Τα πρόσφατα γεγονότα στη Συρία ήταν επόμενο ότι θα οδηγούσαν σε πληθώρα δύσκολων, αλλά αναπάντητων για την ώρα ερωτημάτων, που αφορούν πολλούς στην διεθνή σκηνή. Ένα απ’ αυτά σχετίζεται με την συμπεριφορά της Τουρκίας εξ’ αιτίας του φόβου της όσον αφορά τους Κούρδους της Συρίας, τους οποίους πάντα φοβόταν για πιθανή εξέγερσή τους.
Τα δύο, περίπου, εκατομμύρια Κούρδοι εκεί έχουν κάθε λόγο να απεχθάνονται τον Μπασάρ αλ Άσαντ, αφού το καθεστώς καταπίεζε επί μακρόν την ταυτότητά τους και υπήρχε μεγάλος αριθμός Κούρδων ακτιβιστών μεταξύ εκείνων που εξέρχονταν εξαθλιωμένοι και παραπαίοντες από τα μπουντρούμια του στυγνού καθεστώτος.
Αλλά ακόμη και όταν οι Κούρδοι πανηγύριζαν αλαλάζοντας και αναποδογύριζαν αγάλματα, η σκιά της περαιτέρω βίας έριχνε ένα περίεργο αόρατο πέπλο πάνω από τους εορτασμούς, ειδικά τώρα που η Τουρκία, αναδεικνύεται ως μια από τις κυρίαρχες ξένες δυνάμεις στη νέα Συρία που ανατέλλει προοδευτικά στον ορίζοντα.
Με τις ρωσικές δυνάμεις να αποσύρονται ευρισκόμενες σε αναστάτωση, αποδιοργάνωση και σύγχυση, την Ουάσιγκτον να δείχνει αβέβαιη για τη συνέχεια και την Τεχεράνη να ευνουχίζεται από το Ισραήλ, ο Ερντογάν φαίνεται να είναι ο κύριος κερδισμένος από τις εντυπωσιακές και αναπάντεχες εξελίξεις στην περιοχή.
Οι στόχοι της Τουρκίας στη χώρα ετούτη είναι αρκούντως ξεκάθαροι. Στα σχέδιά της βρίσκεται η εκκαθάριση της κουρδικής παρουσίας στα σύνορά της, με τη δημιουργία ενός ασφαλούς διαδρόμου τουρκικής επιρροής βάθους κάπου τριάντα χιλιομέτρων.
Η στυγνή πραγματικότητα, φέρεται να ήταν και η άρνηση του Άσαντ να συνθηκολογήσει σε αυτή την προτεινόμενη παραβίαση της συριακής κυριαρχίας, γεγονός που οδήγησε την Άγκυρα να δώσει σιωπηρά το σήμα στη στρατιωτική επιχείρηση της αποκαλούμενης Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ (Οργανισμός για την Απελευθέρωση του Λεβάντε).
Το Χαλέπι, η πρώτη πόλη που έπεσε στην αιφνιδιαστική προέλαση της Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ (Hayat Tahrir al-Sham, HTS), ήταν ένα πολύτιμο στολίδι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι, μετά την κατάληψή του, η τουρκική σημαία κυμάτισε και πάλι ψηλά στην ακρόπολη της πόλης.
Υπό τον Άσαντ, οι Κούρδοι είχαν διαγραφεί από την πολιτική του συριακού κράτους, σε προκλητικό βαθμό. Εκατοντάδες χιλιάδες δεν ελάμβαναν συριακά έγγραφα ταυτότητας, ακολουθώντας πιστά μια πολιτική της δεκαετίας του ’60 που αποσκοπούσε στην αραβοποίηση του βορρά της χώρας.
Στην πράξη, αυτό περιελάμβανε τον εκτοπισμό των Κούρδων, οι οποίοι περιεγράφησαν από έναν αξιωματούχο ως κακοήθης όγκος στο σώμα του έθνους. Τις τελευταίες δεκαετίες, ο Άσαντ ανέχθηκε την μαχητική κουρδική παρουσία εντός των συνόρων της Συρίας, με το σκεπτικό να προκαλέσει την κοντινή Τουρκία, μέλος του ΝΑΤΟ και βασικό σύμμαχο της Δύσης.
Ωστόσο, καθώς οι σχέσεις Δαμασκού και Άγκυρας αναθερμάνθηκαν μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, η συγκεκριμένη ρύθμιση τερματίστηκε και οι ηγέτες των Κούρδων φυλακίστηκαν ή απελάθηκαν. Πολλοί φέρουν ουλές βασανιστηρίων από εκείνα τα σκοτεινά χρόνια, ιδιαίτερα μετά τη βίαιη καταστολή της κουρδικής εξέγερσης από τις δυνάμεις ασφαλείας του Άσαντ, το 2005.
Το επαναστατικό κουρδικό πολιτικό κίνημα έχει απομακρυνθεί από τις μαρξιστικές-λενινιστικές του ρίζες, προωθώντας αντ’ αυτού ένα διαφορετικό μοντέλο που βασίζεται σε ελευθερίες και αυτάρκεια των γυναικών, την εκπροσώπηση των μειονοτήτων και ένα αποκεντρωμένο σύστημα δημοτικής διακυβέρνησης.
Αυτό συμβαίνει ακόμη και όταν διατηρεί αυστηρά λενινιστική πολιτική κουλτούρα, ένα ιδεολογικό παράδοξο που ωστόσο επέτρεψε στους Κούρδους να αντιδράσουν γρήγορα μετά το ξέσπασμα του συριακού εμφυλίου πολέμου το 2011, ανακηρύσσοντας γρήγορα αυτονομία στη Ροζάβα (Rojava), όπως αναφέρονται στην πατρίδα τους οι Κούρδοι της Συρίας.
Κατά τη διάρκεια του βίαιου αγώνα που ακολούθησε, η Συριακή Αραβική Δημοκρατία βίωσε τρομακτικές ανθρώπινες απώλειες για να διατηρήσει πόλεις με αραβική πλειοψηφία. Το γεγονός ότι απέσυρε γρήγορα τις δυνάμεις της από κουρδικές περιοχές, παραδίδοντας τον έλεγχο σε μια αδύναμη πολιτοφυλακή, δείχνει και το βαθμό που ενδιαφερόταν για τους Κούρδους πολίτες της.
Πέρα από τα αραβικά αισθήματα του Κόμματος Μπάαθ που αντιμετώπιζαν απαξιωτικά τους Κούρδους, ο Άσαντ πιθανόν να αισθάνθηκε ικανός να τους αγνοήσει και για άλλους λόγους. Όταν συγκρίνονταν με τις κουρδικές πατρίδες στο Ιράν, το Ιράκ και την Τουρκία, οι άγονες κακοτοπιές του συριακού Κουρδιστάν απορρίπτονταν επί μακρόν ως φτωχές και μη δυναμικές.
Ωστόσο, οι Κούρδοι, ενισχυμένοι από τους επιστρέφοντες μαχητές, σκληραγωγημένοι κατά τη διάρκεια ενός επίμονου ανταρτοπόλεμου εναντίον της Τουρκίας, αποδείχθηκαν η μόνη τοπική δύναμη ικανή να νικήσει το Ισλαμικό Κράτος. Στην πορεία, έσωσαν τους Γιαζίντι (Yazidis) ή Γιαζιντίτες (ελληνοποιημένα), μια εθνοθρησκευτική ομάδα με ινδοϊρανικές ρίζες από τη γενοκτονία και δημιούργησαν απροσδόκητες τακτικές συνεργασίες τόσο με τους Αμερικανούς όσο και με τους ντόπιους Άραβες.
Καθώς εκδίωξαν το αυτοαποκαλούμενο Ισλαμικό Κράτος (ISIS) από τα πρώην προπύργιά του, συμπεριλαμβανομένης της πρώην πρωτεύουσάς του, Ράκα, οι Κούρδοι βοήθησαν στη σφυρηλάτηση εύθραυστης πολυεθνικής συμμαχίας μαζί με Άραβες μουσουλμάνους, Γιαζίντι, χριστιανούς και άλλες μειονότητες. Είναι κοινώς γνωστή ως Ροζάβα, μια αυτόνομη πολιτειακή οντότητα στη βορειοανατολική Συρία.
Η συμμαχία αυτή, γνωστή ως Δημοκρατική Αυτόνομη Διοίκηση της Βόρειας και Ανατολικής Συρίας (Daanes), αντιμετωπίζει έκτοτε υπαρξιακές απειλές.
Αυτές περιλαμβάνουν μια θανατηφόρα εξέγερση του Ισλαμικού Κράτους, σποραδικές μάχες κατά του Άσαντ και διαδοχικές στρατιωτικές επιχειρήσεις που εξαπέλυσε η Τουρκία που αντιτίθεται σφόδρα στο σχέδιο της αυτονομίας υπό κουρδική ηγεσία στα νότια σύνορά της. Ένα αγωνιώδες ερώτημα ουσιώδους σημασίας για το τί μέλει γενέσθαι στη συνέχεια!
Ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης είναι τέως διευθυντής χειρουργικής και συγγραφέας