Έχουμε συχνά την αίσθηση, όταν διαβάζουμε μεγάλους ποιητές, ότι προφητεύουν το μέλλον και μας βοηθούν να κατανοήσουμε το παρόν. Φυσικά δεν είναι θεόπνευστοι, αλλά έχουν το χάρισμα να διεισδύουν στην ανθρώπινη ψυχή και να αποδίδουν καταστάσεις διαχρονικές.
Το ποίημα που παρουσιάζω σήμερα είναι ώριμος καρπός του ποιητή στα τελευταία χρόνια της ζωής του, τότε που είχε κατακτήσει τα μυστικά της τέχνης του και της γλώσσας. Αναφέρεται στα τέλη του 2ου π. Χ. αιώνα στην εποχή των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μια εποχή συνεχών συγκρούσεων και ανακατατάξεων. Ας δούμε το ποίημα:
Ας φρόντιζαν
Κατήντησα σχεδόν ανέστιος και πένης.
Αυτή η μοιραία πόλις, η Αντιόχεια
όλα τα χρήματά μου τα ’φαγε:
αυτή η μοιραία με τον δαπανηρό της βίο.
Αλλά είμαι νέος και με υγείαν αρίστην.
Κάτοχος της ελληνικής θαυμάσιος
(ξέρω και παραξέρω Αριστοτέλη, Πλάτωνα·
τί ρήτορας, τί ποιητάς, τί ό,τι κι αν πεις).
Από στρατιωτικά έχω μιαν ιδέα,
κι έχω φιλίες με αρχηγούς των μισθοφόρων.
Είμαι μπασμένος κάμποσο και στα διοικητικά.
Στην Αλεξάνδρεια έμεινα έξι μήνες, πέρσι·
κάπως γνωρίζω (κι είναι τούτο χρήσιμον) τα εκεί:
του Κακεργέτη βλέψεις, και παλιανθρωπιές, και τα λοιπά.
Όθεν φρονώ πως είμαι στα γεμάτα
ενδεδειγμένος για να υπηρετήσω αυτήν την χώρα,
την προσφιλή πατρίδα μου Συρία.
Σ’ ό,τι δουλειά με βάλουν θα πασχίσω
να είμαι στην χώρα ωφέλιμος.
Αυτή είν’ η πρόθεσίς μου.
Αν πάλι μ’ εμποδίσουνε με τα συστήματά τους —
τους ξέρουμε τους προκομμένους: να τα λέμε τώρα;
αν μ’ εμποδίσουνε, τί φταίω εγώ.
Θ’ απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα,
κι αν ο μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει,
θα πάγω στον αντίπαλό του, τον Γρυπό.
Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει,
πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό.
Θα με θελήσει πάντως ένας απ’ τους τρεις.
Κι είν’ η συνείδησίς μου ήσυχη
για το αψήφιστο της εκλογής.
Βλάπτουν κι οι τρεις τους την Συρία το ίδιο.
Αλλά, κατεστραμμένος άνθρωπος, τί φταίω εγώ.
Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ.
Ας φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί
να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό.
Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν.
Ένας νέος της Αντιόχειας αναπολεί τη ζωή του και σκέφτεται πώς θα προχωρήσει. Είναι μια τραγική αυτοπροσωπογραφία. Είναι «ανέστιος και πένης» όχι γιατί φταίει ο ίδιος, αλλά «η μοιραία πόλις η Αντιόχεια με τον δαπανηρό της βίο».
Έχει επιφανειακές εγκυκλοπαιδικές γνώσεις και φυσικά θα ήθελε να υπηρετήσει την πατρίδα του. Αν όμως δεν τον εκτιμήσουν, δεν θα διστάσει να απευθυνθεί σε οποιονδήποτε άλλο, έστω κι αν είναι εχθρός της Συρίας. Η συνείδησή του είναι ήσυχη για το «αψήφιστο της εκλογής». Είναι ένας κοινός καιροσκόπος που δεν φταίει σε τίποτα. Φταίει το σύστημα. Εκείνος είναι ένας ταλαίπωρος δυστυχισμένος που ζητά απλώς να μπαλωθεί. Σε τελευταία ανάλυση, ας φρόντιζαν οι θεοί να δημιουργήσουν ένα καλό ηγέτη και εκείνος μετά χαράς θα τον υπηρετούσε.
Η καυστική ειρωνεία του ποιητή, μας είναι φανερή. Απολαμβάνοντας φυσικά την ομορφιά του ποιήματος δεν μπορούμε παρά να κάνουμε κάποιους παραλληλισμούς με την εποχή μας. Ιδιαίτερα με την πολιτική επιλογή αρκετών, που αποτυπώνει την έλλειψη ιδανικών και αξιών και περιφέρονται από τον ένα χώρο στον άλλο ικανοποιημένοι για την επιλογή τους και μεταθέτοντας την ευθύνη τους.
Ο ποιητής κατορθώνει να ακούσει τις ενδιάθετες σκέψεις του ήρωά μας και να συνθέσει ένα έργο τέχνης. Ένα έργο όμως που ίσως βοηθήσει να κατανοήσουμε τι σημαίνει παρακμή και γιατί συμβαίνουν γύρω μας φαινόμενα που παλαιότερα θα μας πλήγωναν. Και δεν μιλώ μόνο για τον πατριωτισμό, αλλά για την έξαρση του ατομικισμού και τη διάλυση της κοινωνικής συνοχής. Όσοι βλέπουν το πορτραίτο τους στο ποίημα πάντα έχουν καιρό να αλλάξουν πορεία. Διαφορετικά το μέλλον θα είναι σκοτεινό. Εκτός αν ξυπνήσουν οι πολίτες και τους βάλουν στο περιθώριο.