Το κίνημα που εκδηλώθηκε τη νύχτα της 28ης προς την 29η Ιουλίου 1938, μπορεί να είχε μικρή διάρκεια, ωστόσο, αιφνιδίασε τον δικτάτορα, προκάλεσε μεγάλη ανησυχία στην κυβέρνησή του και τον υποχρέωσε, τελικά, να εγκαταλείψει τις μεγαλοστομίες και να έρθει -μέσω διαφόρων προσώπων- σε συμφωνία με τους περισσότερους ηγέτες του κινήματος για να εγκαταλείψουν τη χώρα.
Ο μόνος από τους επικεφαλής του Κινήματος που ούτε πιάστηκε από τη δικτατορία ούτε έφυγε ήταν ο Λακκιώτης στρατηγός Εμ. Μάντακας, ο οποίος γύριζε για περισσότερα από δύο χρόνια φυγόδικος στα Λευκά όρη, ενώ φυσικά αρνήθηκε τις προτάσεις να φύγει από τη χώρα
´Εγώ νομίζω ότι ήτανε ένας αμοιβαίος συμβιβασμός ανάμεσα στη δικτατορία και τα κυριότερα αστικά κόμματα, με επέμβαση και εξωελληνικών παραγόντων για αποφυγή, όσο εξαρτάται απ’ αυτούς, μελλοντικά κάθε μαζικής λαϊκής αντιδικτατορικής εκδήλωσης», έγραψε στα Απομνημονεύματά του ο Βαφειάδης.(1)
Το ένοπλο κίνημα της Κρήτης έχει ακόμα μία διάσταση: ήταν η μεγαλύτερη λαϊκή εξέγερση κατά της δικτατορίας του Μεταξά, αποτέλεσμα της ενωτικής δράσης των αντιδικτατορικών δυνάμεων, που κατάφεραν να παραμερίσουν, έστω πρόσκαιρα, τις μεγάλες διαφωνίες τους, κυρίως για τον ρόλο του βασιλιά.
Είναι γεγονός, ότι στα τέλη του έτους συγκροτήθηκε Αντιδικτατορικό Μέτωπο, με συμμετοχή όλων των κομμάτων και προχώρησε η οργάνωση των αντιδικτατορικών δυνάμεων στην Κρήτη, ιδιαίτερα στα Χανιά.
Βενιζελικοί, κομμουνιστές, ανεξάρτητοι δημοκρατικοί, ενωμένοι ήθελαν να αγωνιστούν για την ανατροπή της βασιλομεταξικής τυραννίας.(2)
Από τους αστούς πολιτικούς, ο παλιός πολιτευτής των Χανίων, ανιψιός του Βενιζέλου, Αριστομένης Μητσοτάκης, ο πολιτευτής των Σφακίων Μ. Βολουδάκης, ο δήμαρχος Χανίων Μουντάκης κ.ά. και οι κομματικές οργανώσεις της Κρήτης είχαν συνεχή επαφή με τα κόμματα στην Αθήνα.
Τότε αρχίζει να εξετάζεται η οργάνωση αντιδικτατορικής εξέγερσης στην Κρήτη, με ταυτόχρονες εκδηλώσεις στην πρωτεύουσα και άλλες πόλεις. Πάντως, τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο του 1938, σε μια σύσκεψη Δημοκρατών αρχίζει να σχεδιάζεται η οργάνωση ένοπλης εξέγερσης.
Στο μεταξύ, όμως, ειδοποιούνται από την Αθήνα να αναβληθεί το κίνημα, επειδή είχαν γίνει πολλές συλλήψεις μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα κινήματος των στρατηγών Τσαγγαρίδη και Ματάλα, που βρίσκονταν σε συνεννόηση με τον Γεώργιο Παπανδρέου. Τότε αποφασίζεται να προετοιμαστεί η εξέγερση για το καλοκαίρι.
Το σχέδιο είχε εκπονηθεί από τον «βενιζελικό» στρατηγό Αχιλλέα Πρωτοσύγκελο. Σύμφωνα με αυτό, μόλις θα ξεσπούσε η ένοπλη εξέγερση στην Κρήτη θα ζητούνταν από τον βασιλιά να αντικαταστήσει την κυβέρνηση Μεταξά.
Εάν ο βασιλιάς αρνούνταν, θα έπρεπε το κίνημα να διατηρηθεί λίγες ημέρες για να γίνει η κινητοποίηση αντιδικτατορικών δυνάμεων στην υπόλοιπη Ελλάδα.(4). Ωστόσο, οι κινήσεις του Πρωτοσύγκελου είχαν γίνει αντιληπτές από τις αρχές Ασφαλείας της δικτατορίας.
Ωστόσο, στην Κρήτη συνεχίζονται οι προετοιμασίες του κινήματος. Ο Αρ. Μητσοτάκης, χωρίς φυσικά να γνωρίζει ότι ο Πρωτοσύγκελος και οι συνεργάτες του βρίσκονται στα «δίχτυα» της Ασφάλειας του Μανιαδάκη, διαβεβαιώνει τους άλλους δημοκρατικούς παράγοντες ότι «η πυρκαγιά της Κρήτης θα εξαπλούτο ταχέως εις ολόκληρον την Ελλάδα».
Έτσι, πείθονται και οι πιο διστακτικοί και προσχωρούν στο κίνημα, ενώ ειδοποιείται να προετοιμαστεί και ο στρατηγός Μάντακας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, στις 25 Ιουλίου γίνεται συνεδρίαση της Αντιδικτατορικής Επιτροπής, στην οποία αν και διαπιστώνεται ότι δεν έχει γίνει προετοιμασία σε Ρέθυμνο και Ηράκλειο αποφασίζεται το κίνημα να γίνει τη νύχτα της 28ης προς την 29η Ιουλίου, μοιράζονται μεταξύ των ομάδων οι τομείς που θα καταληφθούν.
Το πρωί της 28ης Ιουλίου γίνεται μια τελευταία σύσκεψη στο ιατρείο του Γιάννη Μουντάκη, που βρισκόταν στο κέντρο της παλιάς πόλης, κοντά στην πλατεία της Σπλάντζιας (σημερινή πλατεία 1821).
Πώς εξελίχθηκε το κίνημα
Το ίδιο βράδυ ξεκίνησε η λαϊκή επανάσταση «…την καθορισμένη μέρα και μέχρι τις 12-1 η ώρα τα μεσάνυχτα, στους ελαιώνες είχαν συγκεντρωθεί πάνω από 400 ένοπλοι και πολλοί άοπλοι», γράφει ο Μάρκος Βαφειάδης.
«…Τα ντουφέκια και τα περίστροφα που κρατούν, λες και λεηλατήθηκαν από συλλογή μουσείου. […] Μερικά είναι τόσο σκουριασμένα, που είναι ζήτημα αν παίρνουν φωτιά. Από σφαίρες πολύ λίγες. Μετρημένοι αυτοί που είχαν φυσεκλίκια γεμάτα», γράφει ο Β. Χατζηαγγελής. Και αναφέρει ότι οι χωρικοί διέθεταν τα εξής όπλα:
«Μάλλιγχερ, μακριά και κοντά». Πρόκειται για τα «Μάνλιχερ», τύπος επαναληπτικού τουφεκιού, με περιστροφικό γεμιστήρα, «γκράδες και γκραδάκια». Το τουφέκι «Γκρα» υπήρχε στον ελληνικό στρατό σε τρεις εκδόσεις: το μακρύκαννο τυφέκιο πεζικού, τη μεσαίου μεγέθους αραβίδα του ιππικού και το βραχύκαννο του πυροβολικού.
«Μάουζερ (= τυφέκιο), Τίλεμπελ [προφανώς εννοεί το τουφέκι πεζικού Lebel], τσιφτέδες (τσιφτές = δίκαννο κυνηγετικό όπλο), κυνηγετικά διάφορα». «Όσοι δεν έχουν όπλα κρατούν κατσούνες (= μαγκούρες βοσκών) και σπαθοράβδια», συμπληρώνει ο ίδιος.
Με την εμφάνιση των ένοπλων χωρικών γίνονται μερικά μικροεπεισόδια με χωροφύλακες και ακολουθούν κινήσεις για να εξοπλιστούν άοπλοι. Ο Βαφειάδης αναφέρει ότι «άνοιξαν» ένα οπλοπωλείο «απ’ όπου πάρθηκαν μερικά όπλα», ενώ ο Χατζηαγγελής γράφει ότι παραβιάστηκε ο Σκοπευτικός Σύλλογος, απ’ όπου αφαιρέθηκαν περίπου 15 «Μάνλιχερ» και πάνω από δύο χιλιάδες σφαίρες.
Σύμφωνα με την κατανομή των αρμοδιοτήτων, η Οργάνωση, χωρίς να βρει αντίσταση, κατέλαβε το στρατόπεδο του Συντάγματος και τα γραφεία της Μεραρχίας, ενώ άλλες ομάδες κατέλαβαν το τηλεγραφείο και τον ασύρματο, στις Μουρνιές.
Με την κατάληψη των στρατώνων αφαιρέθηκαν όπλα από τις αποθήκες. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, που συντάχθηκε αργότερα, αφαιρέθηκαν περίπου 800 όπλα.
Ο Χατζηαγγελής, που με την ομάδα του κατέλαβε το τηλεγραφείο, μαθαίνει ότι στο Ηράκλειο και στο Ρέθυμνο δεν έγινε καμία κίνηση και στα Σφακιά η χωροφυλακή σταμάτησε το καΐκι που επρόκειτο να πάει στη Γαύδο για να απελευθερώσει τους εξόριστους. Είναι τα πρώτα κακά νέα.
Στις 7 το πρωί γίνεται η πρώτη συνεδρίαση της Επαναστατικής Επιτροπής, με τη συμμετοχή του στρατηγού Μάντακα.
Γίνεται μια πρώτη ανασκόπηση της κατάστασης, διαπιστώνεται ότι έχουν καταληφθεί όλοι οι χώροι-στόχοι αλλά φτάνει η πληροφορία από τον ασύρματο ότι πουθενά άλλου δεν έγινε καμία ενέργεια.
Τελικά, αποφασίστηκε να γίνει ένα μεγάλο συλλαλητήριο.
Τρεις ώρες αργότερα γίνεται μια νέα, διευρυμένη σύσκεψη με μεγάλη συμμετοχή. Ο Χατζηαγγελής σημειώνει απλά ότι «εδώ ήταν απαρτία. Δεν έλειπε ούτε το Λαϊκό Κόμμα».
Σε αυτή τη συνάντηση διαβάστηκε το διάγγελμα που είχαν ετοιμάσει. Το σημείο που προκάλεσε έντονες διαφωνίες ήταν η αναφορά-πρόσκληση προς τον βασιλιά να ανατρέψει την κυβέρνηση.
Η επίμαχη φράση ήταν η εξής: «Στρατός και λαός αδελφωμένοι […] απευθύνεται προς την Α.Μ. τον βασιλέα και ζητούν την άμεσον απομάκρυνσιν της τυραννικής κυβερνήσεως Μεταξά, την αποκατάστασιν του κράτους του νόμου και των λαϊκών ελευθεριών και τον σχηματισμόν Κυβερνήσεως Εθνικής Σωτηρίας».
Πριν ακόμα διαλυθεί ο κόσμος, εμφανίστηκαν δυο αεροπλάνα που έριχναν προκηρύξεις, οι οποίες έγραφαν πως σ’ όλη την Ελλάδα επικρατεί ησυχία κ.λπ., ενώ ομάδες χωροφυλάκων άρχιζαν ενέργειες για την καταστολή του κινήματος και την ανακατάληψη των δημόσιων υπηρεσιών.
Στη 1 το μεσημέρι ο Γενικός Διοικητής (Υπουργός) Κρήτης Π. Σφακιανάκης έστελνε στον Μεταξά το παρακάτω τηλεγράφημα:
«Γενική Διοίκησις, Σύνταγμα και λοιπά δημόσια καταστήματα ανεκαταλήφθησαν, στασιασταί διελύθησαν». Η ρίψη των προκηρύξεων ήταν η πρώτη ενέργεια που έκανε ο Μεταξάς μόλις ενημερώθηκε για το κίνημα.
Αρχικά, όπως γράφει και στο Ημερολόγιό του, επικοινώνησε με τον Γεώργιο, που παραθέριζε στην Κέρκυρα, και αφού πήρε την έγκρισή του για τη βίαιη καταστολή του κινήματος έκανε προετοιμασίες… πολέμου απέναντι στην Κρήτη.
Συγκεκριμένα, διέταξε να αναχωρήσει αμέσως για την Κρήτη ένα αντιτορπιλικό και το επιταγμένο επιβατηγό «Πολικός», στο οποίο επιβιβάστηκε διλοχία πεζικού και δύναμη χωροφυλακής.
Παράλληλα, διατάχθηκε να καταπλεύσει στη Μήλο ολόκληρος ο στόλος αντιτορπιλικών συνοδευόμενος από σμήνος υδροπλάνων, ώστε να ξεκινούν εκεί τις επιχειρήσεις για την Κρήτη και, τέλος, προετοιμάστηκε η αποστολή μιας μεραρχίας.(8)
Μετά την καταστολή του κινήματος εξαπολύθηκε ένα μεγάλο κύμα τρομοκρατίας. Πάνω από 1.000 Χανιώτες πιάστηκαν, φυλακίστηκαν και κακοποιήθηκαν και ανάμεσα σ’ αυτούς πολλά γυναικόπαιδα.
Στήθηκαν έκτακτα στρατοδικεία, στα οποία οι κατηγορούμενοι χωρίστηκαν σε τρεις σειρές. Η πρώτη δίκη άρχισε στις 17 Αυγούστου και η τελευταία απόφαση εκδόθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου.
Σε θάνατο καταδικάστηκαν μόνο οι φυγόδικοι ηγέτες της επανάστασης, ενώ σε 120 άτομα επιβλήθηκαν διάφορες ποινές κάθειρξης και φυλάκισης.
Στόχος του δικτάτορα και των προστατών του, Άγγλων, ήταν να απομακρύνουν από την Κρήτη και την Ελλάδα τους δημοκρατικούς ηγέτες του κινήματος, διότι έτρεμαν ότι από στιγμή σε στιγμή ήταν δυνατό να αντιμετωπίσουν ακόμα μεγαλύτερη εξέγερση.
Ο αρχικός προορισμός των κινηματιών ήταν η Αίγυπτος, αλλά τελικά κατέληξαν στην Κύπρο, απ’ όπου επέστρεψαν μετά την απελευθέρωση.