Η Τερέζα της Άβιλα κλείστηκε σε μοναστήρι για να γλιτώσει τη συζυγική φυλακή. Καλύτερα δούλη του Θεού παρά του άνδρα.
Όμως ο Άγιος Παύλος είχε παραχωρήσει τρία δικαιώματα στις γυναίκες: «να υπακούουν, να υπηρετούν και να σωπαίνουν». Κι ο εκπρόσωπος του Θεού, ο πάπας, καταδίκασε την Τερέζα «επειδή ήταν φύση ανήσυχη, ανυπόταχτη και ανυπάκουη, και με πρόσχημα την ευλάβειά της επινοούσε κανόνες για τις γυναίκες αντίθετους με εκείνους του Αγίου Παύλου, που είχε πει ότι οι γυναίκες δεν πρέπει να διδάσκουν».
Η Τερέζα είχε ιδρύσει στην Ισπανία αρκετά μοναστήρια όπου οι καλόγριες δίδασκαν με επιτυχία, και στα διδάγματά τους εκείνο που είχε σημασία ήταν η αρετή, όχι η καταγωγή, ενώ αδιαφορούσαν για την καθαρότητα του αίματος.
Το 1576 την κατήγγειλαν στην Ιερά Εξέταση, γιατί ο παππούς της, μολονότι υποστήριζε πως είναι παλιός χριστιανός, ήταν στην πραγματικότητα προσηλυτισμένος Εβραίος, και γιατί οι μυστικιστικές της εξάρσεις ήταν έργα του Διαβόλου, ο οποίος είχε εισχωρήσει στο γυναικείο κορμί της.
Τέσσερις αιώνες αργότερα, ο ετοιμοθάνατος Φρανθίσκο Φράνκο είπε να του φέρουν το δεξί χέρι της Τερέζας για να διώξει το Διάβολο από το νεκρικό του κρεβάτι. Εκείνο τον καιρό είχαν αλλάξει τα πράγματα, και η Τερέζα είχε γίνει αγία και πρότυπο γυναίκας στην Ιβηρική Χερσόνησο, και τα λείψανά της είχαν σκορπίσει σε διάφορες εκκλησίες της Ισπανίας, εκτός από ένα πόδι που βρέθηκε στη Ρώμη.
Γυναικοκτονία, ορισμός: έγκλημα μίσους που βασίζεται στο φύλο, ο οποίος γενικά ορίζεται ως «η δολοφονία γυναικών (ή κοριτσιών) επειδή είναι γυναίκες», αν και οι ορισμοί ποικίλλουν ανάλογα με το πολιτισμικό τους πλαίσιο. Η λέξη γυναικοκτονία καταγράφηκε για πρώτη φορά το 1820 έως το 1830. Ο όρος γυναικοκτονία χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Αγγλία το 1801 για να υποδηλώσει «τη δολοφονία μιας γυναίκας». Το 1848, αυτός ο όρος δημοσιεύθηκε στο νόμο λεξικό νομικών όρων του Wharton’s.
Η φεμινίστρια συγγραφέας Ντιάνα Ε.Χ. Ράσελ (Diana EH Russell) ήταν το πρώτο πρόσωπο που καθόρισε και διέδωσε αυτόν τον όρο στη σύγχρονη εποχή, το 1976. Ορίζει τη λέξη ως «τη δολοφονία γυναικών από άντρες επειδή είναι γυναίκες». Άλλες φεμινίστριες δίνουν έμφαση στην πρόθεση ή τον σκοπό της πράξης που απευθύνεται σε γυναίκες ειδικά επειδή είναι γυναίκες.
Άλλοι περιλαμβάνουν και τη θανάτωση γυναικών από γυναίκες. Συχνά, αμφισβητείται η αναγκαιότητα ορισμού της δολοφονίας γυναικών χωριστά από τη συνολική ανθρωποκτονία. Η ενδοοικογενειακή βία επηρεάζει 3 στις 10 γυναίκες καθ ‘όλη τη διάρκεια της ζωής τους και εκτιμάται ότι το 13,5% των ανθρωποκτονιών συνολικά εμπλέκονται σε στενούς συντρόφους και το ποσοστό αυτό των δολοφονιών είναι έμφυλο. Οι αντίπαλοι υποστηρίζουν ότι, δεδομένου ότι πάνω από το 80% όλων των θυμάτων δολοφονίας είναι άνδρες, ο όρος δίνει μεγάλη έμφαση στη λιγότερο επικρατούσα δολοφονία γυναικών.
Ωστόσο, ένας σύντροφος είναι υπεύθυνος στο 40% περίπου των ανθρωποκτονιών με θύμα γυναίκα, σε σύγκριση με το 6% της ευθύνης των συντρόφων σε ανθρωποκτονίες που αφορούν άντρα ως θύμα. Η μελέτη της γυναικοκτονίας αποτελεί κοινωνική πρόκληση.
Κι αν από την Αγία Τερέζα έως τα σύγχρονα γυναικεία θύματα έχουν κυλήσει αιώνες, το έγκλημα επαναλαμβάνεται αδιάλειπτα, επειδή η γυναίκα διεκδικεί και είναι ανυπάκουη και δεν υπηρετεί απλά, και εν κατακλείδι δεν φοβήται τον άνδρα.
* Ο Αριστείδης Αρχοντάκης είναι συγγραφέας-φυσικός