Ογδόντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τον πόλεμο του 1940-41.
Ένας πόλεμος ανάμεσα στην Ελλάδα, τη φασιστική Ιταλία και τη χιτλερική Γερμανία. Κατά τη διάρκεια του 1940, η Κεντρική Ευρώπη ήταν υποδουλωμένη στους Γερμανούς και μόνο η Αγγλία αντιστεκόταν στον αέρα.
Έτσι, ουσιαστικά, επί εδάφους, το 1940-41, αντιστεκόταν μόνο η Ελλάδα, γεγονός που προξένησε τον θαυμασμό των Συμμάχων, με θριαμβικά λόγια, αν και μετά τον πόλεμο ξεχάστηκαν και με δικές μας ευθύνες.
Έχουν γραφεί σχετικές αναλύσεις και ερμηνείες σχετικά με το φρόνημα των Ελλήνων στρατιωτών και την κινητοποίηση του ελληνικού λαού, ανδρών και γυναικών.
Σαφώς, ο αγώνας του 1940-41 ήταν καταρχήν εθνικός, μια και το φρόνημα του στρατού και λαού ήταν υψηλό, με το μέτωπο αρραγές και με εθνική ομοψυχία, για την ακεραιότητα τής χώρας αλλά και την εθνική ελευθερία.
Παραλλήλως, όμως, ο αγώνας και το αίσθημα του λαού και των φαντάρων ήταν ένα καζάνι που έβραζε από το 1936, με τη στέρηση της πολιτικής και προσωπικής ελευθερίας από το φασιστικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου.
Έτσι, το έθνος ανταποκρίθηκε επαρκώς, ανάλογα με τις δυνάμεις του, στο διμέτωπο αυτό αγώνα, κάτω από δύσκολες συνθήκες, όχι μόνο λόγω της διαφοράς σε ανθρώπινο δυναμικό αλλά και σε εξοπλισμό.
Κλασικό δείγμα η έλλειψη αντιαρματικών και αντιαεροπορικών όπλων, έλλειψη αρμάτων μάχης, ανεπάρκεια πυροβολικού και μηχανοκίνητων, ενώ τα τουφέκια, οι όλμοι και τα κανόνια ήταν παρωχημένης τεχνολογίας.
Η Ιταλία, στις 28 Οκτωβρίου 1940, διέθετε 400 αεροπλάνα, σε αντίθεση με την Ελλάδα που είχε 89 κάθε κατηγορίας, εκ των οποίων τα 50 ήσαν παλαιού τύπου μαχητικά.
Μια προσεκτική ιστορική προσέγγιση σήμερα, θεωρούμε ότι είναι απαραίτητο να στραφεί στις αντιξοότητες που τότε υπήρχαν και που αυξάνουν τον θαυμασμό για τον διμέτωπο αγώνα των φαντάρων και του λαού.
Η πρώτη είναι η στάση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Η δεύτερη είναι η εξωτερική πολιτική της Γερμανίας, από τη Βαϊμάρη (1933), καθ’ όλη τη διάρκεια όλου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που φτάνει ως τις μέρες μας, στη χώρα μας, μαζί με την ελληνική εξωτερική μας πολιτική.
Το δικτατορικό καθεστώς, λοιπόν, της 4ης Αυγούστου χαρακτηρίζεται ως “ουδετερόφιλο”, αν και ο βασιλιάς ήταν αφοσιωμένος στους Άγγλους. Παρά τον αντικομμουνισμό του, ο Μεταξάς προσανατολιζόταν προς τους Συμμάχους, ιδίως την Αγγλία, από το 1939.
Την ίδια περίοδο ακολουθούσε μια ουδέτερη εξωτερική πολιτική, ενώ φρόντιζε να μην δυσαρεστήσει τους Γερμανούς και να μην προκαλέσει τους Ιταλούς, που είχαν καταλάβει την ίδια περίοδο την Αλβανία, στις 7 Απριλίου 1939.
Κατά συνέπεια, αμελούσε να πάρει ουσιαστικά μέτρα στρατιωτικής ασφάλειας, εν όψει ενός μελλοντικού πολέμου. Μ’ άλλα λόγια, προφασιζόταν ότι αγνοούσε τον πόλεμο στη γειτονιά του. Η Ιταλία ήδη από τον Αύγουστο του 1939 συγκέντρωνε δυνάμεις στην Αλβανία, ενώ η Ελλάδα απλώς μετακινούσε εφέδρους στην Ήπειρο και Μακεδονία.
Ο τορπιλισμός της “Έλλης” από το ιταλικό υποβρύχιο, 15 Αυγούστου 1940, αποσιωπήθηκε από ελληνικής πλευράς, στα πλαίσια της ουδέτερης εξωτερικής πολιτικής.
Είχε φτάσει, βεβαίως, η κατάσταση στο απροχώρητο, όταν η Γερμανία ασκούσε πίεση στην Ελλάδα να φανεί συμβιβαστική με την Ιταλία, όπως φάνηκε από τα δύο τηλεφωνήματα του Μεταξά στο Βερολίνο, με σκοπό να πληροφορηθεί για τις γερμανικές διαθέσεις.
Σημειωτέον ότι τα οχυρά στη Μακεδονία, του Ρούπελ, απέβλεπαν αποκλειστικά να αποκρούσουν τον από βορρά βουλγαρικό κίνδυνο και όχι εκείνον από την πλευρά της Αλβανίας.
Επίσης, η Ελλάδα ακολουθούσε μιαν “έντιμον στάση” για να μη δυσαρεστήσει τους Γερμανούς και να μην προκαλέσει τους Ιταλούς, εκδηλώνοντας μια “ουδετεροφιλία”, κατά τον Αλέξανδρο Παπάγο. Κατά συνέπεια, “αμελούσε να πάρει και τα στοιχειώδη μέτρα στρατιωτικής ασφάλειας” (Κέδρος, 46) κατά των ενδεδειγμένων εχθρών. Ακολουθούσε, μ’ άλλα λόγια, την τακτική “αν θέλεις ειρήνη, κάνε πως αγνοείς τον πόλεμο” (ό.π., 49).
Το δεύτερο θέμα έχει σχέση με την αναθεωρητική και ιμπεριαλιστική στρατηγική της Γερμανίας, κατ’ αρχήν με τη θεωρία περί ζωτικού χώρου και τη μη τήρηση των συμφωνιών. Εισέβαλε στην Αυστρία, στην Πολωνία, διέλυσε την Τσεχοσλοβακία και κατέκτησε την Κεντρική Ευρώπη ως τη Γαλλία, ενώ από τις 22 Ιουνίου 1941 παραβίασε το Σύμφωνο μη επιθέσεως Γερμανίας-Σοβιετικής Ένωσης που είχαν υπογράψει στις 23 Αυγούστου 1939 ο Ρίμπεντροπ και ο Μολότοφ.
Κατ’ αναλογίαν, η Τουρκία στις μέρες μας, ως αναθεωρητική δύναμη αναβιώνει τη θεωρία του “ζωτικού χώρου” και εισβάλλει σε γειτονικές και μη χώρες, ακυρώνει τις συμφωνίες που έχει συνάψει με την Ελλάδα.
Ως εκ τούτου, από την πλευρά της Ελλάδας δεν επιτρέπεται ένας νέος εφησυχασμός αγνόησης, όπως συνέβη, από το 1974 και εξής, του κινδύνου, στα πλαίσια της θεωρίας του Μεταξά “αν θέλεις ειρήνη, κάνε πως αγνοείς τον πόλεμο”.
Παρά τις όποιες αδυναμίες ή δυσκολίες της χώρας στον διμέτωπο, διπλό πόλεμο του 1940-41, Ιταλίας και Γερμανίας, συμπερασματικά ο εθνικός αγώνας ήταν και ένας αγώνας για την παγκόσμια ειρήνη και τη διεθνή νομιμότητα.
Ένας αγώνας αιματηρός, που στοίχισε ακριβά στα βουνά της Αλβανίας και στα οχυρά της Μακεδονίας, όπως αποκαλύπτουν, εκτός των άλλων, και οι δεκάδες μαρτυρίες αγωνιστών που ευτυχήσαμε να διασώσουμε.
Μεταξύ αυτών, ο Νίκος Μαυράκης, διερμηνέας της Μεραρχίας Κρητών στην Αλβανία, στην εξαιρετική αφήγησή του στο βιβλίο του “Φυλακές Stein” που μεταφράστηκε προσφάτως στην Αυστρία, αφηγείται, εκτός των άλλων, για τη μάχη στα “Τρία Αυγά”, κοντά στο Τεπελένι, στις 9 Μαρτίου 1941.
Μια μάχη που διηύθυνε προσωπικά ο Μουσολίνι. Ο Μαυράκης, ρεαλιστικά λοιπόν, μας αφηγείται: “Υπήρξανε σημεία κυρίως στα “Τρία Αυγά”, κοντά, από επίσημες πληροφορίες τις οποίες είχαμε μέσω του Άλφα Δύο που είπα και πριν ότι ήμουνα, που χαράδρα στη χαράδρα μέτρησαν μέχρι δέκα πέντε πτώματα το ένα πάνω στο άλλο.
Δηλαδή, πήγαν από τη χαράδρα, για να υπερκεράσουνε τμήματα δικά μας, τους πήρανε χαμπάρι τα μυδράλια που ήταν δεξιά, αριστερά τα δικά μας, και όπως τους χτυπούσαν, σαν στάχυα έπεφταν μέσα στη χαράδρα” (Σανουδάκης-Μαυράκης, 33).
Στα οχυρά, επίσης, της Μακεδονίας πολέμησε, τον Απρίλη του 1941 και ο καπετάν Μιχάλης Σαμαρίτης λοχίας του Πεζικού και αργότερα καπετάνιος του ΕΛΑΣ.
Μας αφηγείται, λοιπόν, ότι, όταν έφθασαν οι Γερμανοί στα χαρακώματα του Ανταλόφου Ξάνθης, κοντά στο οχυρό, “με ψαλίδια άρχισαν να κόβουν τα σύρματα, τα συρματοπλέγματα δίπλα απ’ το παράχωμα.
Τότε πήραμε εντολή και τους χτυπήσαμε με χειροβομβίδες, έγινε, πράγματι, εκεί μια σκληρή μάχη. Οι Γερμανοί συμπτύχθηκαν, οπισθοχώρησαν και μετά μισή ώρα πέντε στούκας, τα οποία για πρώτη φορά βλέπαμε εμείς και χωρίς να ξέρομε και τι ήταν αυτά που ρίχνανε, στην αρχή το πρώτο αεροπλάνο που πέρασε έριξε ένα κόκκινο μπαλόνι, πίσω ερχότανε τα τέσσερα βομβαρδιστικά και άρχισαν να ρίχνουν δέσμες από βόμβες” (Σανουδάκης- Σαμαρίτης, 44).
Και της κυρίως Ελλάδας, όμως, οι ένοπλοι από την πρώτη μέρα της 28ης Οκτωβρίου έδωσαν τον δικό τους ηρωικό και ματωμένο αγώνα.
Ο Αλέκος Παπαγεωργίου, πατέρας της ιατρού Ελένης Παπαγεωργίου στο “Βενιζέλειο” Νοσοκομείο, ανθυπολοχαγός τότε του 6ου Συντάγματος (αργότερα αξιωματικός στον ΕΛΑΣ και τον Δ. Σ. E.) αφηγείται στα απομνημονεύματά του. Περιγράφει, λοιπόν, μετά τη νίκη στο Μπούλαρατ της Αλβανίας, τη μάχη στις Γεωργουτσάτες.
“Εκεί δόθηκε σκληρή μάχη. Ήταν το προπύργιο του Αργυροκάστρου. Πέφτοντας η γραμμή στο χωριό Γεωργουτσάτες, ο δρόμος ήταν σχεδόν ελεύθερος για την κατάληψη του Αργυροκάστρου. Η πρώτη γραμμή έπεσε. Ετοιμαζόμασταν για την τελική επίθεση.
Εκεί σκοτώθηκε ο χειριστής του οπλοπολυβόλου. Έτσι το πήρα εγώ. Μετά τις πρώτες ριπές με χτύπησε σφαίρα πολυβόλου από ένα ύψωμα που ήταν αριστερά μας και αντιστεκόταν. Τραυματίας πλέον, με πήραν για το Σταθμό επιδέσεως και κατόπιν για το Νοσοκομείο Ιωαννίνων” (Παπαγεωργίου, 42).
Την ενότητα των Δυνάμεων, εθνικών και πολιτικών (γνωστή είναι η επιστολή του Ζαχαριάδη από την Ακροναυπλία), αλλά και την ενότητα του λαού, σηματοδοτεί στις μέρες μας, μετά από ογδόντα χρόνια, το έπος του 1940-41. Σε εποχή που όμοια απειλή έχει εμφανιστεί από Ανατολάς, με τις ίδιες αναθεωρητικές και μιλιταριστικές διαθέσεις. Η νεο-οθωμανική Τουρκία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Αντρέα Κέντρου, Η Ελληνική Αντίσταση 1940-44, Θεμέλιο, Αθήνα 1981.
- Αντώνης Σανουδάκης, Νίκος Μαυράκης, Φυλακές Stein, Κνωσός, Αθήνα, 1986
- Του ίδιου, Αντώνης Σανουδάκης-Μιχάλης Σαμαρίτης, Καπετάνιος του ΕΛΑΣ, Ματωμένα χρόνια, Ταξιδευτής, Αθήνα, 2014.
- Αλέκου Παπαγεωργίου, Συνταγματάρχη Ε.Α., Εμπειρίες ένοπλων αγώνων, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2001.
*Ο Αντώνης Σανουδάκης είναι επιτ. καθηγητής Ιστορίας – συγγραφέας