Η εκδήλωση της Πέμπτης (5-8-2021) πέτυχε σε όλους τους τομείς. Μια βραδιά ιστορικής μνήμης για το Αρκαλοχώρι. Παρόντες όλοι εκείνοι που διαχρονικά έδωσαν τις δυνάμεις τους και τη ζωή τους για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ιδιαίτερα όσοι όρθωσαν το ανάστημά τους ενάντια στο φοβερό κατακτητή, μέσα στην απόλυτα ελεγχόμενη από τους Οθωμανούς περιοχή του Αρκαλοχωρίου. Μπροστάρης τους ο Κωνσταντής ο Αρκαλοχωρίτης, που πολεμούσε στις επαναστάσεις που έγιναν από το 1866 ως το 1897 και σύντριψε κατανικώντας, όπως ο Δαβίδ το Γολιάθ, τον αλαζόνα τουρκοκρητικό Μακραμέτη. Από τη βραδιά αυτή θα ξεκινήσουν οι προσπάθειες για το άγαλμά του σε μια από τις πλατείες του Αρκαλοχωρίου.  

Αλλά ποιος ήταν ο Κωνσταντής ο Αρκαλοχωρίτης;  

Ο Κωστής Αρκαλοχωρίτης ήταν ένα από 16 παιδιά του Μιχελή Λυγνού ή Μπογιατζάκη. Γεννήθηκε το 1836 και πέθανε το 1901 στο Αρκαλοχώρι, όπου και τάφηκε. Ήταν κοντός, ξανθός, γοργοπόδαρος και τόσο τολμηρός, άφοβος και σκληρός προς τους Τούρκους, που τον ονόμασαν “Τσούρλο”.    

Χρησιμοποιήθηκε στην Επανάσταση του 1866 σε επικίνδυνες αποστολές, στην α’ γραμμή ως πρωτοπαλλήκαρο του Αϊνικολιώτη το 1878 (όταν ανδραγάθησε), επίσης στην Επανάσταση του 1889 και του 1896-97. Ήταν αγνός και αφιλοχρήματος αγωνιστής, αλλά εύστροφος στο μυαλό, όπως και στο σώμα του. Για τούτο δεν εμπιστεύθηκε τον Τούρκο “φίλο” του Αλή ή Αχμετάκη ή Μακραμέτη από το χωριό Αποστόλους Πεδιάδος με τον οποίο κονταροχτυπήθηκε στον Πύργο τέλος του Απρίλη του 1878. Είχε προηγηθεί η συμπλοκή των επαναστατών με τους άτακτους Τουρκοκρήτες στο Διαμάντρι (Τούρκικο μετόχι κοντά στα Πραιτώρια), η πυρπόληση του Επαρχείου Πύργου από τους Κρήτες επαναστάτες και η σφαγή των 10 γερόντων στον Πύργο από το Μακραμέτη. 

Ο Μακραμέτης προσπάθησε να σκοτώσει τον Κωστή τον Αρκαλοχωρίτη με δολιότητα, έγινε όμως το αντίθετο: “…και γονατίζει ο Κωσταντής· και παίζει του στο μπέτη κι ανάσκελα τον ήριξε χάμαι το Μακραμέτη. Και ξανά δευτερώνει του εις το ζερβό του μάτι κι οι γιομυαλοί του πιάσανε δυο μουζουριών χωράφι…”. 

Μετά τον άθλο του που μας θυμίζει σκηνές απο την Ιλιάδα, καθώς διαβάζομε τα τραγούδια ή ακούμε τις αφηγήσεις, ο Κωστής φόρεσε τη φορεσιά και τα όπλα του Μακραμέτη, έκοψε την κεφαλή του με το ίδιο το μαχαίρι του, την έβαλε στο δισάκι του αλόγου του σκοτωμένου, το καβάλησε κι ήρθε στο Χάρακα όπου τον φιλοδώρησε ο αρχηγός Μιχ. Κόρακας. Μάλιστα έγινε κατά το έθιμο “έρανος” και του δόθηκε ως μπαξίσι ένα ποσό σεβαστό σαν την ανδρεία του. Κι έτσι έφιππος με τα λάφυρά του πήγε στις γύρω επαρχίες, για να τονώσει το ηθικό των Κρητών και να μεγαλώσει την ανδρεία τους. 

Ο Κωστής ο Αρκαλοχωρίτης, αγωνιστής ηρωικός τόσων Επαναστάσεων με το ανδραγάθημά του στον Πύργο το 1878 έγινε θρύλος. Παραμύθι και τραγούδι πρώτα – πρώτα από τον αδερφό του Αντώνη, θαυμάσιο λυράρη και τραγουδιστή. Τον συναντούμε επίσης στους στίχους του Χατζηζαχαριάδη. Φαίνεται ότι υπάρχουν και άλλες παραλλαγές που δείχνουν το θαυμασμό του λαού στην ανδρεία του ήρωα. 

Από το πολύτιμο βιβλίο του πανεπιστημιακού καθηγητή κ. Θεοχάρη Δετοράκη “Ανέκδοτα δημοτικά τραγούδια της Κρήτης”, Ηράκλειο 1976, σελ. 70, μια παραλλαγή του ιστορικού δημοτικού τραγουδιού του Κωστή του Αρκαλοχωρίτη ας δώσει με λεπτομέρειες το κλίμα της εποχής με τα γεγονότα της μονομαχίας Κωσταντή – Μακραμέτη. Σημαντική είναι ιδιαίτερα η εισαγωγή του που αποδεικνύει το ρόλο της περιοχής Αρκαλοχωρίου στους αγώνες κατά των Τούρκων και την ιστορικότητά της. 

  

Τίτλος του τραγουδιού του Κωστή του Αρκαλοχωρίτη 

Πάσα ταχιά με τη δροσιά π’ ανοίγει το λουλούδι, 

αφρουκαστήτε να σας πω του Τσούρλου το τραγούδι. 

Τραγούδι να το πάρετε και να του συχωράτε 

που σκότωσεν έναν αγά στην Κρήτη και γροικάται. 

Κοντό και δεν εκούσετε έναν κακό χαμπέρι; 

οι Τούρκοι ανεμαζώνουνται και πάνε στο Χουμέρι. 

Κι οψές εξεπορτίσανε μιαν ’κοσαριά μπουρμάδες 

και στο Χουμέρι κάτσανε να βλέπουν τσι χοτζάδες. 

Κι οι Κασανιώτες το γροικούν κι εβάλαν τ’ άρματά ντως 

τσι Τούρκους εζυγώνανε κι εγδύναν τα χωριά ντως. 

Και λένε μέσα του πασά να βγάλη όξω ασκέρι 

κι οι χριστιανοί το ζώσανε τη νύχτα το Χουμέρι. 

Κι οι Ζηντιανοί προβάλανε με κρητικά τουφέκια 

κι οι χριστιανοί δειλιάσανε, μα ’θελα μπούνε μέσα. 

Και γράφουνε του βασιλιά οι Τούρκοι αρτζιχάλι: 

– “Οι χριστιανοί αρματώνουνται κι είναι κακό το χάλι”. 

Και πάλι ξαναγράφουνε καινούργιο αρτζιχάλι: 

– “Οι χριστιανοί σηκώνουνε ’πανάσταση μεγάλη”. 

Και πέμπει τως ο βασιλιάς πενήντα μπαϊράκια 

και τ’ άρματα και τα σπαθιά να σφάξουν τα ρωμιάκια. 

Καβαλλικεύγου τ’ άλογα, κονίζουν τα σπαθιά ντως 

να σφάζουνε τσι χριστιανούς που να καή η καρδιά ντως. 

Καβαλλικεύγουν τ’ άλογα και πάνε στα Πρετόρια 

κι εσφάξανε τσι χριστιανούς κι επιάσανε τ’ αόρια. 

  

Κι ο Μακραμέτης είπενε στο άλλο μπαϊράκι: 

– “Ξανοίξετε να πιάσωμε τ’ Αρκαλοχωριτάκι”. 

Κιανείς δεν αποκρίθηκεν από τη συντροφιά ντως 

μόνο ο Μεϊμέντ Αγάς κι ήκαψε τη καρδιά ντως. 

– “Μωρέ εγώ ετσ’ άντρες δε δειλιώ μουδέ και δεν τσι λέω 

την κεφαλήν ντου στο ντρουβά αργά δα σάσε φέρω”. 

Ο μπαϊραχτάρης του ’πενε: – “Σαν είσαι αντρειωμένος 

λοϊγγια το μπεγίρι σου δα πάρης φορτωμένο. 

Μπαξίσι δα σου κάμουνε στη χώρα οι γι – αγάδες, 

σα μάσε φέρης ’τσα ρωμιό μέσα στσι κιχιλάδες. 

Μπαϊραχτάρης δα γενής, να παίρνης αϊλίκι 

σα μάσε πιάσης τον Κωστή τον Αρκαλοχωρίτη. 

Καϊμακάσης δα γενής, στη χώρα κουμαντάρης 

σα μάσε φέρης τον Κωστή, το πρώτο παλληκάρι”. 

– “Μωρ’ εγώ άντρες δε δειλιώ, Ρωμιούς και δε φοβούμαι 

και μπαϊράκι δώστε μου κι αγάδες να ’κλουθούνε 

να κάνουν τα σεϊργια μας όντε δα πολεμούμε”. 

Καβαλλικεύγουν τ’ άλογα και σάζουν τ’ άρματά ντως 

να πιάσουνε τον Κωσταντή, ν’ αλαφρωθ’ η καρδιά ντως. 

Καβαλλικεύγουν τ’ άλογα και πιάνουνε τ’ αόρια 

μα οι γι – άλλοι φοβηθήκανε και πάνε χώρια – χώρια. 

Και παίρνει το μπεγίρι ντου και κάνει και τερτίπι 

το πώς δα πιάση τον Κωστή τον Αρκαλοχωρίτη. 

– “Κατέβα, καπετάν Κωστή, κατέβα, μη φοβάσαι 

κι ώστε να στέκουν τα βουνά για πάντα δα γροικάσαι, 

και σου φωνιάζω δυνατά και δε μ’ απηλογάσαι”. 

– “Μα είντα με θες, Αμέντ Αγά και μου φωνιάζεις νά ’ρθω, 

πε μου το ό,τι δα μου πης κι ατά κοντά δα να ’ρθω”. 

– “Κατέβα, καπετάν Κωστή να κάμωμε τιγάρο 

απού τον καστρινό καπνό απού ’χω και φουμάρω”. 

– “Δεν κατεβαίνω, Αμέντ Αγά, γιατί ’σαι καβαλλάρης 

πέζεψε το μπεγίρι σου σαν είσαι παλληκάρι”. 

Πεζεύγει το μπεγίρι ντου και σάζει τ’ άρματά ντου 

ο Κωσταντής να κατεβή να βγάλη την προβιά ντου. 

Και κατεβαίνει ο Κωσταντής ωσάν το παλληκάρι 

και πέρα – πώδε ξάνοιγε μπα του ’κλουθούνε κι άλλοι. 

– “΄Ωρα καλή σου Αμέντ Αγά λέγε μου τα χαμπέρια 

είντα λογιώς επέρασες ετούτα τα σεφέρια”. 

Βγάνει τη νταμπακέρα ντου και κάνουνε τσιγάρο 

κι αρχίζει ο Αμέντ Αγάς και του ’λεγε έναν κι άλλο. 

– “Να σε ρωτήξω Κωσταντή πέ μου για τ’ άρματά σας 

απού γροικώ τα λόγια σας και σκω στα λακριδιά σας”. 

– “Μα δεν κατέχω Αμέντ Αγά μου το ’πανε κι εμένα 

τ’ άρματα που μας ήρθανε ήσανε παινεμένα”. 

– “Να σε ρωτήξω Κωσταντή μα θέλω την αλήθεια 

για τον προχθεσινό καυγά, σαν πόσοι σκοτωθήκα;” 

– “Μα δεν κατέχω Αμέντ Αγά να πω για την αλήθεια 

και Μεσαρίτες ήσανε κι εφύγανε τη νύχτα”. 

– “Να σε ρωτήξω, Κωσταντή, ο μαύρος καβαλλάρης 

που ντάρντιζε στον πόλεμο σαν τ’ άγριο λιοντάρι;” 

– “Ο Κασανιώτης ήτονε, ο καπετάν Νικόλης 

που τόνε φοβηθήκανε οι Μεσαρίτες όλοι”. 

Το Μακραμέντη κράθειενε εννιά λογιώ μεράκι. 

– “Δο μου Κωστή το σασεπό, να τόνε δω λιγάκι”. 

– “Δεν το ’χω αντέτι, Αμεντ Αγά, να δίδω τ’ άρματά μου 

κι επά ’χω την υπόληψη κι όλη την αντρειγιά μου”. 

– “Ε, δο μου σκιας τη χέρα σου να σ’ αποχαιρετήξω 

και στη Λιγόρτυνο ’ν’ τ’ ορντού να πηαίνω μην αργήσω”. 

Και δίδει του τη χέρα ντου για ν’ αποχαιρετήξη, 

του μαρτινιού ’βαλε φωθιά για να τόνε κεντήση. 

– “‘Οχι άλλο Μεϊμέντ Αγά, σαν το ’καμες τερτίπι, 

εδά δα τόνε δης μπουρμά τον Αρκαλοχωρίτη”. 

Ποπανωθιό στον Πανασσό, απού ’ν’ ο μαύρος δέτης 

τον ήριξεν ο Κωσταντής κάτω το Μακραμέτη: 

– “Πάει στο διάολο η τουρκιά μαζί με το μιλέτι”. 

Όντεν επήε των Τουρκώ στη χώρα το χαμπέρι 

πίσσα σκοτίδι γίνηκε κι ήτονε μεσημέρι. 

Δεν είδανε τα μάθια μας άντρα θεμελιωμένο 

στον πόλεμο να πορπατή να βγαίνη κερδισμένος. 

Μα ο Μακραμέτης είχενε δαιμόνους στην κοιλιά ντου, 

για κειονά του την ήβγαλε ο Τσούρλος την προβιά ντου. 

Ο ήλιος ήταν στα ψηλά, έδε χαρά στην Κρήτη 

και να ’σανε οι γι – αντρειγιές σαν τ’ Αρκαλοχωρίτη. 

  

Γεώργιος Καλογιαννάκης, ετών 90 (1971) 

Αγία Φωτεινή Μονοφατσίου