Δίνω σε δική μου μετάφραση την περιγραφή του πολιτεύματος της αρχαίας Αθήνας, που περιέχεται στο βιβλίο του Θουκυδίδη «Ιστορίαι». Στο έργο του αυτό ο Θουκυδίδης (460 – 399 π. Χ.) εξιστορεί τον Πελοποννησιακό πόλεμο (431 – 404 π.Χ.), δηλαδή τον πόλεμο ανάμεσα στους αρχαίους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες.

Η περιγραφή γίνεται με την ευκαιρία της εκφώνησης από τον Περικλή, τον άρχοντα (κυβερνήτη) της Αθήνας, επικηδείου για τους πρώτους πεσόντες στις μάχες του πολέμου. Θέλει ο Περικλής να δείξει το μεγαλείο της πόλης για την οποία θυσιάστηκαν.

Ο επικήδειος είναι γνωστός ως «Επιτάφιος του Περικλέους». Τον διδάσκονται στα σχολεία τους οι νέοι όλων των πολιτισμένων κρατών. Τον διδάσκονται και τα Ελληνόπουλα στο λύκειο. Όμως στο σχολείο, λίγο λίγο κάθε μέρα, με την τυραννία της γραμματικής, του συντακτικού και με την προσπάθεια ανιχνεύσεως των νοημάτων του δύσκολου λόγου του Θουκυδίδη χάνεται η απόλαυση.

Τι τελικώς να χαρείς; Μάλλον άχθος και αντιπάθεια αισθάνονται οι μαθητές. Και ανακουφίζονται όταν τελειώνουν και απαλλάσσονται.

Σταχυολόγησα τμήματα από τον Επιτάφιο (βιβλίο 2, 35-46) που έχουν σχέση με το πολίτευμα της αρχαίας Αθήνας και έχουν πανανθρώπινη αξία. Παρέλειψα τα υπόλοιπα. Η μετάφρασή μου λεκτικώς είναι σχετικά ελεύθερη, αλλά νοηματικώς προσπάθησα να είναι ακριβής.

«Έχομε πολίτευμα που δεν ζηλεύει τους νόμους των άλλων, αλλά μάλλον εμείς είμαστε παράδειγμα για τους άλλους. Και το όνομά του, επειδή στηρίζεται όχι στους λίγους αλλά στους πολλούς, είναι δημοκρατία. Στις ιδιωτικές μας υποθέσεις μπροστά στους νόμους όλοι είμαστε ίσοι.

Ενώ όσον αφορά την κοινωνική αναγνώριση, καθένας ανάλογα με την προκοπή του σε κάποιον τομέα προτιμάται στις δημόσιες θέσεις, δηλαδή όχι τόσο εξαιτίας της υψηλής καταγωγής του, αλλά περισσότερο εξαιτίας της ικανότητάς του. Και ούτε ποτέ κανείς εξαιτίας της φτώχειας του, ενώ έχει κάτι καλό να προσφέρει στην πόλη, εμποδίζεται με αποκλεισμό από τα αξιώματα.

Και ως πολίτες ζούμε με ανεκτικότητα συμπεριφοράς μεταξύ μας. Και όσον αφορά την φιλύποπτη περιέργεια για τη καθημερινή ιδιωτική ζωή των άλλων, δεν οργιζόμαστε εναντίον των γειτόνων μας, αν κάνουν κάτι σύμφωνα με το κέφι τους, ούτε στραβομουτσουνιάζουμε μπροστά τους, πράγμα που βέβαια δεν βλάπτει, όμως είναι ενοχλητικό. Ζούμε χωρίς να ενοχλούμε ο ένας τον άλλο.

Όμως από μεγάλο σεβασμό προς το Δημόσιο αποφεύγουμε την παρανομία και πειθαρχούμε στους εκάστοτε άρχοντες της πολιτείας και στους νόμους, και μάλιστα σ’ εκείνους που είναι γραμμένοι για να βοηθούν τους αδικημένους. Και ακόμη σε όσους νόμους, ενώ είναι άγραφοι, η παράβασή τους φέρνει γενική αισχύνη[…].

[…]Και δεν θεωρούμε ντροπή να παραδέχεται κάποιος την φτώχεια του, αλλά μεγαλύτερη ντροπή θεωρούμε να μην προσπαθεί να την αποφύγει με την εργασία του.

Και υπάρχει δυνατότητα οι πολίτες μας να φροντίζουν την οικογένειά τους, αλλά και να ασχολούνται και με τα πολιτικά και με το επάγγελμά τους. Γιατί μόνο εμείς εκείνον που δεν ασχολείται με τα πολιτικά τον θεωρούμε όχι φιλήσυχο αλλά άχρηστο πολίτη.

Και διατυπώνουμε την κρίση μας για τις πολιτικές καταστάσεις ή προτείνουμε λύσεις . Γιατί νομίζουμε ότι τα λόγια δεν βλάπτουν τα έργα, αλλά μεγαλύτερη ζημιά είναι να μη διαφωτιστούμε με συζήτηση, πριν προβούμε στην εκτέλεση των αποφάσεων… Και τους φίλους τους αποκτούμε όχι ευεργετούμενοι, αλλά ευεργετώντας εμείς αυτούς».

Τέτοια δημοκρατία είχαν οι αρχαίοι Αθηναίοι και έτσι συναναστρέφονταν μεταξύ τους και έτσι ζούσαν, δυόμισι χιλιάδες χρόνια πριν από την εποχή μας.