Για τη σημασία του οξύτατου δημογραφικού προβλήματος της χώρας, έχουν ειπωθεί πολλά και θα γραφτούν περισσότερα μελλοντικά. Ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώνεται σταδιακά και σταθερά, και στους έχοντες στοιχειώδη λογική και ευαισθησία προκαλεί σοβαρούς προβληματισμούς.
Ακόμα και στον τελευταίο μεγάλο πόλεμο οι γεννήσεις ήταν περισσότερες από τις σημερινές και αυτό λέει πολλά. Κάθε χρόνο λοιπόν χάνεται, αριθμητικά, μία πόλη μέσου μεγέθους από την Ελλάδα. Το χειρότερο είναι ότι οι κυβερνώντες έχουν επιλέξει, σιωπηλά βεβαίως, την σταδιακή αντικατάσταση των Ελλήνων από μετανάστες, χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψιν τους τις γνώμες των ανθρώπων που ασχολούνται με το συγκεκριμένο ζήτημα, ούτε τις απώτερες κοινωνικές επιπτώσεις.
Δεν συζητάμε για το μισό εκατομμύριο νέους και ταλαντούχους επιστήμονες που οι πολιτικοί μας επέτρεψαν με τον τρόπο τους τις προηγούμενες δεκαετίες να ξενιτευτούν (brain drain) και από τους οποίους, ελάχιστοι θα επιστρέψουν πίσω.
Ο πληθυσμός μειώνεται συνεχώς και γερνά, προκαλώντας σοβαρούς δημογραφικούς προβληματισμούς. Με τις καλύτερες προοπτικές για τον πληθυσμό της χώρας, οι εκτιμήσεις όλων είναι ότι στις αρχές του επόμενου αιώνα, η Ελλάδα θα αριθμεί κάπου επτά εκατομμύρια κατοίκους, ένα εφιαλτικό, σενάριο όχι επιστημονικής φαντασίας, αλλά απτή πραγματικότητα και χαμηλότερο από εκείνον του 1950.
Η ερημοποίηση της υπαίθρου, παράλληλα, η οποία παρατηρείται τα τελευταία χρόνια φαντάζει ως μη αναστρέψιμο γεγονός. Κι αυτό γιατί η σύγχρονη τάση είναι η εγκατάσταση σε κωμοπόλεις ή σε μεγαλύτερες πόλεις των νομών. Και το χειρότερο όλων είναι το γρήγορο κλείσιμο των σχολείων και πολλών άλλων ανάλογων υπηρεσιών από την επίσημη πολιτεία με τα γνωστά ανίκανα επιχειρήματα.
Είναι συχνές οι ανησυχίες των εναπομεινάντων στα χωριά μας, στα βουνά και τα απόμακρα νησιά, όπως είναι γνωστές και οι απαντήσεις των πολιτικών, ή οι στοχευμένες, όπως ισχυρίζονται, αλλά επιπόλαιες ενέργειές τους. Ανυπαρξία στοιχειωδών καλύψεων και κρίσιμων υποδομών που αφορούν την καθημερινότητά τους, ειδικότερα κατά τους χειμερινούς μήνες.
Μόνο λύπη προκαλεί όταν κάποιος αντικρίζει τα χωριά που κάποτε ανθούσαν, να αποπνέουν απαξίωση και προκλητική αίσθηση εγκατάλειψης από τους πρώην κατοίκους τους. Όσοι έζησαν τις δεκαετίες ’70 και ’80 φέρνουν μαζί τους υπέροχες, νοσταλγικές αναμνήσεις από μια επαρχία που ήταν ένας υπέροχος ζωντανός οργανισμός, ακόμα και στους πλέον απομακρυσμένους ορεινούς και νησιωτικούς οικισμούς της χώρας.
Μια καλή ιδέα, λοιπόν, για κάποια μερική αντιμετώπιση του προαναφερόμενου προβλήματος θα ήταν η εκ νέου ανάπτυξη της εγκαταλειμμένης επαρχίας, των χωριών που στο μεγαλύτερο ποσοστό μαραζώνουν αργά και σταθερά. Σε κάποιους ορεινούς δήμους με ερημωμένα χωριά, έγιναν εστιασμένες προσπάθειες ανάταξης του φαινομένου με πρόσκληση νέων οικογενειών και με ικανοποιητικές διευκολύνσεις για μόνιμη εγκατάσταση και ανάπτυξη της περιοχής τους, αλλά δεν αρκεί.
Οι κάτοικοι φεύγουν γιατί στους χειμερινούς μήνες μένουν ολοένα και λιγότεροι και παντελώς απροστάτευτοι από τις όποιες στρεβλώσεις της παραμονής τους σε έρημα τοπία. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα και χιλιοειπωμένη η κατάσταση στα μικρά μας νησιά, ειδικά στη χειμερινή περίοδο.
Ο λόγος που αναφερόμαστε στους μικρούς οικισμούς είναι ότι, κατά την προσωπική μας γνώμη, μόνο εκεί, καλώς ή κακώς, μπορεί να υπάρξουν σημεία ανάκαμψης της μείωσης του ελληνικού πληθυσμού. Εκεί τα παιδιά μεγαλώνουν καλύτερα και με μεγαλύτερη άνεση απ’ ότι στις πόλεις.
Αλλά η ανάπτυξη αυτών των τοποθεσιών απαιτεί σχολεία, στοιχειώδη ιατρική περίθαλψη και όλα όσα γνωρίζουμε. Υποδομές χρειάζεται η ελληνική επαρχία, ουσιώδη κίνητρα για επανακατοίκηση των χωριών, και όχι επιδόματα στα οποία προσφεύγουν οι τελευταίες κυβερνήσεις μας. Η ανάταξη του δημογραφικού μας προβλήματος, συνδέεται στενά με την ανάπτυξη της επαρχίας, ειδάλλως, θα το αντιμετωπίσουν οι ανεύθυνοι και αδιάφοροι πολιτικοί μέσω της αντικατάστασης των κατοίκων με αλλότριους και μετανάστες, με ότι συνεπάγεται αυτό.
Όμως στο λυπηρό φαινόμενο της ερημοποίησης των ιστορικών χωριών της χώρας, αναμφίβολα σημαίνοντα ρόλο έπαιξαν η αστυφιλία και η «κακοήθης» ευμάρεια των νέων μας τα τελευταία χρόνια, μια παρατήρηση η οποία, φαινομενικά, ξεφεύγει του σκοπού του παρόντος σημειώματος.
Ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης είναι τέως διευθυντής Χειρουργικής και συγγραφέας