«H κατακτημένη Ελλάδα, υπέταξε τα όπλα των νικητών και έφερε τις τέχνες στο άξεστο (ακαλλιέργητο, αγροίκο, αγροτικό) Λάτιο (δηλ. στη Ρώμη)». Η φράση αυτή, είναι γνωστή και με παραλλαγές, όπως: «Η Ρώμη υπέταξε την Ελλάδα δια των όπλων (ferum=σίδηρος, δηλ. υλικό από το οποίο κατασκευάζονταν τα όπλα) και η Ελλάδα υπέταξε τη Ρώμη δια του πνεύματός της». Πράγματι, οι Ρωμαίοι, κατακτώντας την Ελλάδα (146 π.Χ.), αντιμετώπιζαν τους Έλληνες με ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας.
Έμειναν έκθαμβοι από τους περίτεχνους ναούς και τα καλαίσθητα αγάλματα, τους βωμούς, τα θέατρα και τα στάδια. Γνώριζαν ότι οι Έλληνες είχαν αναπτύξει ένα μεγάλο πολιτισμό, που όντας πρόσφατος και χρονικά κοντά τους, είχαν αφομοιώσει πολλά στοιχεία απ’ αυτόν. Αναγνώριζαν δηλ. την πνευματική ανωτερότητα των Ελλήνων.
Αυτός είναι και ο λόγος, που οι Ρωμαίοι, αν και κατακτητές, δεν συμπεριφέρθηκαν βάναυσα και καταπιεστικά προς όλους τους Έλληνες. Σε όσους δεν αντιστάθηκαν ή συμμάχησαν μαζί τους, έδωσαν αυτονομία (εννοείται, με φιλορωμαίους διοικητές). Αντίθετα, σε όσους αντιστάθηκαν, τα πρώτα χρόνια, υπήρξαν σκληροί και ανελέητοι· γκρέμισαν τα τείχη των πόλεών τους, λεηλάτησαν, έκλεψαν θησαυρούς και εγκατέστησαν ρωμαϊκές φρουρές, με ρωμαίο διοικητή.
Γενικά, ακολούθησαν την τακτική του «διαίρει και βασίλευε». Όταν, όμως η κατάσταση σταθεροποιήθηκε και η Ρώμη επικράτησε πλήρως, ήταν συνηθισμένο, οι εύποροι Ρωμαίοι να έχουν στα παιδιά τους κάποιο Έλληνα, για δάσκαλο. Και για να το προσαρμόσουμε στις σημερινές συνθήκες, το ιδιαίτερο μάθημα – φροντιστήριο, άρα, ο δάσκαλος στο σπίτι, προηγείται χρονικά του θεσμού του σχολείου· δηλ. της μαζικής, υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Κι αυτό, όχι μόνο στη Ρώμη, αλλά και παλιότερα (Μ.Αλέξανδρος – Αριστοτέλης).
Όπως είναι γνωστό, με τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου, η ελληνική γλώσσα είχε διαδοθεί και στην Ανατολή. Τα ελληνικά ήταν η γλώσσα της τέχνης, του εμπορίου, των μαθηματικών, της πολιτικής και της επιστήμης, γενικά. Σε αυτή γράφτηκαν τα Ευαγγέλια, οι επιστολές του Αποστόλου Παύλου και η Αποκάλυψις του Ιωάννη. Αυτή ήταν η «Κοινή Ελληνι(στι)κή» γλώσσα, η οποία ήταν ο συνδετικός κρίκος μεταξύ της Αρχαίας Ελληνικής και της Νέας Ελληνικής, που μιλάμε σήμερα. Ήταν δηλ. η «lingua franca» της εποχής. (Ο όρος αυτός δεν σημαίνει «γαλλική γλώσσα», αλλά είναι ιταλικός και δηλώνει τη γλώσσα στην οποία μιλούν και συνεννοούνται δύο άνθρωποι, που κανείς τους δεν χρησιμοποιεί τη μητρική του γλώσσα.
Είναι δηλ. μια γλώσσα κοινή, ευέλικτη και διαδεδομένη, σε μια γεωγραφική περιοχή και σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο· μια γλώσσα «διεθνής» για την εποχή της, που εξυπηρετούσε τις τέχνες, την πολιτική και το εμπόριο. Ακόμα, ο όρος «Φράγκος», που χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τους Άραβες, δεν σημαίνει «Γάλλος», αλλά δηλώνει τον «Δυτικό».
Ήταν, λοιπόν, τέτοια η επίδραση και το κύρος της ελληνικής γλώσσας, ώστε λέγεται πως όταν κάποιος έλληνας ρήτορας μιλούσε στο κοινό, στην αγορά, οι ρωμαίοι μαζεύονταν γύρω του και άκουγαν προσεκτικά, ακόμα και αν δεν ήταν γνώστες της ελληνικής γλώσσας. Με λίγα λόγια, παρακολουθούσαν εντυπωσιασμένοι (δηλ. ψαρωμένοι) και άναυδοι. (α- το στερητικό και αυδή=φωνή, ομηρικά, δηλ. άφωνοι!). Άρα, η ελληνική, στην αρχαία Ρώμη ήταν από τα “sine qua non”(εκ των ων ουκ άνευ), για τους Ρωμαίους της υψηλής κοινωνίας και της αστικής ελίτ.
Ακόμα και στα χρόνια της κυριαρχίας της Ρώμης, τα Ελληνικά ήταν απαραίτητα και διδάσκονταν … όπως σήμερα μαθαίνουμε Αγγλικά. Τα αξιόλογα κείμενα που μπορούσαν να διαβάσουν οι μορφωμένοι Ρωμαίοι, ήταν γραμμένα στα Ελληνικά. Ξεκινώντας από τη γλώσσα, να θυμηθούμε ότι οι εκλεπτυσμένοι Ρωμαίοι, θεωρούσαν ότι ήταν κληρονόμοι του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. (Αυτό, κάτι μας θυμίζει).
Μάλιστα, στην «Αινειάδα» του Βιργίλιου, το επικό ποίημα, που αφηγείται την ίδρυση της Ρώμη, ο ποιητής τοποθετείται κατηγορηματικά, ότι δηλ. η Ρώμη αποτελεί συνέχεια της μυθικής Ελλάδας, εκείνης για την οποία είχε γράψει ο Όμηρος. (Άλλοι αρέσκονται να αντλούν την καταγωγή τους από την Ελλάδα του Ομήρου και άλλοι από αυτή του Μ. Αλέξανδρου. Κι εμείς, σήμερα, έχουμε αποσυνδέσει τον Ιησού από την Εβραϊκή καταγωγή του και τον έχουμε… οικειοποιηθεί -βοήθειά μας!).
Ακόμα και στις μέρες μας, η επίδραση της ελληνικής γλώσσας στη γειτονική Ιταλία (και όχι μόνο) είναι εμφανής. Εκτός από την μεγάλη αριθμητική αναλογία ελληνικών λέξεων στο καθημερινό ιταλικό λεξιλόγιο… το όνομα της Napoli, στη Σικελία, είναι ελληνικό, δηλ. Nea- poli (Νεάπολη = Νέα Πόλη). Επίσης, τα ναπολιτάνικα, η τοπική διάλεκτος, έχει πολλά στοιχεία από την αρχαία ελληνική γλώσσα … για να καταλήξουμε με τη διάλεκτο «γκρίκο»· ομιλείται από, περίπου, 30.000 κατοίκους της περιοχής της Καλαβρίας, όπου υπήρχαν πολλές ελληνικές αποικίες.
Είναι, μάλιστα, τόσο «κοντά» στα ελληνικά, που είναι καταληπτή, σε μεγάλο βαθμό, από το σημερινό έλληνα. Δυστυχώς, αργά, αλλά σταθερά, τείνει προς εξαφάνιση, με την ευκολία ροής της πληροφορίας, την τηλεόραση, το διαδίκτυο, τις συγκοινωνίες, τη στρατιωτική θητεία, την ευκολία επικοινωνίας με άλλες ιταλόφωνες περιοχές κ.λπ.
Για να κλείσουμε αυτό το ατελέστατο (λόγω χώρου, χρόνου και γνώσεων) άρθρο, σχετικά με την ελληνική γλώσσα, καλό είναι να θυμόμαστε ότι: Ελλάδα είναι ο Ήλιος, η Θάλασσα και η Γλώσσα μας. Ο ήλιος, μπορεί να είναι για όλους. Η θάλασσα, κάποιες φορές, μας αμφισβητείται. Μας απομένει η γλώσσα … γιατί την καταστρέφουμε, από μόνοι μας;