Η ίδρυση της Αλεξάνδρειας από τον Μέγα Αλέξανδρο ήταν μια εμπνευσμένη επιλογή. Μεγαλούργησε με τους Πτολεμαίους και έγινε το πνευματικό κέντρο του κόσμου αντικαθιστώντας την Αθήνα. Η ιστορία της είναι γοητευτική, ενέπνευσε πολλούς και ιστορικούς και συγγραφείς και ποιητές.

Ο Καβάφης, που σήμερα θεωρείται από τους μεγαλύτερους ποιητές του κόσμου, θα περάσει την ζωή του εκεί και στο ποίημά του «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» θα την ταυτίσει με την ευτοπία της ζωής που, όταν χάνεται και φεύγει, πρέπει να την αποχαιρετίσουμε με γενναιότητα χωρίς τα παρακάλια των δειλών, ευχαριστημένοι που αξιωθήκαμε μια τέτοια πόλη.

Στα ποιήματά του όμως, λείπει η περιγραφή της πόλης. Τα περισσότερα ανακαλούν αναμνήσεις από κλειστές κάμαρες και ιδιωτικούς χώρους.

Γοητεύτηκα με το «Αλεξανδρινό κουαρτέτο» του Λώρενς Ντάρρελ, όπου στους τέσσερις τόμους Ιουστίνη, Βαλτάσαρ, Μαουντολίβ και Κλέα δίδεται μια πολυπρισματική εικόνα της κοσμοπολίτικης ζωής της Αλεξάνδρειας στα πρώτα χρόνια του 20ου αι.

Επίσης, οι «Ακυβέρνητες Πολιτείες» του Στρατή Τσίρκα που θεωρώ ότι είναι από τα καλύτερα νεοελληνικά μυθιστορήματα μας δίνουν μια εικόνα της πόλης στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.

Το ίδιο γοητευτικό ήταν πριν λίγα χρόνια το μυθιστόρημα του Δημήτρη Στεφανάκη «Μέρες Αλεξάνδρειας», όπου με άριστη αφηγηματική τεχνική ζωντανεύει την γοητεία της πόλης με κέντρο την ελληνική παροικία και την οικονομική επιτυχία της καπνοβιομηχανίας της οικογένειας Χάραμη.

Πλούσιο έργο με εξαιρετική πλοκή, υπόγειες δράσεις, συγκρούσεις, αλλά και αρμονικές συνεργασίες και ερωτικές περιπέτειες. Το έργο αυτό τελειώνει με τον θάνατο του Κωστή Χάραμη, μιας τραγικής μορφής που φεύγει από την ζωή, όταν βιώνει την εθνικοποίηση του εργοστασίου του από τον Νάσερ.

Δεν είχε δεχτεί εγκαίρως να φύγει, όταν τα δείγματα όλα έδειχναν πού θα οδηγούσε η υποτιθέμενη επανάσταση, που ουσιαστικά κατέληξε σε μια διεφθαρμένη δικτατορία του στρατού.

Από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ τελευταία κυκλοφόρησε ένα νέο μυθιστόρημα του Δημήτρη Στεφανάκη με τίτλο «Πάντα η Αλεξάνδρεια». Στο έργο του αυτό ο συγγραφέας επικεντρώνει τη δράση στη Δάφνη, τη μοναδική κληρονόμο του Κωστή και στην προσπάθειά της να διασώσει ό,τι μπορεί.

Ανακαλούνται πρόσωπα από το προηγούμενο έργο, δίδεται ο απόηχος των γεγονότων, ζωντανεύουν νέες μορφές και καταστάσεις που άλλοτε κυριάρχησαν και τώρα δρουν στο περιθώριο. Είναι θεωρώ μια ελεγεία για έναν κόσμο και μια πόλη που πεθαίνει και σβήνουν τα φώτα.

Στα τρία μέρη του εξαιρετική είναι η διαχείριση του χρόνου, όπου το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον εναλλάσσονται αρμονικά και μας δίνονται με μια γλώσσα χωρίς λυρισμούς και συναισθηματικές διαχύσεις οι καταστάσεις και οι υπόγειες διαδρομές προσώπων και οικογενειών που έπραξαν, έδρασαν και έλαμψαν σε μια κοσμοπολίτικη πόλη που σήμερα ζει με τον φόβο και την αγωνία της επιβίωσης.

Ζωντανή μορφή είναι η γιαγιά Δάφνη που «όπως χαμήλωνε το πρόσωπό της, η αδρή ράχη της μύτης της πρόβαλλε σαν αδιαπραγμάτευτη απόδειξη σοφίας».

Η Δάφνη, όταν έρχεται η καταστροφή και ο θάνατος του πατέρα συγκλονίζεται, αλλά αποδέχεται τα γεγονότα: «Η καθημερινότητα είναι πάντα μια γλυκιά πλάνη. Φτιαγμένη από συνήθειες, από συμβιβασμούς και φοβίες γίνεται ο κακός μας σύμβουλος κι όταν έρθει η καταστροφή, νομίζουμε πως μας αιφνιδιάζει, ωστόσο την έχουμε προαισθανθεί, ίσως την έχουμε βιώσει μέσα σε κάποιο όνειρο, που, όταν το είδαμε, δεν μπορούσαμε να το ερμηνεύσουμε και τώρα πια δεν το θυμόμαστε».

Η ηρωίδα είχε την πρώτη της ερωτική εμπειρία, όταν σπούδαζε Αιγυπτιολογία, με έναν καθηγητή της που αυτοκαταστρέφεται ως ναρκομανής, παρόλο που ήταν εμπνευσμένος δάσκαλος. Τώρα θα εμπιστευτεί τον θείο Νικήτα και τον αγαπημένο της Φιλίπ Ζακό που η οικογένειά του ήταν εχθρική με τη δική της.

Εκείνος της έλεγε ότι ένας δικτάτορας πρέπει να διαθέτει απαραιτήτως τρόμο, ιδεολογία και χιούμορ, αλλά ιδιαίτερα χιούμορ, για να επικρατήσει.

Θα σταθούν πολλοί κοντά της και θα κατορθώσει λαθραία να διασώσει ένα μεγάλο μέρος της κινητής περιουσία της. Θα έρθει και θα ευτυχήσει στην Ευρώπη. Με κάποιο άλμα του χρόνου ένας άλλος αφηγητής στο τρίτο μέρος θα μας περιγράψει κάποια χρόνια μετά την νέα της ζωή με τον αγαπημένο της.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι, όταν γνωρίζονται, εκείνος της χαρίζει την Ιουστίνη του Ντάρρελ, γνωρίζοντας την αγάπη της για τη λογοτεχνία. Αρκετές σκηνές του μυθιστορήματος αναφέρονται στη μουσική και στη ζωγραφική ενσωματωμένες αρμονικά στην όλη αφήγηση.

Επίσης, υπάρχουν συχνές αναφορές στα ιστορικά γεγονότα με την άνοδο και την κυριαρχία του ναζισμού στη Γερμανία, την παράκρουση ενός λαού που γοητεύτηκε από τον Χίτλερ και οδήγησε τον κόσμο σε μια απάνθρωπη τραγωδία.

Όλα όμως τα ιστορικά γεγονότα μεταπλάθονται και ενσωματώνονται δημιουργικά στον μύθο, γιατί ο Δημήτρης Στεφανάκης ούτε διδάγματα θέλει να μας κάνει ούτε γράφει ιστορία ή κοινωνιολογική μελέτη, αλλά δημιουργεί τέχνη και υπηρετεί την ομορφιά.

Ξέρει καλά τις τεχνικές της γραφής, άλλωστε διδάσκει δημιουργική γραφή, όμως διαθέτει γνήσιο ταλέντο που υποτάσσει όλα αυτά στο νόημα της τέχνης. Χάρηκα το έργο αυτό για την ομορφιά του και σας το συνιστώ ανεπιφύλακτα.