Εμείς πάλι τη ξέρουμε σαν Πύλη του Παντοκράτορα και δίπλα της ανοιχτή υπάρχει μια καμάρα, γέφυρα, Πόρτα,  που τη φτιάξαμε στα χρόνια τα νεότερα να ΄ρχονται  οι φίλοι, οι γνωστοί, οι έμποροι κι οι πραματευτάδες.

Χαθήκανε τα ζωντανά πια, τώρα μπαίνουνε με τις κούρσες  και τα φορτηγά τους στη Χώρα, ερχόμενοι  απ΄ τα Χανιά το Ρέθυμνο κι όλα τα δυτικά χωριά  της Κρήτης. Χανιόπορτα τη ξέρει όλος ο κόσμος κι είναι  από τις πιο όμορφες, τις πιο περασάδικες  και ίσως με τη λιγότερη ιστορία στα γραφούμενα…

Δύο πόρτες και μία μεγάλη γεφυρωτή καμάρα στην ευρύτερη περιοχή, στη συνοικία του Γενί Τζαμί, στη Strada Panigra στο τελείωμα της ή για άλλους στην αρχή της Λεωφ.Α.& Μ. Καλοκαιρινού.

Έρημος ο δρόμος σήμερα το πρωί. Παρασκευής ξημέρωμα, άπνοια στον αέρα. Μυρωδιές της νύχτας και του πρωινού  κι εικόνες θολές, μακρινές σε θύμησες κι ιστορήματα που  τριγυρνούσαν στο μυαλό μου μέρες τώρα. Έβαλα πάλι στο ποδήλατο σε μια γωνιά κι άρχισα να περπατώ  στο καινούργιο πλακόστρωτο κοιτώντας ψηλά τα μαρμάρινα μετάλλια και οικόσημα.

Πύλη του Παντοκράτορα

Τον περήφανο λέοντα της Βενετιάς και πάλι με κατεστραμμένο το πρόσωπο του όπως όλα τα μαρμάρινα που σώθηκαν και που  τα έφτιαξαν οι Ενετοί. Οι Οθωμανοί τα κατάντησαν έτσι δείχνοντας   τη δική τους μανία στα όσα βρήκαν, μόνο εκεί, ευτυχώς. Λατινικές γραφές κι ελληνικά γράμματα γύρω από τη φιγούρα του Παντοκράτορα πάνω στα τείχη τα Δυτικά  που γιόμισαν κάποτε ρωγμές και λαβωματιές  σαν προσπάθησαν  να κατακτήσουνε  την πόλη οι …αλλόθρησκοι!

Πύλη του Παντοκράτορα

Μυρωδιά κοπανισμένου καφέ που σιγοψήνονταν στη θράκα «έβγαινε» από τον καφενέ του Γράνταλη κι είχαν αρχίσει οι Μουστερήδες να παίρνουν θέση στους χαμηλούς σοφράδες. Έγειρα το κεφάλι μου να δω την ώρα στο μεγάλο ρολόι, το εκκρεμές, που κρέμονταν από τον μεγάλο του δείκτη,  εκείνο το βαρκάκι με τα άσπρα πανιά…

Η Χανιώπορτα

6 .15 ακριβώς… Γλυκό πολύ το χάραμα. Είχαν ανοίξει και οι δυο μεγάλες Πόρτες. Κι οι σιδερένιες και οι ξύλινες καγκελόπορτες κι ήδη οι πρώτοι αγωγιάτες περνούσανε μέσα στο Κάστρο. Ο αλμπάντης ο κυρ Γιάννης ο Πολιτάκης, φορτωμένος με πέταλα και γιατροσόφια, έτρεχε να ανοίξει το μαγαζί του. Δουλειά θα΄χε σήμερα, το βουητό των ανθρώπων, τα γκαρίσματα των γαιδάρων και τα κτυπήματα πάνω στα πλακόστρωτα σοκάκια μετρούσαν βήματα πολλά…

Η κρήνη του Καλοψούζ 1914

Στην υπέροχη Κρήνη του Καλοψούζ, στα μαρμάρινα σκαλοπάτια της κάθονταν δυο τρεις ταξιδιώτες κρατώντας τα ντενεκάκια τους. Προσπαθούσαν να τα γεμίσουν νερό, να ξεδιψάσουν από τις πρωινές καούρες. Ένας αρχοντάνθρωπος με τον γάιδαρό του στεκόταν έτοιμος θες για φωτογράφηση από εκείνον τον ένα και μοναδικό Μπεχά τον φωτογράφο που ΄χε αφήσει το δικό του ποδήλατο, δίπλα στο δικό μου κι έψαχνε τις στιγμές ανάμεσα στο πολύβουο πλήθος.

Στην υπέροχη Κρήνη του Καλοψούζ

«Αχινοπόδια, αγκαραθιές ,ανελαμπίδια… » φώναζε ο Κυρ Μιχάλης ο Γαρδέλις, ο πιο έμπιστος αχινοποδάς, όπως ανέβαινε στην αγορά του Κεχαγιά-Μπέη Τσαρσισή κι ήδη δυο τρεις νοικοκυρές από τα γειτονικά σοκάκια έστηναν αυτί να σιγουρευτούν πως ήταν ετούτη η γνώριμη φωνή  για να πάρουν τα καλύτερα προσανάμματα …

Πλήθαιναν οι πραματευτάδες που περνούσαν την μια από τις δυο Πύλες. Γαϊδουράκια φορτωμένα με λαχανίδες, τσουκάλια, λαήνες, χαβρούζα* και θυμιατά και άλλοι με πιθάρια δεξά και ζερβά δεμένα απ’  τα σαμάρια με λογιώ λογιώ όσπρια και  λαχανικά ολόφρεσκα.

Περνούσαν μπροστά από το μαγέρικο του κυρ Μιχάλη που χε στήσει  τηγάνι πρωί πρωί με δύο τρία φύλλα μπακαλιάρου. Φτωχογιάννη το φωνάζανε τούτο τον μεζέ  κι η τσίκνα από το καυτό λάδι και  το αλευρωμένο ψάρι χύνουνταν  σε όλο το δρόμο του Γενί Τζαμί κι έφτανε ίσαμε τον αποπάνω που΄ταν όλα τα βυρσοδεψεία και ανακατευόταν με τη  μυρωδιά από τις προβιές των αιγοπροβάτων.

Κι όσο προχωρούσε η ώρα, κι ανέβαινε ο κουρνιαχτός κι η μυρωδιά από τις καβαλίνες κι η ζέστη του ηλίου που προμηνούσε το έμπα του καλοκαιριού  έτρεξα να προλάβω τον Ασάν Αγά τον Καρμούζο να πάρω μιας δεκάρας από το στρουφιγμένο στο ξυλίκι του Καμίχ-ελ βασύ, γλύκισμα ζηλευτό. Και τότε να ‘σου κι ο Χασάν με το Κετέν ελβασί  που διαλαλούσε με βροντερή  φωνή  :

«Ζάχαρη ζάχαρη, μαντζούνι μοναδικό κρατώ!» Χρωματιστό « μαλλί της γριάς» ήταν το μαντζούνι. Που και που λίγες κάτασπρες αραχνοΰφαντες ίνες που ΄χαν μέσα τους κοπανισμένα αμύγδαλα. Αυτό το γλύκισμα, αυτός ο πειρασμός ήταν  το καμίχι  του Τούρκου Χασάν. Μπερδεύτηκα, δεν ήξερα τι να πρωτοδιαλέξω  κι από τη σκέψη με έβγαλε η διαπεραστική φωνή του Ντουρή:

«Μπρυζ- κιμπί (παγωτό), Μπρυζ – κιμπί,  Ντουντουρμάδες πουλώ και παράδες μαζώνωωωωωω…!»

Ένα μακρύ ξύλο είχε στους ώμους του με κρεμασμένα δυο ξύλινα βαρελάκια κι είχαν μέσα τους μπακιρένια γιουσούμια με παγωτό. Ανάμεσος του βαρελιού και του δοχείου χιόνι κι άχυρα ανακατωμένα είχαν μπει για να διατηρούν το παγωμένο γλύκισμα και μια κουτάλα τεράστια ήταν κρεμασμένη στο λαιμό του.

«Πόσο το δίνεις;»  του ψιθύρισα, τεντώνοντας το κεσεδάκι μου!

«Μια δεκάρα η κουταλιά» μου χαμογέλασε, αφήνοντας  να φανεί το φαφούτικο στόμα του κι ένα χρυσό δόντι που άστραψε στο φως του ήλιου σαν να ΄ταν πυγολαμπίδα της μέρας! Δεν αρνήθηκα τέτοιο πρωινό συναπάντημα κι έψαξα στις τσέπες μου για ψιλά… Όμως πουθενά πεντάρες, δεκάρες αλλά… διαφορετικά νομίσματα. Ένα ευρώ κατάφερα να πιάσω και την ίδια στιγμή μια πολύ δυνατή και καλοσυνάτη καλημέρα με έκανε να δω …το τίποτα!

Μια άγνωστη κυρία μου χαμογέλασε, σχεδόν πάνω της είχα πέσει και από τον ώμο της είδα πως ο δρόμος, το Γενί Τζαμί, είχε… αυτοκίνητα, μηχανάκια κι ανθρώπους ντυμένους με φράγκικα ρούχα, σύγχρονα. Σάστισα για μια στιγμή, αμέσως ήλθα στο σήμερα, μην φανώ αγενής κι αφηρημένη. Μόνο το ποδήλατο αναζήτησα και νόμισα είδα για μια  στιγμή τον Μπεχά να μου χαμογελά και να χάνεται…Μα αυτό είναι μια άλλη ιστορία…

Χάθηκαν όλα και πάλι… Οι τούρκικοι καφενέδες, το Σιβρί Τσεσμέ, η Κρήνη του Καλοψούζ, τα μαγέρικα, οι άνθρωποι. Μόνο οι δυο δίδυμες Πύλες ήταν στη θέση τους, τα μετάλλια και τα οικόσημα. Όλα τα άλλα γίνανε καπνός, θύμησες και φαντασία.

Τουλάχιστον, σκέφτηκα, δεν ξεχνώ την ιστορία μας…

*χαβρούζα = δοχείο νυχτός

ΠΗΓΕΣ:

**Με το ποδήλατο του στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου*, Ελένη Μπετεινάκη, 2018

Από όσα θυμούμαι το παλιό Κάστρο,Μανόλης Δερμιτζάκης, εκδ. Δοκιμάκης

Εφημερίδα Εθνική Φωνή, Μηνάς Βαρδαβάς

Χάνδακας, η Πόλη και τα Τείχη, Χρυσούλα Τζομπανάκη.