Σαββατόβραδο, πρώτη του Δεκεμβρίου – στην έκθεση του Μανόλη Σαριδάκη, με περιέργεια και συγκίνηση. Παρακολουθούμε προσεκτικά την πορεία του καλλιτέχνη από τα πρώτα του βήματα, ξέραμε ότι κάτι αλλάζει, περιμέναμε κάποια έκπληξη.

Όταν βρεθήκαμε στην υπόγεια αίθουσα που με περισσή φροντίδα (και γούστο) διαρρύθμισε ο Κώστας Σχιζάκης κι η σύντροφός του, μέσα στην πολυκοσμία των εγκαινίων, δεν βρήκαμε τον ζωγράφο – αλλά τα έργα του που βέβαια τον αντιπροσώπευαν πολύ έγκυρα.

Η αλλαγή ήταν σημαντική, η θάλασσα και οι διάφεγγος βυθός, τα συνηθισμένα θέματα του ζωγράφου είχαν χαθεί.

Έγινε στεριανός συλλογίστηκα, μα όταν πρόσεξα καλύτερα, κατάλαβα ότι έκανα λάθος. Ναι ήταν στεριανά τα θέματα, μα η θάλασσα υπονοείται, κι όταν δεν φαίνεται – τριγύρισα όλες τις εικόνες του, σημείωσα φώτα (λάμπες) και πουλάκια.

Η θάλασσα, παραλία και νησί στο βάθος – μας ταξιδεύει σε τόπους ονειρικούς στην παιδική ηλικία και τις αναμνήσεις που δεν σβήνουν, σκεφτόμουν.

Μα οι σημερινές εικόνες οι πιο πολλές, είναι φυλλώματα, από κάμπους και βουνά και λάμπες από κοσμικά σαλόνια.

Η απίθανη δεξιοτεχνία του Μανόλη Σαριδάκη απλώνει στους καμβάδες ήρεμες εικόνες και λαμπερά χρώματα περισυλλογής, ο ζωγράφος σκέφτεται τη φύση και τις αστικές σχέσεις.

Δεν τον νοιάζουν οι τυπικότητες, σκέφτεται το μέσα μέρος, του χώρου και των αισθημάτων. Η αισιοδοξία του δεν ήταν ποτέ ψηλή, μα δεν γυρίζει πίσω, στην κριτική του χάους. Σχεδιάζω πάει να πει δημιουργώ, δηλαδή κάνω, χτίζω γέφυρες, εκεί που γίνεται μα κι εκεί το ανέφικτο μας προκαλεί.

Οι λάμπες του ξέφυγαν από τον Σπύρο Βασιλείου (όπως και τα στεφάνια) μα εδώ είναι επαρχία, έξω από το σπίτι μας δεν είναι ο ηλεκτρικός μα το χωράφι, τα δέντρα και τα πουλιά.

Ο Μανόλης Σαριδάκης είναι ζωγράφος δεύτερης γενιάς, ήταν κι ο πατέρας του, δεν είναι το ίδιο με τους πλούσιους φίλους μας (που κληρονομούν τις επιχειρήσεις των δικών τους).

Το ταλέντο, η σφραγίδα της δωρεάς (όπως θα λεγε ο Γ. Παπανδρέου, ο παππούς) δεν κληρονομείται, δεν μεταβιβάζεται και είναι πολύ-πολύ σπάνιο.

Η δουλειά που είδαμε, ήταν εξαιρετικής ποιότητας και σημασίας, ο ζωγράφος ωρίμασε, πέρασε τους δρόμους που τον συγκίνησαν, για να πετάξει ακόμα πιο ψηλά: εκεί που θα βρει τα δικά του πουλιά, τις χάρτινες βάρκες των παιδικών του χρόνων, τους βυθούς και τις θάλασσες αλλά και τα δικά μας ατέλειωτα βάσανα, τις προσδοκίες και τις ασίγαστες λαχτάρες.