Ένας άλλος τρόπος για την καταπολέμηση της δικτατορίας, είναι οι δημοκρατίες να προσφέρουν περισσότερα στο εσωτερικό τους, υποστηρίζει ο Τσαρλς Ντανστ στο βιβλίο «Νικώντας τους δικτάτορες: Πώς η δημοκρατία μπορεί να επικρατήσει στην εποχή των ισχυρών ανδρών» (Charles Dunst: Defeating the Dictators: How Democracy Can Prevail in the Age of the Strongman, 2023).

Το πολιτικό αδιέξοδο, η εισοδηματική ανισότητα, οι στάσιμοι μισθοί και η αυξανόμενη εγκληματικότητα, αποτελούν πρόσφορο έδαφος για τους λαϊκιστές. Ο Τσαρλς Ντανστ, σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής, προσφέρει κάποια προοπτική για τον τρόπο με τον οποίο οι δημοκρατίες μπορούν να καταπολεμήσουν την απειλή του αυξανόμενου αυταρχισμού.

Προτείνοντας λύσεις όπως βελτιωμένες δαπάνες για υποδομές και μεγαλύτερα δίχτυα κοινωνικής ασφάλειας, το βιβλίο τελικά απλοποιεί την απειλή και τις κοινωνίες που υποτίθεται ότι κινδυνεύουν από αυτήν.

Ο Τσαρλς Ντανστ φαίνεται ότι έχει βρει θιασώτες μεταξύ κάποιων μελών του Κογκρέσου των ΗΠΑ, του κοινοβουλίου του Ηνωμένου Βασιλείου και ενός αριθμού στρατιωτικού και προσωπικού εθνικής ασφάλειας.

Το βιβλίο του ξεκινά με μια συζήτηση για τη Σιγκαπούρη, την πόλη – κράτος των αυταρχικών ονείρων και του κοινού δικαίου. Ο ιδρυτής του πρωθυπουργός, Λι Κουάν Γιου (Lee Kuan Yew), έμεινε γνωστός επειδή πίστευε ότι η «τάξη» υπερισχύει του νόμου και το γνωστοποίησε ποικιλοτρόπως στους αντιπάλους του. Εντυπωσιασμένος από τον επαγγελματισμό και την αποτελεσματικότητά του, ο Ντανστ προβληματίζεται.

Οι πολιτικοί και οι θεσμοί του κράτους – πόλης λέγεται ότι είναι αδιάφθοροι. Ωστόσο, παραμένει μια αυταρχική χώρα που σκιάζεται από την ισχύουσα θανατική ποινή. Και βεβαίως λογικό εμφανίζεται το ερώτημα, πώς θα ήταν δυνατό να συνδυαστεί η οικονομική ευημερία με δημοκρατική διακυβέρνηση.

Σε αυτό το ομολογουμένως φιλόδοξο βιβλίο, ο συγγραφέας προτείνει μια σειρά λύσεων. Για να ενισχυθεί η υγεία των δημοκρατιών, θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή σε νηφάλιες, καλά βαθμονομημένες επιλογές χρηματοδότησης, διαδικασία που βελτιώνει αισθητά τα επίπεδα εμπιστοσύνης στην Κυβέρνηση.

Λαμβάνοντας υπόψη τις γενναιόδωρες αποδόσεις τους, ο Ντανστ προτείνει να ενθαρρυνθούν εκτεταμένα έργα υποδομών, αφού όπως αναφέρει η Κίνα σήμερα ξοδεύει περισσότερα για υποδομές από ό,τι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη μαζί.

Συνιστά επίσης λιγότερο αυστηρές μεταναστευτικές πολιτικές, μια πολιτική που αυτή τη στιγμή έρχεται σε αντίθεση με το συναίσθημα σε όλον τον αγγλόφωνο κόσμο και τις ευρωπαϊκές χώρες.

Είναι υπέρμαχος της βελτίωσης του δικτύου κοινωνικής ασφάλειας, αφού χωρίς αυτό, γράφει, εκείνο που ακολουθεί είναι περισσότεροι αυταρχικοί ηγέτες, λιγότεροι δημοκράτες και πάνω απ’ όλα λιγότερη ελευθερία. Κατά μια ειρωνεία, το βιβλίο αγνοεί το γεγονός ότι αρκετές πολιτικές δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Δεξιάς επιθυμούν όχι μόνο να διατηρήσουν τα δίχτυα κοινωνικής ασφάλειας αλλά και να τα ενισχύσουν.

Η επιφυλακτικότητά τους, όπως εκφράστηκε από άτομα όπως ο Βίκτορ Όρμπαν της Ουγγαρίας και η Ιταλίδα πρωθυπουργός Τζώρτζια Μελόνι, αφορά την ίδια τη μετανάστευση, την οποία θεωρούν ασυμβίβαστη με τους στόχους μιας τέτοιας ευημερίας.

Κάπως παρόμοια θα μπορούσαμε να σκεφτούμε για την Κίνα του Σι Τζινπίνγκ και τη Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν και μια σειρά ανόμοιων κρατών, όπως η Ουγγαρία, η Βενεζουέλα, το Ιράν, η Τουρκία και η Λευκορωσία.

Ωστόσο, η Σιγκαπούρη προαναγγέλλεται ως η αυταρχική εξαίρεση από την οποία μπορούν να διδαχτούν οι δημοκρατίες, οι οποίες μπορούν να κάνουν ό,τι η Σιγκαπούρη και ακόμα καλύτερα, χάρη στην εγγενή δύναμη του φιλελευθερισμού.

Αυτό που δεν αποσαφηνίζεται είναι η πιθανή απειλή από τέτοια αυταρχικά κράτη που μπορούν κάλλιστα να υπόσχονται οικονομική σταθερότητα, αλλά οι δημοκρατίες προσφέρουν, σύμφωνα με πολλούς, περισσότερη ελευθερία, ισότητα και ευκαιρίες για επιδίωξη της ευτυχίας.

Στην αντιμετώπισή τους, λέει ο συγγραφέας μάλλον αόριστα, οι δημοκρατίες, θα δείχνουν καλύτερη διακυβέρνηση στο εσωτερικό, τροφοδοτώντας περισσότερη παραγωγικότητα, ανάπτυξη και καλύτερη δημοκρατία. Τα δημοκρατικά κράτη, υποστηρίζει, πρέπει να ξεκινήσουν μια προσπάθεια δημοσίων σχέσεων, και να πείσουν τους πολίτες τους, ότι οι μετανάστες βοηθούν και δεν βλάπτουν τις κοινωνίες τους.

Η εκπαίδευση, στην περίπτωση των ιδρυμάτων ελίτ, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ, θα πρέπει να εκδημοκρατιστεί ώστε να βελτιωθεί η κοινωνική κινητικότητα. Η παράδοση της κληρονομιάς, ιδίως σε πανεπιστήμια όπως το Χάρβαρντ, θα πρέπει να τροποποιηθεί, διότι, σύμφωνα με τον Ντανστ, οι γονείς με φτωχές διασυνδέσεις, όταν βλέπουν τις κακές επιδόσεις των φοιτητών πολιτικών και χρηματιστών, θα ψηφίσουν τον επίδοξο αυταρχικό ηγέτη.

Τελικά, αν οι δημοκρατίες θέλουν να ευδοκιμήσουν ως εναλλακτικές λύσεις απέναντι σε οποιαδήποτε αυταρχική λύση, η καλή διακυβέρνηση κρίνεται απαραίτητη. Και, σε τελική ανάλυση, χρησιμοποιώντας θετικά την αυταρχική απειλή, οδηγούν σε μια τολμηρή αλλαγή της πολιτικής προς το καλύτερο!

Ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης είναι τέως διευθυντής Χειρουργικής και συγγραφέας