«Τύχη Αγαθή» έφτασε στα χέρια μου η αξιόλογη μελέτη του σπουδαίου Λόγιου και Λογοτέχνη Δημ. Βικέλα (1835-1908), με τίτλο Η ΕΛΛΑΣ ΠΡΟ ΤΟΥ 1821, σε μια εξαιρετική τιμητική έκδοση της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης, με αφορμή τα διακόσια χρόνια από το 1821. Η μελέτη είχε δημοσιευθεί για πρώτη φορά στη γαλλική γλώσσα στη Nouvelle Revue των Παρισίων και λίγο αργότερα δημοσιεύθηκε στην ελληνική γλώσσα μεταφρασμένη από τον ίδιο τον συγγραφέα. Σήμερα δημοσιεύεται εκ νέου σε ένα μικρό και ευπρόσωπο βιβλιαράκι με εκδοτική φροντίδα της Στεφανίας Τερζάκη και επιστημονική επιμέλεια και επιλεγόμενα του Κων. Ι. Ανδρουλιδάκη, καθηγητή του  Πανεπιστημίου Κρήτης.

Εκείνο που προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση και επιθυμώ να το τονίσω εξ αρχής είναι η επιστημονική συγκρότηση της μελέτης. Στη μελέτη του ο Δημ. Βικέλας κάνει διάκριση ανάμεσα σε δύο μέρη: Την σύλληψη του φαινομένου που μελετάται (σ. 9-31) και την ανάλυση και την ερμηνεία του κατόπιν (σ. 32-53). Κατ’ αρχάς είναι αξιοπρόσεκτος ο τρόπος με τον οποίο ο Βικέλας προβαίνει στην συγκρότηση του αντικειμένου της μελέτης· δεν κάνει δηλαδή λόγο για Ελληνισμό γενικώς και αορίστως, όπως συμβαίνει σε πλείστες περιπτώσεις, αλλά προσπαθεί να προσδιορίσει τον Ελληνισμό στα πραγματικά του μεγέθη. Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι ο Δημ. Βικέλας διαπνέεται από ένα πνεύμα θετικισμού, κυρίαρχο στην εποχή του, σύμφωνα με το οποίο ως πραγματικό αναγνωρίζεται μόνο ό,τι  φανερώνεται στην εμπειρία. Έγκυρη γνώση είναι συνεπώς εκείνη που βασίζεται σε αισθητά πράγματα. Με βάση τις αρχές αυτές, ο συγγραφέας προσπαθεί να δώσει αντικειμενική υπόσταση στο θέμα της έρευνάς του, δηλαδή στον Ελληνισμό. Προς τούτο αναζητά αριθμητικά και γεωγραφικά δεδομένα μέσα από τις πιο έγκυρες πηγές του διεθνούς πεδίου. Συγκεντρώνει και παραθέτει στατιστικά δεδομένα συνολικά κατ’ αρχάς για τον Ελληνισμό γενικώς και κατόπιν κατά  μεγάλα γεωγραφικά διαμερίσματα στα οποία κατοικούν Έλληνες. Δικαιολογημένα ο Κ. Ι. Ανδρουλιδάκης παρατηρεί: «Ένα κύριο γνώρισμα της εργασίας αυτής είναι η επιστημοσύνη της. Στηρίζεται στα πραγματικά στοιχεία και δεδομένα: γεωγραφικά, πληθυσμιακά, ιστορικά οικονομικά, με ιδιαίτερη προσοχή στα στατιστικά».   Γενικά ο τρόπος συγγραφής και τεκμηρίωσης παραπέμπει χωρίς αμφιβολία στην ακρίβεια των γερμανικών μελετών, από τις οποίες φαίνεται να είναι επηρεασμένος ο Δημ. Βικέλας.

Όμως, Ελληνισμός δεν είναι μόνον οι αριθμοί. Εκείνο που ενδιαφέρει τον συγγραφέα περισσότερο είναι οι τρόποι συμβίωσης των Ελλήνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Κι εδώ, μολονότι στις αρχές της δεκαετίας του 1880, όταν  συγγράφεται η μελέτη,  τα γεγονότα ήταν ακόμη πρόσφατα και οι μνήμες νωπές, δεν στηρίζεται στις προσωπικές του εμπειρίες, ούτε προσφεύγει σε μαρτυρίες επιζώντων· αυτό θα μπορούσε να στερήσει την ουδετερότητα και συνεπώς την «αντικειμενικότητα» και την «εγκυρότητα» της πληροφορίας. Γλωσσομαθής καθώς ήταν,  προβαίνει στη μελέτη της διεθνούς βιβλιογραφίας αναζητώντας ταξιδιωτικές εμπειρίες ξένων περιηγητών. Όπως είναι δηλαδή γνωστό σε μια μεγάλη περίοδο του ευρωπαϊκού πολιτισμού ήταν συνήθεις οι ταξιδιωτικές μελέτες.  Εύποροι κατά κανόνα και πολυμαθείς λόγιοι της εποχής περιέρχονταν στις χώρες του ενδιαφέροντός τους και επιδίδονταν σε επιτόπιες έρευνες και μελέτες. Οι περιηγητές εκείνοι κατέγραφαν επιμελώς τις ταξιδιωτικές τους εμπειρίες, τις οποίες δημοσίευαν κατόπιν και αποτελούσαν (σε μεγάλο βαθμό αποτελούν και σήμερα) σοβαρό μέσο για τη μελέτη της χώρας κατά την συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Με βάση αυτές τις μελέτες ο Βικέλας προσπαθεί να ανασυγκροτήσει  τον τρόπο ζωής και τους τρόπους συμβίωσης Ελληνικού γένους με τους Οθωμανούς.

Κατ’ αρχάς ως προς το πνευματικό και πολιτισμικό επίπεδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Άγγλος περιηγητής αναφέρει: «Υπό την   κυριαρχίαν αυτών, η επιστήμη, το εμπόριον, πάσα γνώσις, πάσα του βίου απόλαυσις, τα πάντα παρήκμασαν· οι Τούρκοι ουχί μόνον εκπροσωπούσιν αυτοί εν εαυτοίς την βαρβαρότητα και τον δεσποτισμόν, αλλ’ αποσβύνουσι και εις τους υποτελείς αυτών πάσαν φλόγα μαθήσεως, και την διάνοιαν έτι αυτήν» (σ. 14). Από όλες τις περιγραφές προκύπτει  επίσης ότι οι Χριστιανοί δεν ήταν σε καμιά περίπτωση ισότιμοι πολίτες, δεν ήταν καν πολίτες. Εκλαμβάνονταν ως υποδεέστερα όντα, παιδιά ενός άλλου Θεού, κατώτερου και οι Τούρκοι μπορούσαν να τους μεταχειρισθούν κατά τις διαθέσεις και τα συμφέροντά τους. Το δικαίωμα π.χ. του «επιβάλλειν αγγαρείας εξήσκει κατά βούλησιν πας Τούρκος», όχι μόνον ο πασάς. O περιηγητής Leake π.χ. «είδεν εις Λάρισσαν Έλληνα χωρικόν  φονευόμενον υπό Τούρκου, θέλοντος παρά την πύλην της πόλεως να οικειοποιηθεί άνθρακας, τους οποίους ο χωρικός έφερεν επί του όνου του, εζήτει δε να πωλήσει εις αγοράν ένθα είχε πλειοτέραν πιθανότητα να πληρωθεί υπό του αγοραστού» (σ. 24). Επίσης, όπως παρατηρεί ο Eton, «ο φόνος Χριστιανού υπό Τούρκου δεν εθεωρείτο έγκλημα και ουδέποτε εδημοσιεύθη φετφάς (γνωμοδότηση ή διαταγή νομιμοποιητική της εξουσίας) οιοσδήποτε, διακηρύττων ότι το τοιούτον αντέκειτο εις το μωαμεθανικόν δόγμα» (σ. 25).

Αξίζει να μνημονευθεί ότι στην Κρήτη, ο φόνος ενός Χριστιανού ήταν πιο εύκολος από ό,τι σε άλλες περιοχές, όπως  αναφέρει ο περιηγητής Olivier. «Εν Κρήτη, είτε διότι οι Σφακιανοί εξηρέθιζον τας υποψίας των Οθωμανών, είτε διότι οι Οθωμανοί εθεωρούντο ηναγκασμένοι να προφυλάττωνται διαρκώς, ένεκα του μεγάλου σχετικώς αριθμού των υποδούλων, οι Χριστιανοί ευκολώτερον ή αλλαχού εθανατούντο είτε δι’ αυτοδικιών, είτε δια της επ’ ελαχίστη προφάσει καταδίκης εις απαγχονισμόν» (σ. 26, υποσημ. 27). Κατά τον ίδιο τρόπο γίνεται λόγος για άλλες μορφές καταπίεσης, όπως  η  «δεκάτη» και το σύστημα φορολόγησης γενικότερα, οι διαδικασίες  είσπραξης των φόρων, ο κεφαλικός φόρος κλπ.

Δίδονται επίσης πληροφορίες για το παιδομάζωμα, κάθε πόσα χρόνια συνέβαινε και πότε έπαυσε, για να δηλωθεί τελικά ότι «ουδέποτε έθνος δουλωθέν υπέστη βασάνους παραπλησίας προς του παιδομαζώματος τα δεινά». Παρουσιάζεται επίσης ο τρόπος  με τον οποίο λειτουργούσαν οι εκπρόσωποι της απονομής του δικαίου και οι εκπρόσωποι της διοίκησης. Σε πολλές περιπτώσεις οι περιγραφές των περιηγητών επαναφέρουν στη μνήμη μας τις μεταγενέστερες αυστηρές μορφές διάκρισης της συμπεριφοράς σε βάρος του έγχρωμου πληθυσμού σε σχέση με τους λευκούς στην εποχή του apartheid (απάρτχαϊντ). Προς μεγάλη του έκπληξη ο αναγνώστης διαπιστώνει ότι, με βάση τα στοιχεία των ξένων περιηγητών, είναι αναγκασμένος  να επανεξετάσει πολλά από όσα αμφισβητούνται σήμερα από διάφορους αυτοπροσδιοριζόμενους προοδευτικούς.

Με τον ίδιο μεθοδολογικό τρόπο προσεγγίζει τα θέματά του ο Δημ. Βικέλας και στο Β΄ μέρος της μελέτης του, στην οποία επιχειρεί ανάλυση του φαινομένου.

Θεωρεί ότι «η υπεροπτική του κατακτητού περιφρόνησις  προς τους αλλοπίστους υποτελείς του απέβη η σωτηρία των», με την έννοια ότι επενεργούσε θετικά ως προς την σύσφιξη των δεσμών μεταξύ τους.  Κάνει αναφορά στην εκκλησία και τα προνόμια που είχαν εκχωρηθεί στον Πατριάρχη, στους Φαναριώτες, τους Διερμηνείς και τους Κοτζαμπάσηδες και αναφέρεται στα λάθη ή  υπαινίσσεται την ενίοτε αλαζονική συμπεριφορά τους (σ. 36).  Περιγράφει την οικονομική ανάπτυξη πολλών κοινοτήτων και την πνευματική τους άνθιση (σ. 44 κ.ε.), καθώς και την ανάπτυξη του εμπορίου στους ελληνικούς κύκλους, την Φιλική Εταιρεία και τη δράση της, θέματα στα οποία δεν μου είναι δυνατόν να αναφερθώ εκτενέστερα.

Τελειώνοντας θέλω να επαινέσω με απολύτως ειλικρινή αισθήματα τη μελέτη αυτή του Λογοτέχνη και λόγιου Δημ. Βικέλα, την οποία ομολογουμένως δεν εγνώριζα και την οποία θεωρώ αξιόλογη. Κατά τον ίδιο τρόπο θέλω να επαινέσω την εξίσου αξιόλογη ενέργεια της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης να προβεί στην τιμητική επανέκδοση της σε ένα ιδιαιτέρως κομψό και σεμνό βιβλίο, μικρού σχήματος, το οποίο μάλιστα δεν εμπορεύεται αλλά διανέμεται δωρεάν.  Και βέβαια να συγχαρώ τον συνάδελφο Κωνσταντίνο Ι. Ανδρουλιδάκη που είχε την όλη ευθύνη της επιστημονικής επιμέλειας της έκδοσης, την οποία συμπληρώνει με κατατοπιστικά και μεστά Επιλεγόμενα.  Εκδηλώσεις όπως αυτή δεν αποτελούν μόνο τιμή στον δωρητή της ομώνυμης βιβλιοθήκης του Δήμου, Δημήτριο Βικέλα, αλλά προσδίδουν ουσιώδες περιεχόμενο στην επέτειο της Εθνεγερσίας των Ελλήνων με την αναψηλάφηση της πορείας του έθνους.

*Ο Ιωάννης Ε. Πυργιωτάκης είναι ομότιμος καθηγητής, πρώην αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης