Η Ελληνική αρχαιότητα είχε συγκινήσει πολλούς ξένους διανοούμενους οι οποίοι ασχολήθηκαν στο έργο τους με την Ελλάδα σε διαφορετικές εποχές. Ένα κίνητρο ήταν και η αρχαία ελληνική παιδεία που ήταν μέρος της εκπαίδευσης στα σχολεία των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών.

Θα αναφερθώ σε ορισμένους μεγάλους διανοητές όπως ο Φρίντριχ Σίλλερ (Friedrich Schiller, Μάρμπαχ αμ Νέκαρ 1759 – Βαϊμάρη 1805) που ήταν Γερμανός θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και ιστορικός. Τα έργα του μεταφράστηκαν και παρουσιάστηκαν στην Ελλάδα σε πολλά θέατρα.

Είναι ο πρώτος μεγάλος εκπρόσωπος του ρομαντικού κινήματος. Μετουσιώνοντας τον ενθουσιασμό των είκοσι χρόνων του, ο Σίλλερ κατόρθωσε να δώσει στον κόσμο της εποχής του τα πρώτα μηνύματα του νέου κινήματος.

Ο ρομαντισμός κήρυξε την αγάπη για τη δικαιοσύνη και την ελευθερία, για την τιμωρία των ενόχων, για τη ζωή, την ελπίδα για το αύριο του ανθρώπου. Ο Σίλλερ παρουσιάζει μια τεράστια εργογραφία. Ξεχώρισε η λυρική του ποίηση.

Το εκτενές ποίημά του «Οι θεοί της Ελλάδος» είναι ένα θαυμάσιο ποίημα γεμάτο λυρισμό. Παραθέτω σε μετάφραση την πρώτη στροφή:

Όταν τον ωραίο ακόμα κόσμο διαφεντεύατε,
με τ’ αλαφρού χαλιναριού τη χάρη τη γλυκιά
γένη μακάρια σεις τα οδηγούσατε,
από τη γη του μύθου όντα θεϊκά!
Αχ όταν η αρχοντιά σας ακόμη φεγγοβολούσε,
αλλιώς, αχ! πόσο αλλιώς ήταν εκεί!
Όταν τον βωμό σου ακόμα στέφανωναν όλοι,
Αφροδίτη Αμαθουσία!

Το όνομα του Friedrich Schiller φέρνει στον νου, σχεδόν αυτόματα ή συνειρμικά, το όνομα του άλλου μεγάλου, κατά δέκα χρόνια πρεσβύτερου απ’ αυτόν, φίλου του, του Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε (Goethe) (Φρανκφούρτη 1749 – Βαϊμάρη 1832).

Οι δύο μαζί αποτελούν το ζεύγος των Διοσκούρων της κλασικής περιόδου της γερμανικής λογοτεχνίας και, γενικότερα, κουλτούρας, της λεγομένης «Klassik».

Αυτή η σύζευξή τους στη γερμανική πολιτιστική αυτοσυνείδηση του 19ου και του πρώτου μισού του 20ού αιώνα οφείλεται ίσως στο γεγονός ότι αποτελούσαν τους δύο αντίθετους αλλά συμπληρωματικούς πόλους όχι μόνο στη βιογραφία αλλά και στο έργο και, προπαντός, στις αντιλήψεις τους για την ποίηση και την τέχνη.

Ο Γκαίτε στην ηλικία των 15 ετών έγραψε τα πρώτα του ποιήματα. Το 1765 ξεκίνησε σπουδές Νομικής στη Λειψία κατόπιν επιθυμίας του πατέρα του.

Παράλληλα με τις σπουδές του, ασχολήθηκε με τις εικαστικές τέχνες. Στη Λειψία ήρθε σε επαφή με το έντονο ελληνικό στοιχείο της πόλης. Ως φίλος των Ελλήνων και της Ελλάδας, αφιέρωσε πολλά έργα του στην ελληνική αρχαιότητα. Ένα από τα πιο γνωστά είναι η διασκευή της τραγωδίας «Ιφιγένεια εν Ταύροις» με έναν δικό του τρόπο.

Ολοκληρώθηκε το 1779 και η πρώτη παράσταση ανέβηκε στο δουκικό ιδιωτικό θέατρο της Βαϊμάρης. Ο ίδιος ο Γκαίτε έπαιξε τον ρόλο του Ορέστη, Η Κορόνα Σρέτερ, διάσημη ηθοποιός, τον ρόλο της Ιφιγένειας και ο πρίγκηπας Φρειδερίκος Κωνσταντίνος τον ρόλο του Πυλάδη.

Ο Γκαίτε έχει πλουσιότατη εργογραφία. Σχεδόν για όλα τα έργα του υπάρχουν ελληνικές μεταφράσεις. Ένα από τα πιο εμβληματικά και γνωστά είναι ο Φάουστ. Ίσως το σπουδαιότερο έργο της ζωής του.

Ολοκληρώθηκε λίγο πριν από τον θάνατό του. Οι τελευταίες του λέξεις ήταν: “Φως, περισσότερο φως” Φρειδερίκος Γουλιέλμος Νίτσε (Ραίκεν 1844 – Βαϊμάρη 1900) ήταν σημαντικός Γερμανός φιλόσοφος, ποιητής, συνθέτης και φιλόλογος.

Έγραψε κριτικά δοκίμια πάνω στη θρησκεία, την ηθική, τον πολιτισμό, τη φιλοσοφία και τις επιστήμες, δείχνοντας ιδιαίτερη κλίση στη χρήση μεταφορών, ειρωνείας και αφορισμών. Ο Νίτσε ασχολήθηκε και αυτός με την Αρχαία Ελλάδα.

Στο πρώτο του βιβλίο, με τίτλο «Η Γέννηση της Τραγωδίας» (1872) και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο 15,ο Νίτσε κάνει μία ιδιαίτερα μνεία στο Ελληνικό Έθνος. αποδεικνύοντας ότι ο Νίτσε είναι πολύ μπροστά από την εποχή του.

«Αποδεδειγμένα σε κάθε περίοδο της εξέλιξής του ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός προσπάθησε να απελευθερώσει τον εαυτό του από τους Έλληνες.

Η προσπάθεια αυτή είναι διαποτισμένη με βαθύτατη δυσαρέσκεια, διότι οτιδήποτε και αν δημιουργούσαν, φαινομενικά πρωτότυπο και άξιο θαυμασμού, έχανε χρώμα και ζωή στη σύγκρισή του με το ελληνικό μοντέλο, συρρικνωνόταν, κατέληγε να μοιάζει με φθηνό αντίγραφο, με καρικατούρα.

Έτσι ξανά και ξανά μια οργή ποτισμένη με μίσος ξεσπάει εναντίον των Ελλήνων, εναντίον αυτού του μικρού και αλαζονικού έθνους, που είχε το νεύρο να ονομάσει βαρβαρικά ότι δεν είχε δημιουργηθεί στο έδαφός του.

Κανένας από τους επανεμφανιζόμενους εχθρούς τους δεν είχε την τύχη να ανακαλύψει το κώνειο, με το οποίο θα μπορούσαμε μια για πάντα να απαλλαγούμε απ’ αυτούς.

Όλα τα δηλητήρια του φθόνου, της ύβρεως, του μίσους έχουν αποδειχθεί ανεπαρκή να διαταράξουν την υπέροχη ομορφιά τους. Έτσι, οι άνθρωποι συνεχίζουν να νιώθουν ντροπή και φόβο απέναντι στους Έλληνες.

Βέβαια, πού και πού, κάποιος εμφανίζεται που αναγνωρίζει ακέραιη την αλήθεια, την αλήθεια που διδάσκει ότι οι Έλληνες είναι οι ηνίοχοι κάθε επερχόμενου πολιτισμού και σχεδόν πάντα τόσο τα άρματα όσο και τα άλογα των επερχόμενων πολιτισμών είναι πολύ χαμηλής ποιότητας σε σχέση με τους ηνίοχους, οι οποίοι τελικά αθλούνται οδηγώντας το άρμα στην άβυσσο, την οποία αυτοί ξεπερνούν με αχίλλειο πήδημα». (ΤΟ ΒΗΜΑ 2012)

Αν πάμε όμως πίσω στην αυθεντική ελληνική γραμματεία όπως π.χ. στην τραγωδία θα διαπιστώσουμε ότι οι αξίες αυτές που εκφράστηκαν έμειναν αναλλοίωτες και διαχρονικές στο πέρασμα των αιώνων. Οι αξίες αυτές τιμήθηκαν και διαδόθηκαν από μια εξαιρετική διανόηση νεότερων εποχών.

Η τραγωδία “Πέρσες” ή “Πέρσαι”, το σπουδαιότερο αντιπολεμικό έργο του Αισχύλου (525 π.Χ.-455 π.χ.), θεωρείται η παλαιότερη σωζόμενη τραγωδία. Επίσης είναι η πρώτη τραγωδία που αντλεί τη θεματολογία της από ιστορικά γεγονότα (και μάλιστα μόνο κατά επτά χρόνια προγενέστερα από την παρουσίασή της στο κοινό) και πραγματεύεται την οδύνη των Περσών όταν πληροφορούνται για τη συντριπτική ήττα τους στη Σαλαμίνα.

Η Άτοσσα, σύζυγος του Δαρείου και μητέρα του Ξέρξη, συζητά με τον Χορό, ενώ ο γιός της έχει ήδη ξεκινήσει προς την Αθήνα. Η απάντηση του Χορού στην ερώτηση της Άτοσσας “ποιος εξουσιάζει τους Έλληνες” είναι χαρακτηριστική και δεν θα πρέπει να ξεχνιέται… «οὔτινος δοῦλοι κέκληνται φωτὸς οὐδ᾽ ὑπήκοοι» (μεταφ. Κανενός άνδρα δεν ονομάζονται δούλοι ούτε υπήκοοι).

Η αξιοπρέπεια και η γενναιότητα των προγόνων μας είναι από τις βασικές αξίες που εκφράζονται στην τραγωδία. Για τη σημερινή εποχή η διδασκαλία αυτών των κειμένων είναι ένα εφόδιο για την αντιμετώπιση δυσκολιών που επιφέρει η «νέα τάξη πραγμάτων».

Η άγνοια της ιστορίας και της αρχαιοελληνικής γραμματείας που θεραπεύεται με ευλάβεια σε πανεπιστήμια του εξωτερικού θα έχει επιπτώσεις μη αναστρέψιμες για τη χώρα μας. Ένας λαός που δεν γνωρίζει την ταυτότητά του είναι καταδικασμένος να εξαφανιστεί.

Και δεν το αξίζουμε εμείς οι Έλληνες! Ας μη ξεχνάμε τη φράση του Ομήρου στην Ιλιάδα που κοσμεί εισόδους πνευματικών ιδρυμάτων και πρέπει πάντα να μας εκφράζει!

«αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων, μηδέ γένος πατέρων αισχυνέμεν» (Ιλιάδα,Ζ,208). «Πάντα να αριστεύεις, να ξεπερνάς τους άλλους, να τιμάς το πατρικό γένος που ανήκεις».

Ο Θαυμασμός των ξένων διανοούμενων δεν περιορίζεται μόνον στην τραγωδία αλλά και σε άλλους σπουδαίους τομείς που αναπτύχθηκαν στην Αρχαία Ελλάδα όπως φιλοσοφία, ιατρική, τεχνολογία κ.λπ.

Η Ιωάννα Δ. Μαλαγαρδή
είναι δρ. Υπολογιστικής Γλωσσολογίας – Ιστορικός