Ύστερα από την ελληνοτουρκική συνάντηση Κόλλια-Ντεμιρέλ στη Θράκη το 1967, οι ηγεσίες των δύο χωρών αντάλλαξαν πρόσφατα απόψεις για τις σχέσεις τους, στις λίγες φορές χωρίς την παρουσία ενδιάμεσων. Οι συνομιλίες πριν 50 χρόνια απέδωσαν υπέρ της Τουρκίας την απομάκρυνση μιας στρατιωτικής μεραρχίας από την Κύπρο για την οποία πίεζαν και ξένοι με τις γνωστές επιπτώσεις του 1974.

Αντίθετα, η επίσκεψη Ερντογάν ως προέδρου της γειτονικής Δημοκρατίας συμβάλλει με τα μέχρι τώρα γνωστά δεδομένα να διευκρινισθούν ζωτικές πτυχές των σχέσεών μας, άλλοτε με θετικό πρόσημο, άλλοτε αφήνοντας ανοιχτές πληγές που από παλιά απασχολούν. Τώρα που έχει καταλαγιάσει ο θόρυβος των ημερών της επίσκεψης, θα είχε ενδιαφέρον να αποτιμήσει κανείς την πορεία συνύπαρξης με την Τουρκία μέσα στο κάδρο της γενικότερης διεθνούς μας θέσης, διότι οι τριβές της καθημερινότητας συχνά εμποδίζουν την ψύχραιμη θεώρηση των δεδομένων, προκειμένου να αναπροσαρμοστεί αν πρέπει η συνολική μας πορεία στο ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον.

Νηφάλια θεώρηση σ’ αυτό τον τομέα βοηθά να σκεφτούμε δίχως ανώφελους καταλογισμούς, αφού αρνητικοί χειρισμοί του παρελθόντος βλάπτουν στο πεδίο αυτό όλους μας, και μάλιστα περισσότερο όταν ο καταλογισμός είναι το κύριο μέλημα, αντί της άρσης των αρνητικών συνεπειών του. Βαριά σκιά ρίχνει στη διεθνή θέση της χώρας η πτώχευσή της από το 2010 που συνοδεύτηκε τότε από ένα κύμα δυσφήμισης όχι μόνο της πολιτικής ηγεσίας αλλά και των πολιτών.

Η πτώχευσή μας δεν πήρε τη μορφή άτακτης χρεωκοπίας, όπως είχα ακούσει τον τότε πρωθυπουργό της FYROM Γκρούεφσκι με αγαλλίαση να προσδοκά. Αποφεύχθηκε η πλήρης κατάρρευση, διότι η Ελλάδα μπήκε σε καθεστώς οικονομικής επιτροπείας, αρχικά από το ΔΝΤ, που για αδιευκρίνιστους λόγους προσκλήθηκε, κυρίως όμως από μηχανισμούς της ΕΕ που έχουν παρέμβει. Υπονομεύει, βέβαια, τη σοβαρότητα της χώρας και όλων μας το γεγονός ότι η πτώχευση και η επιτροπεία δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο για την Ελλάδα, αλλά ένα συχνά επαναλαμβανόμενο πάθημα.

Σημασία έχει, ακόμη, ότι η κατάρρευση δεν περιορίστηκε στον τομέα της οικονομικής διαχείρισης, αλλά είχε επεκταθεί γενικότερα, ακόμη και σε τομείς συναρτημένους με τη διεθνή μας θέση. Πραγματικά, παρά τις ενδιάμεσες μεμονωμένες επιτυχίες, η φορά πραγμάτων την οποία ακολούθησε η χώρα μετά την επιβολή της δικτατορίας δεν ανατράπηκε ούτε κατά τη μεταπολίτευση: Ο δεύτερος Αττίλας, οι γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο, η μη θεσμοθέτηση ΑΟΖ, το φιάσκο Οτσαλάν, η σταδιακή απώλεια θέσεων στη Μ. Ανατολή – για να περιοριστούμε σε λίγα ενδεικτικά παραδείγματα- όλα συντελέστηκαν κατά τη μεταπολίτευση.

Γενικότερα ισχύει ότι η Ελλάδα, με πορεία ανάπτυξης που τη δεκαετία του ’60 την έφερνε μπροστά από την Ισπανία και την Πορτογαλία, μακριά πολύ από την Τουρκία και περίπου στο ίδιο επίπεδο με την Αυστρία και τη Δανία, ήδη από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης «έβλεπε» τη σκιά των κεντρο-ευρωπαϊκών χωρών και υστερούσε απέναντι στις χώρες της Ιβηρικής. Ενώ δε στην αρχή της μεταπολίτευσης η σχέση ισοδυναμίας με την Τουρκία εξισορροπούνταν στο 7/10, σήμερα έχουν αφεθεί οι γείτονες να επικρατήσουν καταλυτικά σε συσχετισμούς οικονομικής ανάπτυξης και ισχύος. Νηφάλια αντιμετώπιση του διεθνούς πλαισίου στο οποίο ζούμε προϋποθέτει την αναγνώριση των παραπάνω, για να σκεφτούμε τα ζητήματα κρατικής μας ασφάλειας σοβαρά και όχι με όρους εσωτερικής αντιπαράθεσης, όπως δυστυχώς σπρώχνονται και κάνουν όχι μόνο απλοί πολίτες αλλά και θεσμικοί φορείς, λ.χ. κόμματα και εκκλησία.

Ελλάδα-Τουρκία

Τα τελευταία, ιδίως, χρόνια αναδείχνονται οι σχέσεις μας με την Τουρκία σε κομβικό ζήτημα της κρατικής μας ασφάλειας. Επιπλέον επηρεάζεται η προοπτική της χώρας από το γενικότερα ρευστό διεθνές τοπίο, μετά και τη μονοπώληση της παγκόσμιας ισχύος από ένα μόνο μπλοκ και μία μόνο δύναμη. Οι εσωτερικές κεντρόφυγες τάσεις που αναπόφευκτα προκύπτουν, όπως και η διασπορά των εστιών αναταραχής, διαδραματίζουν διαρκώς μεγαλύτερο ρόλο. Η δε Ελλάδα βρίσκεται πολύ κοντά σε σημαντικές εστίες περιφερειακών αναφλέξεων, όπως η Εγγύς και η Μέση Ανατολή, αλλά και η Βόρεια Αφρική.

Σ’ αυτό το πλαίσιο η ανάπτυξη άμεσων διμερών σχέσεων της Ελλάδας και η καλή διαχείριση αυτών των σχέσεων αποκτούν ζωτική σημασία. Είναι σπουδαίο, για παράδειγμα, ότι η Τουρκία αναγνωρίζει δημόσια πως η εξίσωση των μικρών μας μειονοτήτων αποτελεί ζήτημα εσωτερικής πολιτικής, αντί αντικείμενο διαχείρισης κάποιου τουρκικού προξενείου. Εκτός του τελευταίου, πριν λίγα χρόνια περίμεναν οι κυβερνήσεις μας τις εκθέσεις επί των μειονοτικών θεμάτων από την αρμόδια επιτροπή του Αμερικανικού Κογκρέσου, πριν τοποθετηθούν οι ίδιες ανάλογα. Κέρδος για τη χώρα είναι και το γεγονός ότι με τις μεταναστευτικές ροές να υπόκεινται σε συμφωνίες μεταξύ ΕΕ-Τουρκίας αναγνωρίζονται τα θαλάσσια σύνορά μας, και πέρα από τις όποιες άλλες διμερείς τριβές, αποτελούν όρια διεθνούς επιτήρησης, πεδίο άσκησης διεθνών πολιτικών.

Στρατηγικής σημασίας ζήτημα είναι για την Ελλάδα ότι σταδιακά εδραιώνεται η Τουρκία σαν μια δύναμη ασιατική, απέναντι στη χώρα μας που παγιώνεται σαν ακριτικό πέρας της Ευρώπης. Η ταχύτητα που συντελούνται αυτές οι αλλαγές προκαλούν, ίσως, περιστασιακές συγχύσεις, αλλά μια τέτοια εδραίωση των περιφερειακών μας δεδομένων ωφελεί σε μάκρος χρόνου, αντί να βλάπτει την Ελλάδα.

Ταυτόχρονα προεξοφλεί για την ανάγκη η χώρα μας να προχωρήσει σε ανάλογες προσαρμογές. Φιλειρηνικό κράτος η Ελλάδα και θεματοφύλακας των υφιστάμενων συνόρων των γειτονικών  κρατών, πρέπει να φροντίζει για την αποτροπή εντάσεων και εστιών αναταραχής στην άμεση γειτονιά μας των Βαλκανίων. Βασικός υποστηρικτής εντάσεων και υποκινητής εστιών αναταραχής έχει αναδειχθεί από χρόνια στα Βαλκάνια η Τουρκία, με τις μειονότητες και τις μειονοτικές της πολιτικές, αλλά και με συγκεκριμένες παρεμβάσεις σε όμορες χώρες. Δεν πρέπει, φυσικά, να παρακολουθήσει αυτό το «παιχνίδι» με ίδια μέτρα η ελληνική εξωτερική πολιτική.

Αποσταθεροποίηση π.χ. του γειτονικού κράτους που φέρει το ενδιάμεσο όνομα FYROM εξυπηρετεί άμεσα τον τελευταίο εναπομένοντα αποσταθεροποιητικό μεγαλοϊδεατισμό στα Βαλκάνια, που συντηρείται από την Αλβανία, ενώ ο καλύτερος μελλοντικός σύμμαχος του αλβανικού εθνικισμού είναι αναμφίβολα η Τουρκία. Η μόνη χώρα που μπορεί να εγγυηθεί τη σταθερότητα της FYROM είναι η Ελλάδα. Με την προϋπόθεση, ασφαλώς, ότι θα αρθούν αλυτρωτικές τάσεις και θα εξομαλυνθούν με διεθνείς εγγυήσεις ανιστόρητες ρητορείες και επιθετικές βλέψεις μικροκομματικών παραγόντων της γειτονικής μας χώρας, που έχει κάθε συμφέρον να επιζητά καλύτερες μελλοντικές ευκαιρίες ανάπτυξης και αναπόφευκτα να προσβλέπει στις καλές σχέσεις με την Ελλάδα.

Αυτές οι προφανείς και στοιχειώδεις αλήθειες για τις προοπτικές των δύο χωρών υπονομεύονται και στην Ελλάδα με κριτήρια μικροπολιτικά και μετατροπή των σοβαρών ζητημάτων της εθνικής μας ασφάλειας σε θέματα εσωτερικής αντιπαράθεσης. Τέτοιοι τρόποι συμπεριφοράς δεν έχουν συνεισφέρει το τελευταίο τέταρτο του αιώνα στην καλή μας διεθνή εικόνα, αντίθετα την αμαύρωσαν. Για παράδειγμα, η πλειονότητα των κρατών του κόσμου, το σύνολό τους στις τέσσερις από τις πέντε ηπείρους, αναγνώρισαν τη FYROM με το κύριο όνομα που είχε αποκτήσει ως μέλος της Γιουγκοσλαβίας, και επικύρωσαν μετά τη διεθνή μας συμφωνία για το ενδιάμεσο όνομα. Επρόκειτο για πλήγμα της αξιοπιστίας μας, όχι σε διαμάχες ομάδων γειτονιάς, αλλά σε σφαίρες που εμπλέκονται κρατικοί φορείς και διεθνείς οργανισμοί.

Παρέμβαση στο θέμα αυτό για λόγους αδιευκρίνιστους και για σκοπιμότητες, έκαμε πρόσφατα δημόσια και η Εκκλησία της Κρήτης. Τι να παρακίνησε, 70 χρόνια μετά την ονομασία του γειτονικού κράτους με το γεωγραφικό συνθετικό που όλες αυτές τις δεκαετίες έχει γίνει γνωστό, ώστε να προκληθεί σήμερα παρέμβαση των ιεραρχών της Κρήτης;

Όλοι όσοι είχαν αισθανθεί ανακούφιση που οι ιεράρχες της Κρήτης δεν ακολούθησαν την ελλαδική εκκλησία στις περιπέτειες της δεκαετίας του ’90, διαπιστώνουν ότι το προηγούμενο εκείνο πάθημα, αντί να ενισχύσει τη σωφροσύνη και την υπευθυνότητα, έγινε φάρος για άγνωστους και ακατανόητους λόγους. Είναι βέβαιο ότι ο κλήρος και το πλήρωμα της εκκλησίας της Κρήτης, αλλά και όλοι οι υπεύθυνοι φορείς, αντιλαμβάνονται τα κυρίαρχα ζητήματα ασφάλειας της χώρας μας και δεν θα ενισχύσουν στάσεις που μακροχρόνια δεν ωφελούν, ίσως μάλιστα και να βλάπτουν τα πραγματικά συμφέροντα της χώρας.

 

* Ο Νίκος Γρ. Λεβεντάκης είναι μηχανικός