να προσέχετε… φώναξε και η γιαγιά απ’ το ντιβάνι.

Τελείωσε η επίσκεψη. Έφυγαν όλοι. Και η δισεγγονούλα και η εγγονή και τα φανταστικά πρόσωπα του παραμυθιού. Τέρμα και το διάλειμμα χαράς για το γεροντικό ζευγάρι. Κι έμειναν πάλι μόνοι ο παππούς και η γιαγιά μέσα στο κρύο το σαλόνι.