Η τελευταία «παράσταση» του Δημήτρη Λιγνάδη, δεν έπεισε κανέναν. Ούτε καν την υπουργό Πολιτισμού που τον εμπιστεύτηκε. Λίγες μέρες πριν προφυλακιστεί και ενώ μια ολόκληρη χώρα παρακολουθούσε αποσβολωμένη τις εξελίξεις, μαθαίνοντας ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για «τον βίο και την πολιτεία» του γνωστού ηθοποιού και σκηνοθέτη, εκείνος δεν έδειχνε καμία απολύτως ντροπή, ούτε μεταμέλεια.

Αντίθετα μάλιστα, με περίσσευμα υποκρισίας, υπεροψίας και ακόρεστου ναρκισσισμού, επιχείρησε να υποστηρίξει αλλά και να προβάλει την ανωτερότητά του ως ηθοποιός.

Το «μεγαλείο» της καλλιτεχνικής του φύσης. Έκανε λοιπόν μια δημόσια δήλωση αντιπερισπασμού, μιλώντας για «μεθοδευμένες επιθέσεις που προέρχονται από μέτριους ηθοποιούς και συγκεκριμένα από τον πρόεδρο του ΣΕΗ (Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών), Σπύρο Μπιμπίλα, ο οποίος συμπτωματικά και όχι αξιοκρατικά βρίσκεται στη θέση αυτή».

Είναι όμως, αν μη τι άλλο προκλητικό, να μιλάει κάποιος για αξιοκρατία,  όταν και ο ίδιος «ενθρονίστηκε» στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού μας Θεάτρου, χωρίς καμία αξιολόγηση, αλλά ως προσωπική επιλογή της φίλης του υπουργού Πολιτισμού, που τώρα εξ ανάγκης τον απαρνείται, χαρακτηρίζοντάς τον «επικίνδυνο άνθρωπο».

Η δήλωση αυτή χάθηκε γρήγορα μέσα στο παραλήρημα του άριστου δικηγόρου του, σε μια σειρά ρατσιστικών, ομοφοβικών και εκβιαστικών σχολίων του, που εκσφενδόνιζε δεξιά και αριστερά και που αναπαρήγαγαν καθ’ υπερβολή, όπως συνηθίζουν, τα μέσα ενημέρωσης.

Αξίζει όμως εδώ να σταθούμε σε αυτήν την επίμαχη δήλωση του Λιγνάδη, γιατί πιστεύω πως αποκαλύπτει αλλά και αναδεικνύει σε όλο της το μεγαλείο, την αλαζονεία ενός ανθρώπου που εμφανίζεται αμετανόητος, λίγο πριν προφυλακιστεί, κατηγορούμενος για κατά συρροή βιασμούς και για παιδεραστία.

Ο συγκεκριμένος άνθρωπος με τη δήλωσή του αυτή δείχνει ότι, όχι μόνο δεν κατανοεί την εξαιρετικά δυσμενή θέση εις την οποία βρίσκεται, αλλά δεν διστάζει κιόλας να θέτει υπό σύγκριση το δικό του καλλιτεχνικό «μεγαλείο», σε αντιδιαστολή με την μετριότητα του συναδέλφου του.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο εξαιρεί τον εαυτό του και διαχωρίζει τη θέση του από την Πολιτεία και τους νόμους των κοινών θνητών ηθοποιών, σνομπάροντας και υποτιμώντας επιδεικτικά και δημόσια το ταλέντο τους. Θεωρεί ότι εκείνος είναι ακόμα ανώτερος και χαρισματικός.

Παραβλέπει βεβαίως το γεγονός ότι η καλλιτεχνική του «ανωτερότητα» οφείλεται λιγότερο στις υποκριτικές του ικανότητες (που απ’ ό,τι φαίνεται μόνο η κυρία Μενδώνη αναγνωρίζει) και περισσότερο στις κοινωνικές του σχέσεις, στις υψηλές γνωριμίες του, στις πολιτικές του επιρροές και στις διασυνδέσεις που έχει αναπτύξει με την ελίτ της «καλής κοινωνίας».

Η υπερβολική υπεροψία τον έκανε να πιστεύει πως θα παραμείνει ατιμώρητος, να συνεχίσει να υλοποιεί τα αρρωστημένα του σενάρια. Η αριστεία που υπονοεί στη δήλωσή του και η αξιοκρατία που αναφέρει ο πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, εδράζονται στις οικογενειακές του καταβολές.

Υπήρξε άξιο τέκνο εύπορης αστικής οικογενείας, με θεατρική παιδεία, γιος επιτυχημένου κριτικού θεάτρου και συγγραφέα, ευυπόληπτου στην θεατρική «οικογένεια», με λαμπρές σπουδές και αξιοζήλευτους τίτλους απ’ όλα τα «καθώς πρέπει σχολεία» και μέχρι πρότινος αγαπημένο παιδί της κυβέρνησης. Δηλαδή, με λίγα λόγια, ένας άριστος που παραστράτησε, σα να λέμε!

Τώρα όμως η πραγματικότητα κάθε άλλο παρά τον ευνοεί. Μπροστά στο πανελλήνιο, ενσαρκώνει ό,τι πιο σκοτεινό και σάπιο υπάρχει στην ανθρώπινη κοινωνία, καθώς πρωταγωνιστεί στη δίνη ενός κυκλώνα αποκρουστικών αποκαλύψεων.

Με τη φράση του όμως αυτή που χρησιμοποιεί για να περιγράψει τον «διώκτη» του, Σπύρο Μπιμπίλα, δίνει νόημα και αξία στη μετριότητα.

Το διαπιστώσαμε αυτό από την άμεση αντίδραση ενός μεγάλου πλήθους ηθοποιών και σκηνοθετών, που αγκάλιασαν αυτόν τον χαρακτηρισμό, σπεύδοντας γρήγορα να εκφράσουν την υποστήριξή τους στο πρόσωπο του προέδρου του ΣΕΗ.

Ο άριστος του θεάτρου και δέσμιος των παθών του, με τη δήλωσή του αυτή, χωρίς να το καταλάβει ο ίδιος, ενώ επιδίωκε το ακριβώς αντίθετο, μετέτρεψε ουσιαστικά τον στιγματισμό του «διώκτη» του σε έπαινο προς αυτόν.

Έχω ξαναγράψει ότι ο Λιγνάδης δεν αποτελεί μοναδικό «φαινόμενο» στη χώρα μας.

Είναι αναμφισβήτητα το κεντρικό τραγικό πρόσωπο μιας σύγχρονης τραγωδίας που το φινάλε της έτυχε να «παιχτεί» μπροστά στο ευρύ κοινό. Παράλληλα όμως διαδραματίζονται και άλλες τέτοιες τραγωδίες στον ευρύτερο χώρο της τέχνης, με πρωταγωνιστές κάποιους επίσης άριστους στο «είδος» τους, που πολλές από αυτές εξελίσσονται στα παρασκήνια και άλλες πάλι δοκιμάζονται επί σκηνής.

Όλο αυτό που βιώνουμε το τελευταίο διάστημα, θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ως «η επανάσταση της μετριότητας», απέναντι στην ηγεμονική κουλτούρα μιας κίβδηλης αριστείας!

Πρόκειται για την επαναστατημένη αντίδραση μιας θαρραλέας ομάδας μέτριων ηθοποιών, που δεν άντεξαν στις προσβολές, στην κακοποίηση, στους εκβιασμούς και στους βιασμούς τους από κάποιους άριστους «θεατράνθρωπους», που θεωρούνταν ιερά, αλλά αποδείχτηκαν ανίερα τέρατα της υποκριτικής τέχνης, οι οποίοι κατάφεραν με διάφορες «μεθόδους» να αναρριχηθούν, από μετριότητες που ήσαν, σε πρότυπα επιτυχημένων σκηνοθετών και θιασαρχών.

Είναι η επανάσταση απέναντι στα προκαθορισμένα πρότυπα, που επιβάλλονται χωρίς αξιολογικές κρίσεις και χωρίς τα ίδια να υπηρετούν κανέναν δίκαιο σκοπό.

Είναι η επανάσταση απέναντι σε ένα σύστημα εξουσίας, που προβάλλει διαρκώς εμπόδια για τους πολλούς νέους ανθρώπους σκορπώντας απογοήτευση, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπει την αναρρίχηση για τους λίγους και εκλεκτούς.

Είναι η επανάσταση απέναντι στον κόσμο που δημιούργησε και υπέθαλψε για δεκαετίες ολόκληρες αυτή τη σαπίλα και τη διαστροφή. Έναν γερασμένο, άκαμπτο συντηρητικό κόσμο, που ακόμα και σήμερα δεν διστάζει να μας κουνάει το δάχτυλο και να μας νουθετεί!

Αυτό που ζούμε τις τελευταίες εβδομάδες στη χώρα μας, είναι μια καταρρέουσα «χιονοστιβάδα» ηθικών αξιών. Θα ακολουθήσουν και άλλες στο μέλλον, αν η κοινωνία μας εξακολουθεί να αποδέχεται και να απολαμβάνει το ρόλο του θεατή που της έχουν αποδώσει.

Σε μια κοινωνία ενάρετη και προοδευτική, οι πρωταγωνιστές των ημερών δεν θα ήταν οι άριστοι «Λιγνάδηδες», αλλά οι μέτριοι «Μπιμπίλες». Αυτοί έκαναν τη διαφορά! Εκείνοι διέθεταν τελικά το ανάστημα και το θάρρος να επαναστατήσουν. Η επανάστασή τους στέφθηκε με επιτυχία και θα δρομολογήσει εξελίξεις στο χώρο του θεάτρου.

Αυτούς τους μέτριους ηθοποιούς έχει ανάγκη σήμερα το θέατρο. Αυτοί καλούνται τώρα να το μεταμορφώσουν και να το αναγεννήσουν.

Με παρούσες όλες τις δυσκολίες που έχει δημιουργήσει η καραντίνα στο χώρο του θεάτρου, με κλειστές τις θεατρικές αίθουσες, με άγνωστο το μέλλον των ηθοποιών, πιστεύω ότι το θέατρο θα καταφέρει τελικά να αναγεννηθεί και να μεταμορφωθεί σε έναν περισσότερο φωτεινό καλλιτεχνικό χώρο, από αυτόν που είναι σήμερα. Εξάλλου, εκείνο που χαρακτηρίζει το θέατρο είναι το φως και όχι το σκοτάδι. Η αρχή πάντως έγινε.

https://moschonas.wordpress.com