Αυτές τις μέρες, τις επετειακές μέρες του ΟΧΙ των Ελλήνων προς τον φασίστα εισβολέα, ο νους και η ψυχή μας σταματούν και τιμούν τις μεγάλες υπερβάσεις του Ανθρώπου: τον ενθουσιασμό των στρατευμένων Ελλήνων και των γενναίων μας εφέδρων, που πεινασμένοι και παγωμένοι πάνω στα Αλβανικά Βουνά, αποκρούουν σε ελάχιστες μέρες και ύστερα τρέπουν σε άτακτη φυγή μέσα στο Αλβανικό έδαφος, απελευθερώνοντας τη Βόρειο Ήπειρο, τους χορτασμένους και πάνοπλους επηρμένους Ιταλούς.
Στους Έλληνες και στις Ελληνίδες της παραμεθορίου, που κουβαλούσαν τα εφόδια του στρατού μας στις κορφές της Πίνδου. Στους θαυμαστούς πιλότους μας, που αναχαίτιζαν τότε με τα απαρχαιωμένα αεροπλάνα μας την Ιταλική Αεροπορία, που βομβάρδιζε με εκατοντάδες θύματα πόλεις της Ελλάδας.
Το απαράσκευο της χώρας μας ήταν ολοφάνερο, αν και ο πόλεμος ήταν αναμενόμενος, αφού ο Χίτλερ είχε υποτάξει όλες τις μικρές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, είχε νικήσει μέσα σε λίγες εβδομάδες ακόμη και το Γαλλικό Στρατό και το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα και είχε σαρώσει την Ολλανδία και το Βέλγιο.
Ενώ η Ιταλία, αφού υποδούλωσε την Αβησσυνία και την Αλβανία, εισέβαλε στο νότο της Γαλλίας και την 28η Οκτωβρίου 1940 κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα, στην οποία ο τορπιλισμός της Έλλης στην Τήνο, δυόμιση μήνες πριν, είχε δημιουργήσει τη μέγιστη εθνική ομοψυχία.
Το απαράσκευο αυτό της χώρας και τις λαθροχειρίες της Μεταξικής δικτατορίας, στον έρανο για την Αεροπορία, φωτίζουν στα Απομνημονεύματά τους στρατιωτικοί ηγέτες, όπως ο Σακελλαρίου και ο Παπάγος. Ο τελευταίος μάλιστα γράφει: «την απρόκλητον Ιταλικήν επίθεσιν υπέστη η Ελλάς ούσα σχεδόν ανεπιστράτευτος».
Ο Μουσολίνι στηριζόμενος στις 8 εκατομμύρια λόγχες του, δηλαδή στην λογική των αριθμών, υποσχέθηκε στους στρατιώτες του σύντομο περίπατο στην Αθήνα, όπου θα τους υποδέχονταν οι κοπέλες της. Αυτά προσδοκώντας ο Ιταλικός Στρατός, τρόμαξε αποσβολωμένος μπροστά στην κακοτράχαλη Πίνδο και στα γεμάτα αφοβιά και ανδρεία παιδιά της Ελλάδας, που ατσάλωνε κάθε στιγμή το χρέος της άμυνας του πατρίου εδάφους και το ολοκάθαρο πρόσταγμα των Θερμοπυλών, του Αρκαδιού και του Σουλίου.
Ενώ η ένδοξη μεραρχία των Κρητών που πρόσφερε πολύ αίμα κατά την Εαρινή επίθεση, υπερασπιζόταν την Ελευθερία που η Κρήτη είχε αποκτήσει μόλις πριν 27 χρόνια.
Πέντε μήνες οι Έλληνες στα μετόπισθεν, αψηφώντας το αιματηρό αντίτιμο, γιόρταζαν τις νίκες του στρατού μας. Παραληρούσαν από ενθουσιασμό και διαπόμπευαν τον ιταλικό φασισμό του Μουσολίνι, στον Τύπο και παντού στους χώρους του λόγου και της τέχνης.
Και στα χωριά χτυπούσαν οι καμπάνες σε κάθε νίκη, ενώ το λεφούσι των παιδιών περνούσε τις γειτονιές φωνάζοντας: «πήραμε το Τεπελένι, το Αργυρόκαστρο, τους Αγίους Σαράντα…» και τραγουδούσε το «κορόιδο Μουσολίνι…».
Μετά από τα παραπάνω, η σκέψη μας έρχεται στην Κρήτη, όπου ο άοπλος, άμαχος λαός έτρεξε αυτόκλητος και πολέμησε τον απρόκλητο επιδρομέα, που ήρθε από το «πέρα ανάθεμα» να πάρει την αιματοβαμμένη του Γη. Την Άγια Γη του, που ξεσκλάβωνε 70 χρόνια μετά την απελευθέρωση της υπόλοιπης Ελλάδας, γιατί οι Βρετανοί, υπηρετώντας τα συμφέροντά τους στην Ανατολική Μεσόγειο, αρνούνταν την απελευθέρωση της Κρήτης και υποστήριζαν τους Τούρκους.
Γι’ αυτό λοιπόν ήταν πολύ ακριβοπληρωμένη και γλυκύτατη η Ελευθερία για τους Κρήτες.
Πάντοτε στη σκέψη της δεκαήμερης Μάχης της Κρήτης, της πιο παράδοξης στην Ιστορία, με τις αεροναυμαχίες της και τους επίλεκτους αλεξιπτωτιστές της Βέρμαχτ, που κατέβαιναν σαν δαίμονες από τον ουρανό και που ποτέ πια δεν ξαναχρησιμοποιήθηκαν από τον Χίτλερ, ο νους μου συγκεντρώνεται στις μυστικές άγνωστες διαπραγματεύσεις των Μεγάλων, που καθόρισαν τις εξελίξεις του πολέμου: στη μεγάλη ενέργεια του Χίτλερ, ο οποίος 10 μέρες πριν την έναρξη της Μάχης της Κρήτης, δηλαδή στις 10 Μαΐου του ΄41, έστειλε τον έμπιστό του Ρούντολφ Ες, για να προσφέρει ειρήνη στους Άγγλους, οι οποίοι όμως με τον ιδιοφυή Πρωθυπουργό τους Τσώρτσιλ δεν την δέχτηκαν. Έτσι η Ελλάδα και η Κρήτη θυσιάστηκαν, για να περάσει η Γερμανική επιθετικότητα από τη Μάγχη στο Αιγαίο και να σωθεί η Βρετανία από την πάνοπλη Γερμανία.
Ύστερα, οι δυο εχθροί της Βρετανίας, δηλαδή η Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση, να φθαρούν στον μεταξύ τους πόλεμο. Αρνήθηκαν, σκεφτόμουν πάντοτε, μια ευκαιρία, που θα ματαίωνε τη Μάχη της Κρήτης και την κατάληψή της από τους Γερμανούς και θα άλλαζε τις εξελίξεις εντελώς.
Γιατί, αν έβγαινε η Βρετανία με όλες τις αποικίες της από τον πόλεμο το Μάη του 1941, θα έβγαιναν και οι Η.Π.Α. Και τότε, όλοι μαζί θα στρέφονταν κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Τσώρτσιλ όμως αρνήθηκε την γερμανική πρόταση ειρήνης και προτίμησε να αφήσει τους δύο μεγάλους εχθρούς της Βρετανίας να αλληλοφαγωθούν. Σε λίγο, μάλιστα, συμμάχησε με την Σοβιετική Ένωση.
Οι Βρετανοί, μετά τη Δουνκέρκη, ήξεραν πως, στέλνοντας στην Ελλάδα ένα πολύ μικρό Εκστρατευτικό Σώμα, ούτε θα νικούσαν, ούτε θα αποδυνάμωναν το σχέδιο Μπαρμπαρόσα (κατά της Σοβιετικής Ένωσης). Ήθελαν να παρασύρουν τον Χίτλερ μακριά από τα Βρετανικά Νησιά, ώστε να πνιγεί στην Ανατολική Μεσόγειο. Γι’ αυτό η Αγγλία κι ο Πρωθυπουργός της αρνήθηκαν τις ειρηνευτικές προτάσεις του Χίτλερ στις 10-5-1941 και πιθανότατα την παραχώρηση της Κρήτης και παρέσυραν το ενδιαφέρον των Ναζί Ανατολικά.
Ίσως γιατί, κατά τον βρετανό πρωθυπουργό Τσώρτσιλ, άσπονδος εχθρός των Βρετανών ήταν ο Χίτλερ. Όχι γιατί οι Ναζί ήταν εχθροί της ανθρωπότητας, αλλά γιατί επιδίωκε και διεκδικούσε για τον εαυτό του την κοσμοκρατορία. Την επιδίωκε, όμως, και ο Τσώρτσιλ για τη Βρετανική Αυτοκρατορία (σε μεγάλο βαθμό δημιούργημα του βρετανικού Στέμματος).
Ο Τσώρτσιλ, όμως, θεωρούσε εχθρό της Βρετανίας και τον Στάλιν, όχι τόσο λόγω του κομμουνιστικού καθεστώτος, αλλά γιατί επιδίωκε κι αυτός την κοσμοκρατορία. Δεν ήταν, όμως, άμεσος εχθρός ο Στάλιν, γιατί ο Τσώρτσιλ δεν θεωρούσε πως η Σοβιετική Ένωση μπορούσε να νικήσει τον Χίτλερ, αλλά μόνο να τον φθείρει, χωρίς να ηττηθεί και να καταστραφεί η Σοβιετική Ένωση.
Έτσι, όμως, με την φθορά και των δύο αντιπάλων της Μεγάλης Βρετανίας, θα επικρατούσαν εύκολα οι βρετανικές επιδιώξεις. Έτσι, κάνοντας τους μυστικούς του λογαριασμούς ο Τσώρτσιλ με τα επιτελεία του και χαράζοντας το μέλλον του κόσμου με βάση τα βρετανικά αυτοκρατορικά συμφέροντα, απέρριψαν την πρόταση ειρήνης της 10ης Μαΐου του 1941 του Χίτλερ, που έγινε δέκα μέρες πριν την από αέρος εισβολή του στην Κρήτη. Και η μυστική διαπραγμάτευση δεν έγινε και έμεινε χωρίς αποτέλεσμα, ώστε δεν άλλαξαν τα πράγματα.
Απεναντίας η μυστική σε υψηλότατο επίπεδο Συνθήκη της Λισαβόνας μεταξύ Γερμανών και Βρετανών, σχεδόν τριάμιση χρόνια μετά, κατά το Φθινόπωρο του 1944, είχε άριστα αποτελέσματα, γιατί εξυπηρετούσε τα μελλοντικά σχέδια των Βρετανών για την μεταπολεμική επικυριαρχία τους στην Ελλάδα, καθώς εξασφάλιζε την αναίμακτη αποχώρηση των Γερμανών κατακτητών από την Ελλάδα, παρά τα φριχτά τους εγκλήματα.
Θα έφευγαν (όπως έφυγαν πράγματι) «αβρόχοις ποσίν» με την προστατευτική κάλυψη των Βρετανών (κυρίως του βρετανικού στόλου), που έπαιρναν για αντάλλαγμα την απ’ ευθείας παράδοση σ’ αυτούς της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς. Αλλά και τη γερμανική αρωγή, όπου οι Βρετανοί την χρειάζονταν μέσα στην Ελλάδα για την αναχαίτιση και εξουδετέρωση του ΕΛΑΣ (βλέπε Οχυρά Θέση Χανίων).
Αυτό εξυπηρετούσε το συμφέρον των Άγγλων, δηλαδή τον μεταπολεμικό έλεγχο της Ελλάδας δια της επανόδου του βασιλέως Γεωργίου Β΄, άριστου τοποτηρητή των Βρετανικών συμφερόντων.
Όμως τίποτε από τις παραπάνω και τις υπόλοιπες μυστικές συμφωνίες των Μεγάλων δεν ήξεραν, ούτε καν υποπτεύονταν οι Κρήτες, που άοπλοι αναχαίτιζαν τους αλεξιπτωτιστές. Ούτε οι αντάρτες που ρίσκαραν τη ζωή τους κάθε στιγμή επί σχεδόν τριάμιση χρόνια, αντιστεκόμενοι στον βάρβαρο φασισμό.
Ούτε η πλειονότητα του Ελληνικού λαού, που μέσα στο κίνημα της Εθνικής Αντίστασης αγωνιζόταν για τις καλύτερες μέρες της Ελευθερίας, που έβλεπε να έρχονται οπωσδήποτε.
Τις οποίες δε θα περίμενε, αν ήξερε τις μυστικές συμφωνίες των Μεγάλων, με τις οποίες χάλκευαν τα καινούρια δεσμά των λαών και γι’ αυτό προσπάθησαν επί πολλά χρόνια να τις κρατήσουν κρυφές, σβήνοντάς τις από τα αρχεία τους ή κρατώντας τα κλειστά.