Παραμονή των Χριστουγέννων και της ονομαστικής εορτής του έφυγε ο Μανώλης Παπαϊωάννου.
Με τον αείμνηστο Μανώλη είμαστε από παιδιά φίλοι και συμμαθητές στις δύο τελευταίες τάξεις του γυμνασίου στον «Κοραή». Πρόσχαρος και ιδιαίτερα αγαπητός στις παρέες, απολάμβανε τη χαρά της ζωής σε στεριά και θάλασσα.
Εκείνο όμως που έκανε ξεχωριστό το Μανώλη, ιδίως για μένα, ήταν η ευψυχία του και η διάθεσή του να αγωνιστεί κατά της Δικτατορίας. Αμέσως μετά την καταραμένη 21η Απριλίου, και ενώ ακόμα βρισκόμουν στην παρανομία, φρόντισε να συναντηθούμε και έγινε ο πιο στενός μου συνεργάτης. Πάντα πρόθυμος για κάθε δύσκολη αποστολή, ήταν μαζί με το Γιώργο Γιαννόπουλο οι πιο στενοί μου συνεργάτες και οι σύνδεσμοί μου με τα υπόλοιπα μέλη της Αντιστασιακής μας Οργάνωσης ΔΕΚΑ Κρήτης.
Τελικά τα μεσάνυχτα της 5-6 Νοεμβρίου 1967, σύμφωνα με τα σχέδιά μας, έγιναν ταυτόχρονα τέσσερις εκρήξεις κροτίδων στο κέντρο του Ηρακλείου. Τη μία από αυτές, στο ξενοδοχείο Αστόρια, την πυροδότησε ο ίδιος, αφού εκείνος που είχε οριστεί γι’ αυτήν δεν ήλθε στο ραντεβού. Αμέσως ο Μανώλης προθυμοποιήθηκε να αναλάβει να την πυροδοτήσει αυτός, καίτοι ήταν άλλος και πιο σημαντικός ο ρόλος του, καθώς εγώ είχα αποφασίσει ότι θα κατέφευγα οριστικά στην παρανομία και ο Μανώλης θα αναλάμβανε αναπληρωτής μου.
Ο Μανώλης, που δεν είχε πολιτική στράτευση πριν τη Δικτατορία, δεν ήταν σεσημασμένος και μπορούσε να κινείται άνετα. Εκείνο το βράδυ μετά την έκρηξη, διέσχισε την πλατεία Ελευθερίας από το Αστόρια ως το κτήριο του Ντορέ και πήγε στην Περιηγητική Λέσχη, της οποίας το Συμβούλιο και τα μέλη ήταν γνωστοί Ηρακλειώτες, υπεράνω υποψίας.
Έτσι ο Μανώλης δεν ήταν ανάμεσα στους κυριολεκτικά εκατοντάδες μέλη της ΕΔΗΝ που συνελήφθησαν την επομένη των εκρήξεων και των πυροβολισμών. Φρόντισα μάλιστα να ειδοποιηθεί για τη σύλληψή μου λίγες μέρες αργότερα και το βασανισμό μου. Δυστυχώς κάποιος από τους συλληφθέντες ανέφερε ότι είχε έρθει σπίτι μου να παραλάβει μια κροτίδα και η Χωροφυλακή άρχισε να τον αναζητά. Ο Μανώλης το αντελήφθη εγκαίρως και βρήκε καταφύγιο στο Γιάννη Μιχελιδάκη.
Η χούντα όμως εφήρμοσε και στην περίπτωσή του τη συλλογική οικογενειακή ευθύνη. Συνέλαβαν το δεκαπεντάχρονο μαθητή αδελφό του Γιώργο, καθώς και τον ασθενή και υπερήλικα θείο του, γιατρό νευρολόγο Χριστόφορο Παπαϊωάννου. Έτσι αναγκάστηκε να παρουσιαστεί για να τους αφήσουν ελεύθερους.
Τελικά, μετά τις φοβερές ανακρίσεις και τα βασανιστήρια, το Έκτακτο Στρατοδικείο Χανίων καταδίκασε το Μανώλη σε φυλάκιση 30 μηνών. Στη δίκη μας ανέλαβα εγώ την ευθύνη της έκρηξης στην Αστόρια κι έτσι ο Μανώλης γλύτωσε από την κακουργηματική ποινή. Έμεινε στις φυλακές Χανίων, Καλαμίου και Αίγινας, παλικαρίσια κι αγόγγυστα, δύο χρόνια.
Θεώρησα χρέος μου ν’ αποχαιρετήσω, με το σύντομο τούτο κείμενο το Μανώλη, αφού δυστυχώς, όντας χειρουργημένος στην Αθήνα, ήταν αδύνατον να παρευρεθώ στην κηδεία του.