Λαμπρό και εαρινό το φετινό Πάσχα μέσα στις πρασινάδες και στα λούλουδα, συγκεντρώνοντας όλη τη δύναμη της οργιαστικής άνοιξης.

Μιας εποχήΣ διπρόσωπης, αμφίβολης, αισθησιακής και συνάμα επικίνδυνης, όπως εξάλλου και όλα τα ωραία πράγματα στη ζωή μας. Ο Μάιος είναι ένας μήνας σύνθετος, καλός και κακός μαζί. Απ’ όλους τους μήνες το δικό του περιεχόμενο αποτελεί την κατεξοχήν σύνθεση των δύο αυτών αντιθέτων.

Ο Μάης είναι καλομήνας είναι Λούλουδος, Πράσινος, Τριανταφυλλάς, αλλά είναι συγχρόνως και καταραμένος: “Τον Μάη η ώρα να σ’εύρει” λένε και είναι κατάρα. Ή απεύχονται: “Να μη σ’ εύρει η κακιά ώρα του Μάη”.

Η Δευτέρα του Πάσχα και όλη η εβδομάδα μέχρι την Κυριακή του Θωμά αποτελεούν τη Διακαινήσιμη εβδομάδα. Ο ελληνικός λαός την ονομάζει νέα (Νια-βδομάδα) και άσπρη (ασπρο-βδόμαδο). Ίσως να έχει επηρεασθεί από τα ασπροφορέματα των ιερών (σύμφωνα με τον μεγάλο μας λαογράφο Δημήτρη Σ. Λουκάτο.) Ακόμα και σε στιγμές που δηλώνουν πένθος, οι ιερείς ασπροφορούν.

Όπως προαναφέρθηκε, αυτή η εβδομάδα τελειώνει με την Κυριακή του Θωμά. Πολλοί την λένε και Αντίπασχα και φυσικά περνώντας η Κυριακή αυτή κλείνει η περίοδος των “Λαμπρόσκολων”. Χαρακτηριστική η παροιμιακή ρήση στην πατρίδα μου, στα χωριά του Πηλίου: “Πέρασε ο Θωμάς, αλίμονο σ’ εμάς”, αφού οι άνθρωποι ήταν αναγκασμένοι να επανέλθουν στην καθημερινή επαγγελματική τους ζωή!

Στους αγρότες δεν έλειπαν οι ανησυχίες και οι φόβοι για τη βλάστηση και τις καλλιέργειες. Ο αέρας, το χαλάζι, τα διάφορα ζουζούνια, ήταν πάντοτε ένας ανοιξιάτικος εχθρός. Η εβδομάδα αυτή μετά του Θωμά λέγεται παλιά-βδομάδα η οποία κλείνει με την Κυριακή των Μυροφόρων, που αναμνηστικά η εκκλησία μας έχει καθιερώσει προς την Ανάσταση, αφού γιορτάζονται οι Άγιες μυροφόρες γυναίκες και ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας).

Ποια όμως ήταν η “Δευτέρα τση μαμούνας”, την οποία αναφέρει ο αείμνηστος λαογράφος μας και ποιητής, Κωστής Φραγκούλης; Πρόκειται για την Δευτέρα, μετά την Κυριακή του Θωμά όπως οι παλαιότεροι την ήξεραν και την έλεγαν έτσι. Πήρε βέβαια αυτό το όνομα από το γεγονός ότι μετά από το τέλος της Διακαινήσιμης εβδομάδας στα χωριά την είχαν ως μέρα αργίας.

Έβγαζαν έξω τα κρεβάτια τους, ξύλινα με σανίδες και στηρίζονταν πάνω στα στρίποδα (υπήρχαν βέβαια και πολυτελείας κρεβάτια για τις ανώτερες προφανώς κοινωνικές τάξεις), τα οποία περιχύνανε με ζεματιστό-καυτό νερό που είχαν ετοιμάσει. Αυτό είχε σαν σκοπό να σκοτώσει τους κοριούς κυρίως, αλά και άλλα ανεπιθύμητα έντομα τα οποία την νύχτα δεν άφηναν σε “χλωρό κλαρί” τους κοιμωμένους και με τα τσιμπήματά τους γίνονταν ενοχλητικά. Με την ευκαιρία βέβαια αυτή βγάζανε και τα στρωσίδια επίσης προκειμένου να γίνει η καθιερωμένη απολύμανση.

Έτσι, στρώματα, πατανίες, κουβέρτες, χράμια, γενικότερα  όλη η κρεβατόστρωση του χειμώνα πρέπει να πλυθεί με αλουσά θολόσταχτη και να απλωθεί στον ήλιο για να στεγνώσει, να αεριστεί από τον αέρα της άνοιξης και να στεγνώσει. Μ’ αυτό τον τρόπο έφευγαν οι σκόνες αλλά και οι αιμοπότες ψύλλοι και κοριοί, αφήνοντας ήσυχους τους ανθρώπους.

Φανταστείτε ότι εκείνη την εποχή τα εντομοκτόνα ήταν ανύπαρκτα και μόνο το καυτό νερό και τα συνακόλουθα ήταν τα μέσα της θεραπείας. Εκτός απ’ αυτές τις κινήσεις, ράντιζαν και το σπίτι στις γωνίες του κυρίως με φύλλα και άνθη του Επιταφίου αλλά και από τα φύλλα του Μεγάλου Σαββάτου, αυτά που ο ιερέας ρίχνει στην εκκλησία ψάλλοντας το “Ανάστα ο Θεός Κρίνων την γην”.

Όπως μας αναφέρει στα χρονογραφήματά του ο Κωστής Φραγκούλης, οι χωριανοί “κουκίζανε” ραντίζανε δηλαδή τα δωμάτια του σπιτικού τους στις τέσσερις γωνίες και κυρίως την κρεβατοκάμαρα (προφανώς εκτός των εντόμων να εκλείψει και η κρεβατομουρμούρα). Στο μίγμα που θα ράντιζαν προσέθεταν και στάχτη από τα ξύλα με τα οποία κάψανε τον Ιούδα τη νύχτα της Ανάστασης.

Ο “άθος τση φουνάρας” πίστευαν ότι έχει και θεραπευτικές ιδιότητες σε δερματικά νοσήματα, αφού προερχόταν από την αγιασμένη τελετουργία της Ανάστασης και αφού επρόκειτο για το εξαγνισμένο πυρ της εκδικήσεως. Βέβαια ο μοναδικός μας λαογράφος δεν παραλείπει να μας αποζημιώσει και με την παρακάτω μαντινάδα, της οποίας το περιεχόμενο πάλι είναι το πυρ αλλά  όχι της εκδίκησης (αυτό που καίει τον Ιούδα) αλλά το πυρ το ερωτικό ανάμεσα στον νέο και την νέα:

“Σαν τη φουνάρα της Λαμπρής

που καίει τον Ιούδα,

με καίνε και τα μάτια σου

γλυκιά μου κοπελούδα”

Για τη “Δευτέρα τση μαμούνας” υπάρχουν και άλλα παρατηρήματα. Εκείνη την ημέρα οι νοικοκυρές δεν ράβουνε, δεν μπαλώνουνε, δεν υφαίνουν στον αργαλειό γιατί οτιδήποτε δημιούργημά τους κινδυνεύει να το φάει το μαμούνι. Προφάσεις; Πραγματικότητα; Ποιος ξέρει.

Το σίγουρο είναι ότι η ενεργητικότητα των εντόμων πιθανόν να περιοριζόταν και η επιθετικότητα των κοριών και των ψύλλων να ήταν  ήπιας μορφής. Όσο για το φαινόμενο της κρεβατομουρμούρας, πιστεύω ότι είναι το άλας του έγγαμου βίου, είναι αυτό που τον νοστιμίζει και τον ανανεώνει και καθίσταται αναγκαία την ύπαρξή της!