Όταν γίνεται λόγος για διπλωματία και διπλωμάτες αναφερόμαστε συνήθως στον επίσημο αντιπρόσωπο μιας κυβέρνησης σε ξένη χώρα.  Με αυτή την έννοια η Τουρκία δεν είχε ποτέ ούτε διπλωματία ούτε διπλωμάτες.

Αυτή η προσωπική άποψη στηρίζεται στο γεγονός ότι μέχρι και τον δέκατο ένατο αιώνα σε όλες τις διπλωματικές αποστολές της Τουρκίας εχρησιμοποιούντο  Έλληνες και κυρίως Φαναριώτες.  Φαναριώτες εχρησιμοποιούντο από την ίδια και ως διερμηνείς και ως ηγεμόνες στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες.  Εξ άλλου αυτός ήταν ένας από τους λόγους, όπως είναι γνωστό, που ξεκίνησε η Ελληνική Επανάσταση του 1821 από εκεί πάνω και όχι από την Πελοπόννησο, όπως είχε σχεδιαστεί αρχικά.

Όσον αφορά τον 20ό και τον 21ο αιώνα, όπως είναι γνωστό τοις πάσι, τα συμφέροντα της Τουρκίας συμπίπτουν απόλυτα με τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων, για γεωπολιτικούς λόγους, με αποτέλεσμα να εξασφαλίζονται αυτά και να μην διατρέχουν τον παραμικρό κίνδυνο.

Αυτό το είδαμε το 1921 στην Μικρά  Ασία, όταν οι σοβιετικοί εστήριξαν την απομονωμένη, φυλλορροούσα και σε αποσύνθεση ευρισκόμενη Τουρκία. Την στήριξαν μάλιστα όπως μπορούσαν.  Ηθικά και οικονομικά υπηρετώντας με αυτό τον τρόπο και τα δικά των συμφέροντα.  Το είδαμε ακόμη καθαρά το 1955, όταν Αμερικάνοι και Άγγλοι  ανακάλυψαν τον Ντεκτάς και όταν ανέμιξαν τεχνηέντως την Τουρκία για πρώτη φορά  στο Κυπριακό εξ αιτίας της δράσης της ΕΟΚΑ.

Συγχρόνως φρόντισαν να συναφθούν οι συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, ώστε να ενταφιάσουν το Κυπριακό εν τη γενέσει του. Το είδαμε ολοκάθαρα τον Αύγουστο του 1974, όταν οι Αμερικάνοι ανάθεσαν στην Τουρκία τον έλεγχο του Αιγαίου, εξ αιτίας της αποχώρησης μας από το ΝΑΤΟ, θεωρώντας την ανάχωμα στον επεκτατισμό των  Σοβιετικών.

Κατά τα λοιπά υποτίθεται ότι οι Τούρκοι είναι μεγάλοι διπλωμάτες και ότι έχουν σπουδαία εξωτερική πολιτική.  Ήθελα όμως και να ήξερα αυτή η θέση που στηρίζεται;  Μήπως στηρίζεται στην βαρβαρότητα των Τούρκων, που τους διακρίνει και τους χαρακτηρίζει από τον 13ο αιώνα, από τότε δηλαδή που οργάνωσαν μόνιμο στρατό με Γενιτσάρους, παιδιά χριστιανικών οικογενειών; Μήπως στηρίζεται στην θηριωδία που τους διακατέχει ως φυλή;

Μήπως στηρίζεται στην δημιουργία μεταναστευτικών ροών στην Μεσόγειο εισπράττοντας δισεκατομμύρια ευρώ από τους ίδιους  τους μετανάστες και από την Ευρωπαϊκή Ένωση;  Μήπως στηρίζεται στην μετατροπή της Αγιάς Σοφιάς σε τζαμί;  Μήπως στηρίζεται στο γεγονός ότι ο Ερντογάν με τους υπουργούς του και την  αντιπολίτευση, μείζονα και ελάσσονα, μας βρίζουν και μας απειλούν εν χορώ; Αλήθεια όλα αυτά αποτελούν διπλωματικές ενέργειες;

Μετά ταύτα έχω απόλυτο δίκιο, δηλαδή η Τουρκία δεν έχει ούτε διπλωματία ούτε διπλωμάτες.  Πρέπει όμως να παραδεκτούμε ότι η γεωστρατηγική της θέση προκαλεί ανέκαθεν το ενδιαφέρον των μεγάλων δυνάμεων.  Αυτό το ενδιαφέρον είναι αιτία να βγαίνει συχνά-πυκνά από τα όρια της και τα νερά της, με αποτέλεσμα το μυαλό της να «γεννά» ιδέες και μάλιστα αναθεωρητικές.  Μια τέτοια ιδέα είναι και εκείνη της γαλάζιας πατρίδας.

Ειδικώτερα από τον Αύγουστο του 1974, που βγήκε η Ελλάδα από το ΝΑΤΟ, όπως προανέφερα, άρχισε να παραβιάζει τον εναέριο και τον θαλάσσιο χώρο μας, με την υπόδειξη  των Νατοϊκών ιθυνόντων και ιδιαίτερα του Κίσσιγκερ. Έτσι, ενώ μέχρι τότε τηρούσε με θρησκευτική ευλάβεια την συνθήκη της Λωζάνης, έκτοτε άρχισε να ονειρεύεται την αναθεώρηση της.

Η ίδια η Μέρκελ, πριν εγκαταλείψει την καγκελαρία υπέδειξε στον Ερντογάν να προσέχει την Ελλάδα και δεν είχε άδικο.  Αυτή ήξερε τι έλεγε. Πάντως σε καμμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί η Τουρκία αναθεωρητική δύναμη.  Άλλο Ρωσία και Αμερική και άλλο Τουρκία.

Εν’ όψει των ανωτέρω καιρός είναι ο Ερντογάν και η Τουρκία να μην ασχολούνται με τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, που ελευθέρωσε το 1912 ο Παύλος Κουντουριώτης. Καιρός είναι ακόμη να αρχίσουν να σέβονται τους εαυτούς των, τους γείτονες των, το διεθνές δίκαιο και την διεθνή κοινότητα. Αυτό θα πει διπλωματία.

 

*Ο Δημοσθένης Σ. Μαρκατάτος είναι συνταξιούχος δικηγόρος