Είμαστε μάλλον η μόνη χώρα που γιορτάζει την έναρξη των πολέμων της και όχι τη λήξη τους. Η Αντίστασή μας στους κατακτητές αποτελεί επετειακή παράδοση, που χαρακτηρίζει τους διαχρονικούς αγώνες μας για ελευθερία.  σΦέτος βεβαίως γιορτάζουμε τα διακόσια χρόνια από την εθνεγερσία του 1821 και όχι τα διακόσια χρόνια από το 1821.

Ως χρονολογία μπορεί να αποτελεί επέτειο για όλους, αλλά η γενέθλια σημασία της αφορά μόνο τους Έλληνες, οι οποίοι εξεγέρθηκαν τότε, κερδίζοντας όμως με βαρύτατο φόρο αίματος την σύγχρονη ιστορική τους υπόσταση.

Η χρονολογική απόσταση των διακοσίων ετών καταγράφει την ημερολογιακή υφή του χρόνου, επιβεβαιώνοντας τον κανόνα ότι ο φυσικός χρόνος επαναλαμβάνεται αθροιστικά.

Η επέτειος όμως της εθνικής παλιγγενεσίας μας παραθέτει ένα ιστορικό γεγονός μείζονος σημασίας και μας καλεί να κάνουμε μια αποτίμηση σήμερα για το νόημα όλων όσων συνέβησαν τότε, σε σχέση με εκείνα που συμβαίνουν τώρα. Η επέτειος άλλωστε είναι μια ημέρα ή μια περίοδος μνήμης για αξιοσημείωτα γεγονότα, θετικά είτε αρνητικά, που σημάδεψαν το παρελθόν. Πριν λίγο καιρό, για παράδειγμα, είχαμε την μαύρη επέτειο του ενός χρόνου πανδημίας στη χώρα μας. Επέτειος, που σηματοδοτεί και πάλι την έναρξη ενός ακόμα δύσκολου αγώνα για ελευθερία. Ενός αγώνα με άδηλη διάρκεια και έκβαση.

Ο «κατακτητής» βλέπετε, δεν ορίζεται μονοσήμαντα.

Όσον αφορά τώρα τη φετινή εθνική μας γενέθλια επέτειο, έχουμε χρέος όλοι να πάρουμε θέση και να αναλογιστούμε την ιστορική διάσταση του γεγονότος και να προχωρήσουμε μπροστά απομακρυνόμενοι από αυτό, αναδεικνύοντάς το ως σημείο αναφοράς και εφαλτήριο για το μέλλον.

Αν αρκεστούμε περιοριζόμενοι στην απλή ιστορική υπενθύμιση, το γεγονός θα ξεθωριάσει και θα σβήσει ή θα αποκτήσει μυθολογικά χαρακτηριστικά. Η επέτειος δεν μας γυρίζει στην αφετηρία, αλλά σηματοδοτεί το παρόν μας. Αποτελεί ένα κρίσιμο σταυροδρόμι που συναντιούνται το παρελθόν με το μέλλον, δίνοντας τον επόμενο τόνο στον ιστορικό χρόνο για τις περιόδους που ακολουθούν. Το «Εικοσιένα», από σημείο χρονικής αναφοράς του παρελθόντος, μετουσιώνεται σε στιγμή μιας νέας αφετηρίας του παρόντος, που κουβαλά μέσα της όλες τις προσδοκίες και τι ελπίδες μας για το μέλλον.

Το πλήθος των εκδηλώσεων με τις οποίες επέλεξαν οι διοργανωτές να λαμπρύνουν την ξεχωριστή φετινή μας επέτειο των 200 χρόνων, οδήγησε σε κάποιες αναπόφευκτες μάλλον υπερβολές, οι οποίες στις παραμονές της επετείου, ανέδειξαν ως πρωταγωνιστή τη γραφικότητα και όχι το ίδιο το ιστορικό γεγονός. Είναι λάθος όμως να μνημονεύουμε τα ιστορικά γεγονότα «λιβανίζοντάς» τα ως μουσειακά εκθέματα. Αντίθετα, οφείλουμε να αναδεικνύουμε τα στοιχεία τους ως καταλύτες για την επίλυση προβλημάτων του παρόντος μας. Έτσι μόνο το επετειακό εγγυάται την ιστορική μας διαχρονικότητα. Στην επέτειο του ιστορικού γεγονότος θα πρέπει να καταγράφουμε την σημασία και όχι την εικόνα του γεγονότος, καθιστώντας αυτήν την σημασία, κυρίαρχο προαπαιτούμενο για την συνέχεια του ιστορικού χρόνου.

Η εθνική μας συνείδηση άρχισε να σχηματίζεται από την απαρχή των Βυζαντινών χρόνων και με αυτήν πορευτήκαμε έως το 1821. Αυτήν την εθνική συνείδηση τροφοδοτούσαν ήθη και έθιμα, μύθοι και παραδόσεις, αλλά κυρίως η πίστη του λαού. Είναι λοιπόν καινού περιεχομένου ο λόγος περί ιστορικής συνείδησης. Αυτό επέδρασε καταλυτικά στην μεταγενέστερη νεοελληνική κοινωνία, η οποία πορεύτηκε μέσα από έναν ιστορισμό  ερμητικά κλειστό προς το μέλλον, που καθόρισε την πορεία της χώρας.

Ο πληγωμένος εγωισμός, οι πολωτικές διαιρέσεις, οι άθικτες νοοτροπίες, μπορεί να δίνουν κάποιο άλλοθι στον ιστορικό ενοχικό μας εαυτό, αλλά την ίδια στιγμή αλλοιώνουν παράφορα την αίσθηση της πραγματικότητας.

Εδώ και πάνω από μισό αιώνα στις εθνικές μας εορτές, μέσα από τα σχολικά κάδρα και τις εθνεγερτήριες ταινίες, προβάλλονται τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης (Κολοκοτρώνης, Τζαβέλας κ.α.) ως εξωραϊσμένες ιστορικές μορφές, με τις καλοσιδερωμένες φουστανέλες τους, τα γυαλισμένα γιαταγάνια τους και τα περιποιημένα μουστάκια τους. Όμως οι πρωταγωνιστές του 1821 είναι άνθρωποι με σάρκα και οστά, με πάθη και με επιθυμίες. Είναι βίαιοι στο πλαίσιο της εποχής τους, αλλά και με ευαισθησίες και με αισθήματα.

Μπορεί μεν η ιστορία (που ποτέ δεν είναι ουδέτερη ούτε απαλλαγμένη από προθέσεις), να κατέγραψε αυτούς τους ανθρώπους στις σελίδες της με έναν συγκεκριμένο τρόπο, αναπαράγοντας τις ηρωικές μορφές τους, κατά το πώς βολεύει την εθνική μας ανάγκη για ηρωισμούς, ανδραγαθήματα και αυτοθυσίες, αλλά αν κοιτάξουμε πίσω από τη «βιτρίνα» της ιστορικής καταγραφής, θα αντικρύσουμε, μίση, πάθη, εγωισμούς, φτώχεια, δυστυχία, εκδίκηση, αίμα, πόνο, αγώνα για εξουσία και επικράτηση.

Στον αγώνα του «Εικοσιένα» για ελευθερία, συνυπήρχαν η ανδρεία με την αυτοθυσία και ο διχασμός με τη διχόνοια. Οι συγκρούσεις των Ελλήνων αναμεταξύ τους δημιουργούσαν αναπόφευκτα προσκόμματα στη διεξαγωγή των στρατιωτικών επιχειρήσεων κατά των Τούρκων. Η διχόνοια λάμβανε χώρα ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η Επανάσταση, απειλώντας τον αγώνα, ενώ χάνονταν άσκοπα αγωνιστές και πυρομαχικά.

Οι πιο μαύρες σελίδες όμως της ιστορίας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, άρχισαν να γράφονται αμέσως μετά την απελευθέρωση από τον Οθωμανικό ζυγό. Το «ευχαριστώ» της ελεύθερης Ελλάδας προς τους πρωτεργάτες της απελευθέρωσης, ήταν δίκες, φυλακίσεις και ατέλειωτη φτώχεια.

Ηρωικοί αγωνιστές της Επανάστασης γυρνούσαν στους δρόμους ρακένδυτοι, ζητιανεύοντας ένα κομμάτι ψωμί, ενώ την ίδια ώρα οι εκλεκτοί του παλατιού και όσοι είχαν πρόσβαση στο φαύλο πολιτικό σύστημα της εποχής, απολάμβαναν όλα τα δικαιώματα. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης, ο εκφραστής της ελληνικής ψυχής, περιγράφει με γλαφυρότητα στα Απομνημονεύματά του, όλη αυτή την αθλιότητα.

Η πορεία που ακολουθεί το έθνος μας δεν έχει ακόμα αποκρυσταλλωθεί, με αποτέλεσμα να μην είμαστε σε θέση σήμερα να αποτιμήσουμε με ιστορικούς όρους την επίδραση του σημαντικού εκείνου γενέθλιου συμβάντος. Όσο η χώρα θα συνεχίζει να ταλαντεύεται και να παλινωδεί μεταξύ των πολλαπλών προκλήσεων, που και σήμερα εξακολουθεί να δέχεται, και των στρατηγικών της επιλογών, τόσο το «πνεύμα του «Εικοσιένα» θα παραμένει «πνεύμα», αν και αποτελεί προφανώς αδιαμφισβήτητο γεγονός.

Όσο η ελληνική κοινωνία συνεχίζει να ακροβατεί και να μετεωρίζεται, ανάμεσα σε πολιτικές σκοπιμότητες που διαιρούν και δεν ενώνουν, το νόημα του «Εικοσιένα» θα εξακολουθεί να παραμένει ρευστό. Η ιστορία πάντως μας διδάσκει πως, εμείς οι Έλληνες, κάθε φορά που κατορθώσαμε να παραμερίσουμε τη μάστιγα της φυλής μας, τα αμαρτωλά ένστικτα του διχασμού και της διχόνοιας, μεγαλουργήσαμε!

Επειδή στην επόμενη επέτειο των διακοσίων πενήντα χρόνων από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, φοβάμαι πως οι περισσότεροι από εμάς δεν θα έχουμε τη δυνατότητα να παρευρεθούμε, νομίζω ότι η φετινή επέτειος αποτελεί μια εξαιρετικά καλή και  τελευταία ίσως ευκαιρία, να σταθούμε με εντιμότητα απέναντι στην ιστορία μας, χωρίς όμως τυμπανοκρουσίες, φανφάρες και εθνικιστικές υπερβολές, χωρίς αποθεώσεις και θριαμβικές ιαχές, χωρίς θρήνους και οδυρμούς, αλλά με σύνεση, περισυλλογή και σεβασμό, φυλάσσοντας βαθιά μέσα μας ό, τι μας κράτησε όρθιους στις μεγάλες δοκιμασίες του παρελθόντος, αλλά και με τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια, ως προς τα ιστορικά δεδομένα, με μετριοπάθεια και ρεαλισμό, αλλά κυρίως με ειλικρίνεια!

Είμαστε άραγε έτοιμοι, μετά από διακόσια ολόκληρα χρόνια, να κάνουμε αυτό το βήμα;

https://moschonas.wordpress.com