Άλλη μια εθνική μας επέτειος δεν γιορτάστηκε έτσι όπως της αρμόζει, για λόγους ανωτέρας βίας. Μετά την 25η Μαρτίου του 2019, και η επέτειος του «ΟΧΙ» την 28η Οκτωβρίου του 2020 εορτάστηκε υποτονικά σε ρυθμούς κορονοϊού.

Ωστόσο, λίγες μέρες πριν, κάναμε πρόβες για τον εορτασμό των 200 χρόνων του έπους του 1821, του οποίου η επέτειος πλησιάζει κατά πάνω μας «απειλητικά»! Λίγοι μόνο μήνες απομένουν. Μοιάζει με πάρτι γενεθλίων που όλοι περιμένουμε πως θα ακυρωθεί, αλλά οι προετοιμασίες θα πραγματοποιούνται κανονικά.

Όμως κι εμείς δεν δείχνουμε να είμαστε έτοιμοι για κάτι τέτοιο. Άλλα πράγματα σκεφτόμαστε σήμερα και άλλα μας βασανίζουν. Δεν έχουμε καν τη διάθεση για φιέστες και ξεφαντώματα (Οι εξαιρέσεις πάντα θα υπάρχουν). Αλλού οδηγούν τώρα τις σκέψεις μας οι προτεραιότητες.

Στην επιβίωσή μας, ας πούμε. Στη δική μας επιβίωση αλλά και των γύρω μας, απέναντι σε μια πανδημία που πρωταγωνιστεί πλέον στην καθημερινότητά μας.

Είναι η στιγμή όπου, η εθνική μας ανάταση υποχωρεί μπροστά στο φόβο της παγκόσμιας απειλής.

Οι τυμπανοκρουσίες, οι παρελάσεις και οι μαζικές συγκεντρώσεις, μπορεί μεν να εγείρουν στιγμιαία την εθνική μας υπερηφάνεια, όμως εκείνο που ποιεί τιμή στους αγώνες του λαού μας για ελευθερία, είναι η διατήρηση της ιστορικής μνήμης.

Η επέτειος του «ΟΧΙ» αποτελεί ορόσημο άρνησης στην εθνική μας συνείδηση. Ένα «ΟΧΙ» για το οποίο έχουμε κάθε λόγο να νιώθουμε σήμερα όλοι μας εθνικά υπερήφανοι. Η διαχρονική του αξία δίνει νόημα σε όλα τα «όχι» της εποχής μας, εκείνα που βρίσκουν λόγους να εγείρονται…

Πολλά μπορούμε να πούμε για το αντίπαλο δέος του «όχι», για την ολοφάνερη διακριτική γοητεία του «ναι». Σίγουρα τα καλά του «ναι» δεν είναι και λίγα, ούτε και ανάξια λόγου.

Η δημοφιλία του άλλωστε επιβεβαιώνει την μεγάλη αποδοχή που έχει σε όλες τις κοινωνικές κουλτούρες. Η παρουσία του είναι συνδεδεμένη στο υποσυνείδητο των ανθρώπων με τη θετική ενέργεια, τη θετική σκέψη, τον συγκρητισμό, την καλοσύνη, το πλατύ αυθόρμητο χαμόγελο.

Το «όχι» όμως από την άλλη μεριά, έχει μια κρυφή, ανυπέρβλητη γοητεία! Αισθάνεσαι αμέσως τον σκληρό ροκ ήχο που εκπέμπει το άκουσμά του, είτε το ξεστομίζεις ο ίδιος, είτε το υφίστασαι. Ακόμα κι αν σε απογοητεύει, νιώθεις τον βαθύ ήχο του να σε διαπερνά…

Η κοινή γνώμη, λανθασμένα, συγχέει το «όχι» με τον στείρο αρνητισμό. Υπάρχει όμως μια χαώδης απόσταση ανάμεσα στον αρνητισμό και στην πράξη της άρνησης.

Ο πρώτος συνιστά μια στάση ζωής και μια πάγια συμπεριφορά αντίδρασης, απέναντι σε κάθε τι που συμβαίνει, ενώ η δεύτερη αποτελεί μια καθαρά προσωπική επιλογή. Δεν έχει καμία απολύτως αξία να λες «όχι» κάθε ώρα και στιγμή, αλλά μόνο όπου και όταν πρέπει να το πεις. Αρκεί τότε να μη δειλιάσεις.

Μπορεί η επιτυχία να δημιουργείται με το «ναι», αλλά συντηρείται με το «όχι».

Το «όχι» είναι μια πολιτική πράξη και θέση. Όταν θα δηλώσεις την πρώτη σου άρνηση, τότε θα διαπιστώσεις ότι όλοι θα αρχίσουν να σε ακούν με μεγαλύτερη προσοχή. Θα ανοίξει τότε για σένα ο δρόμος του σεβασμού.

Με τα συνεχόμενα «ναι» μπορεί να γίνεις αρεστός στον κόσμο, αλλά ποτέ υπολογίσιμος. Ένα «ναι» μπορεί να ξεχαστεί πολύ εύκολα. Ένα «όχι» ποτέ! Ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν υποστήριζε ότι, «για να πεις «ναι», πρέπει να έχεις τη δυνατότητα να πεις «όχι»».

Ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι ρυθμισμένος να λειτουργεί έτσι, ώστε να αντιδρά πιο έντονα σε ένα αρνητικό παρά σε ένα θετικό ερέθισμα.

Εξίσου σημαντικό όμως, και ίσως ακόμα πιο δύσκολο, είναι το «όχι» που πρέπει να λέμε κάποιες φορές στον ίδιο μας τον εαυτό. Τον πιο αυστηρό κριτή μας.

Περνάμε ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μας λέγοντας «ναι», για να αρέσουμε στους άλλους και ξαφνικά συνειδητοποιούμε ότι, λέγοντας «όχι», καταφέρνουμε επιτέλους να αρέσουμε στον ίδιο μας τον εαυτό, ενισχύοντας έτσι την υποβαθμισμένη μας αυτοεκτίμηση, αλλά και την χαμένη μας αξιοπρέπεια.

Ήταν 3 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου του 1940, όταν ο Ιταλός πρέσβης στην Ελλάδα, Εμμανουέλε Γκράτσι, ξυπνούσε τον δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά, για να του επιδώσει τελεσίγραφο με το οποίο η φασιστική κυβέρνηση του Μουσολίνι, επικαλούμενη το γεγονός ότι βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την Αγγλία, ζητούσε από την ελληνική κυβέρνηση, ως απόδειξη της ουδετερότητάς της, να επιτρέψει στις ιταλικές ένοπλες δυνάμεις να καταλάβουν ορισμένα σημεία στρατηγικής σημασίας, επί του ελληνικού εδάφους. Το τελεσίγραφο προέβλεπε ότι, αν μέσα σε τρεις ώρες δεν γίνονταν δεκτές οι ιταλικές απαιτήσεις, τα ιταλικά στρατεύματα θα εισέβαλαν στο ελληνικό έδαφος, χωρίς καμία άλλη προειδοποίηση.

Ο Μεταξάς δεν είχε καμία άλλη επιλογή από την άρνηση: «Ώστε έχουμε πόλεμο», ήταν η απάντησή του.

Το «όχι» του Μεταξά δεν ήταν μια στιγμιαία πράξη, αλλά μια απόφαση που εμπεριείχε μέσα της όλο τον παλλαϊκό ξεσηκωμό που έφερε το Αλβανικό έπος.

Το «όχι» του Μεταξά ήταν μια θαρραλέα αντίδραση, που εξέφραζε καταφατικά την άρνηση ενός ολόκληρου λαού, ενάντια σε κάθε ξένη επιβουλή, και αυτό το γνώριζε πολύ καλά ο Μεταξάς και δεν το αγνόησε εκείνη την κρίσιμη ώρα!

Η επιτυχία του ελληνικού λαού ήταν τεράστια, διότι κατάφερε έναν πραγματικό άθλο.

Η 28η Οκτωβρίου του 1940, είναι η ιστορική μέρα που η μικρή Ελλάδα κλήθηκε να δώσει έναν τιτάνιο αγώνα, ενάντια στην παντοδυναμία του «Άξονα» της φασιστικής Ιταλίας και της ναζιστικής Γερμανίας. Ο λαός διατήρησε ζωντανή την απόφασή του, να συνεχίσει τον αντιφασιστικό και αντιναζιστικό του αγώνα μέχρι τη νίκη.

Σήμερα, είναι χρέος όλων μας, να λέμε καθημερινά ένα μεγάλο «Όχι» στο φασισμό, στο ρατσισμό, στην αδικία, στην καταπίεση, στην αλλοτρίωση, και στον παραλογισμό του πολέμου.

Η πραγματική δύναμη του «όχι», αλλά και η ανυπέρβλητη γοητεία της ιερής ελπιδοφόρας άρνησης, αντανακλώνται μέσα σε μια υποθετική αναφορά του εμπνευσμένου Αμερικανού ποιητή και ιστορικού, Carl Sundburg:

«Φανταστείτε την ημέρα, που κάποιοι θα κήρυτταν και πάλι έναν πόλεμο, και κανείς δεν θα ερχόταν να συμμετάσχει!». Φανταστείτε…

https://moschonas.wordpress.com