Του Γιάννη Γ. Τσερεβελάκη

Μεγάλη η εορτή της Κοιμήσεως της Παναγίας Μητέρας του Θεού, δεσπόζει του Αυγούστου και τον χαρακτηρίζει, καθώς βρίσκεται ακριβώς στο μέσον του. «Κοίμηση» ή «μετάσταση στους ουρανούς» αποκαλεί η Ορθόδοξη Εκκλησία την εκδημία της Παναγίας, επειδή Εκείνη πέθανε, βέβαια, ως άνθρωπος, αλλά στον τάφο έμεινε μόνο για τρεις μέρες κι έπειτα «μετέστη» στους ουρανούς, δηλαδή «μετακινήθηκε, μετέβη, άλλαξε τόπο»:  από τη γη μετέβη στους ουρανούς, δίπλα στον Υιό Της. Όμως η «μετάσταση» αυτή δεν ήταν απλώς τοπική. Ήταν ταυτόχρονα και τροπική: η Παναγία «μετέστη προς την ζωήν», δηλαδή από τον κόσμο της φθαρτότητας και του θανάτου μετακινήθηκε στον κόσμο  της ζωής, στον κόσμο της αιωνιότητας του Θεού, εκεί όπου η φθαρτότητα και ο θάνατος δεν υφίστανται. Επομένως, η Παναγία δεν πέθανε, αλλά «εκοιμήθη» και έπειτα από τρεις μέρες μετέβη «εν σώματι» σε έναν άλλο τρόπο του βίου:  τον τρόπο της αθάνατης βιοτής.

Γιατί, όμως, συνέβη αυτό στην Παναγία; Τι είχε δηλαδή η ταπεινή Μαριάμ από τη Ναζαρέτ, ώστε να αξιωθεί αυτής της μεταστάσεως προς την όντως ζωή; Η απάντηση στο ερώτημα μπορεί να δοθεί, αν αναλογιστούμε το ρόλο της Παναγίας στο έργο της σαρκώσεως του Λόγου του Θεού, του Ιησού Χριστού. Ωστόσο, πριν από αυτό πρέπει να σκεφτούμε γιατί η Παναγία έγινε το δοχείο της χάριτος, δηλαδή η γυναίκα που επέλεξε ο Θεός, για να λάβει σάρκα από τη σάρκα Της ο Θεός Λόγος και να γεννηθεί από Αυτήν ο Σωτήρας του κόσμου, ο Χριστός. Κατά τον άγιο Νικόλαο τον Καβάσιλα (μεγάλο θεολόγο που έζησε τον 14ο αιωνα), η Σάρκωση και Γέννηση του Χριστού από την Παρθένα Μαρία δεν ήταν έργο μόνο της θελήσεως του Πατρός και της επενέργειας του Αγίου Πνεύματος αλλά και της θελήσεως και της πίστεως της Παναγίας. Αυτό σημαίνει ότι, αν η Παναγία δεν ήθελε, ο Χριστός δεν θα λάμβανε σάρκα από Αυτήν. Μάλιστα ο άγιος Νικόλας ο Καβάσιλας, προκειμένου να δείξει την ενεργητική συμμετοχή της Παναγίας στο έργο της σαρκώσεως του Λόγου, χρησιμοποιεί δυο μετοχές δανεισμένες από τον Αριστοτέλη: ο Χριστός δανείζεται την σάρκα «παρ’ εἰδυίας καὶ βουλομένης» της Μαρίας, δηλαδή από τη Μαρία που και επίγνωση είχε της πράξης της και ήθελε να δανείσει τον εαυτό Της, ώστε να λάβει σάρκα από αυτήν ο Θεός. Η Παναγία γίνεται Μητέρα του Θεού με τη θέλησή Της, όχι κατόπιν εξαναγκασμού, αλλά με μια απόφαση που έλαβε ελεύθερα, όπως και ο Χριστός σαρκώθηκε κι έγινε άνθρωπος εκουσίως και χωρίς να υποταχθεί σε καμιά αναγκαιότητα.

Για να λάβει χώρα αυτό το μέγα μυστήριο της Σαρκώσεως του Θεού, η Παναγία έπρεπε να είναι τέλεια σε όλα: και σωματικά και στο νου και στη θέληση και γενικά σε όλη της την ύπαρξη. Η πιο μεγάλη αρετή Της ήταν η πίστη, όπως αποκαλύφθηκε με το γεγονός ότι πίστεψε και αποδέχτηκε τον παράδοξο λόγο του αγγέλου την ημέρα του Ευαγγελισμού. Πόσο εύκολο, αλήθεια, ήταν να πιστέψει η μικρή κόρη από τη Ναζαρέτ ότι επρόκειτο να έλθει στον κόσμο ο Θεός να φροντίσει για τη σωτηρία των ανθρώπων και ότι αυτή θα ήταν ικανή να διακονήσει ενεργητικά αυτό το έργο; Κι όμως, η Παναγία, αφού ζήτησε εξηγήσεις από τον άγγελο, πείστηκε, αποδείχνοντας ότι γνώριζε καλά τον εαυτό Της και ότι η ενεργητική συμμετοχή Της στο έργο της σωτηρίας ήταν ό, τι πιο μεγάλο και σπουδαίο μπορούσε να επιθυμήσει.

Αλλά η Μαρία είχε μέσα Της κι άλλους θησαυρούς. Να πώς τους παρουσιάζει ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας: Βίος πανάμωμος, ζωή πάναγνος, ἄρνησις κακίας ἁπάσης, ψυχὴ καθαρωτέρα φωτός, σῶμα διὰ πάντων πνευματικόν, ἡλίου φαιδροτερον, οὐρανοῦ καθαρώτερον, θρόνων χερουβικῶν ἱερώτερον* νοῦ πτερὸν οὐδενὸς ἡττώμενον ὕψους, εἴ τι καὶ πτερὸν ἀγγέλων, καὶ τοῦτο κάτω τιθέντος*  θεῖος ἔρως τὸ τῆς ψυχῆς ἐπιθυμητικὸν ἅπαν εἰς ἑαυτὸν ἁναλώσας*  Θεοῦ κατοχή, Θεοῦ συνουσία, κτιστοῦ παντὸς ἐπέκεινα λογισμοῦ».  Με όλες τούτες τις αρετές η Μαρία ήταν «καινή τις καὶ κρείττων φύσεως ἀνθρωπίνης», δηλαδή ήταν πρωτοφανής και ανώτερη από την ανθρώπινη φύση, γράφει και πάλι ο άγιος  Νικόλαος ο Καβάσιλας). Η Παναγία είχε φθάσει στην κορυφή της αγιότητας, στην κορυφή της αρετής. Από όλα αυτά φαίνεται ότι ο Θεός διάλεξε ως μητέρα Του όχι την καλύτερη ανάμεσα στους υπάρχοντες ανθρώπους, αλλά την απόλυτα καλύτερη, την άριστη.

Η Παναγία, λοιπόν, ήταν ο τέλειος, ο άριστος άνθρωπος. Γι’ αυτό και αξιώθηκε να γίνει Μητέρα του Θεού και ως τέτοια να αναστηθεί την τρίτη ημέρα από την Κοίμησή Της και να μεταστεί στην όντως ζωή, κοντά στον Υιό της, που είναι «ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή». Η Παναγία είναι γι’ αυτό ο νέος ουρανός και η νέα γη: νέα γη, επειδή ως άνθρωπος υπερέβη στην αρετή και την πίστη τους προγόνους Της και άνοιξε νέους δρόμους στις ανθρώπινες δυνατότητες, και νέος ουρανός, γιατί βρίσκεται πέρα από τα γηρατειά, τη φθορά και το θάνατο.

Κι όμως, η Παναγία δεν ήταν υπεράνθρωπος. Ήταν ένας άνθρωπος, όπως όλοι μας. Ωστόσο, αυτό δεν την κράτησε δέσμια των μικροτήτων και των κακιών που συναντούμε στη ζωή. Νίκησε την αμαρτία, ξεπέρασε τις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης. Δεν έστρεψε την προσοχή Της στα μικρά και ασήμαντα, δεν προσηλώθηκε στα κοσμικά και εφήμερα, αλλά επικεντρώθηκε στα μεγάλα και σημαντικά: στην πίστη και την κατά Θεόν αρετή. Αυτή η μεγάλη αλήθεια δείχνει τις δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης, φτάνει ο άνθρωπος να καθαρίσει τον εαυτό του, στρεφόμενος  ελεύθερα και με εμπιστοσύνη στο Θεό. Η Παναγία αποτελεί απόδειξη του μεγαλείου του ανθρώπου, αφού, όπως το δείχνει η ζωή Της,  η ανθρώπινη φύση γίνεται ικανή να δώσει σάρκα στον ίδιο το Θεό!

Εντέλει, η Κοίμηση της Παναγίας αποτελεί την πιο τρανή διακήρυξη της λαμπρότητας του Προσώπου Της και αναδεικνύει το ρόλο Της, δηλαδή το ρόλο του ανθρώπου, στο έργο της σωτηρίας. Η θεία Κοίμησή Της και η μετάστασή Της στον ουρανό αποδεικνύουν ότι όντως η Παναγία είναι Θεογεννήτρια, είναι η χώρα του Αχωρήτου. Η Παναγία ήταν άνθρωπος και ως άνθρωπος έπρεπε να πεθάνει και η ψυχή Της να χωριστεί από το σώμα. Ωστόσο, ο χωρισμός αυτός υπήρξε προσωρινός, αφού τρεις μέρες αργότερα αναχώρησε κι αυτό κι ενώθηκε με την αγία ψυχή Της. Έπρεπε και η Παναγία να διέλθει από όλους τους δρόμους που πέρασε και ο Χριστός, να λάμψει ανάμεσα και στους ζωντανούς και στους νεκρούς και να αγιάσει δια μέσου όλων την ανθρώπινη φύση, προτού μεταστεί με όλη της την ύπαρξη (σωματικά και ψυχικά) στον αρμόζοντα τόπο, όπως γράφει και πάλι ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας. Και συνεχίζει: «Δέχτηκε έτσι (το σώμα) για λίγο ο τάφος, το παρέλαβε δε και ο ουρανός, αυτό το πνευματικό σώμα, την καινή γη, το θησαυρό της ζωής μας, το πιο σεβαστό κι απ’ τους αγγέλους, το πιο άγιο κι απ’ τους Αρχαγγέλους. Ξαναδόθηκε έτσι ο θρόνος στο βασιλιά, ο παράδεισος στο ξύλο της ζωής, ο δίσκος στο φως, στον καρπό το δέντρο, η Μητέρα στον Υιό, αξία καθ’ όλα αντιπρόσωπος του ανθρώπινου γένους».

Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης