Του Μανόλη Σπανάκη*
Τότε που είχαμε τις επτά παχειές αγελάδες (επτά καλές χρονιές), που δεν ήταν επτά αλλά πολλαπλάσιο του επτά, πάνε πάνω από τριάντα χρόνια, που είχε αρχίσει ο τουρισμός δειλά-δειλά στην Τουρκία, αποφασίσαμε να συμμετάσχομε σε μια εκδρομή με λεωφορείο από Αθήνα. Τότε που τα πεντοχίλιαρα ήταν πετσετάκια, ήταν πρόκληση μια τέτοια εκδρομή στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου στον άλλοτε ευημερούντα ελληνισμό.
Πρώτος σταθμός η Βασιλεύουσα. Μιλλιούνια, άλλης ράτσας, άλλης κουλτούρας άνθρωποι. Άναρχη πλημμύρα οχημάτων, ο Θεός βοηθός. Ρίγη αγαλλίασης και μίσους. Ονειρεύεσαι ή έχουν γίνει πραγματικότητα οι ιστορίες, οι θρύλοι και τα παραμύθια για το σύμβολο της χριστιανοσύνης; “Museum Agiasofia” (μουσείο Αγιασοφιά) οι δύο λέξεις σε μία, για να μπερδεύεται ο τουρίστας, στην είσοδο του περιβόλου. Πήγες να συναντήσεις το Θεό στον μεγαλοπρεπέστατο, αέρινο, πολύπαθο και παραμελημένο αυτό ναό. Γιατί η Αγία Τράπεζα δεν είναι στο κέντρο του ιερού, αλλά δεξιότερα; Δεν ξέρει κανείς. Μετά έμαθα ότι έπρεπε να κοιτάζει προς τη Μέκκα, το ιερό σύμβολο των μουσουλμάνων. «Κοιμήσου και παρήγγειλα στην πόλη τα προικιά σου …». Ζωσμένος γύρω-γύρω με άσπρη κλωστή ήταν ο ναός του Αγίου Γεωργίου στα Πριγκιπόνησα από κάποια Τουρκάλα για να βάλει το χέρι του να αναρρώσει κάποιο αγαπημένο πρόσωπο.
Μια βόλτα στη μεταξένια Προύσα, όπου μας περίμενε ο Καραγκιόζης, για να αποτίσομε φόρο τιμής στον τάφο του, μας είχε ετοιμάσει και ένα έργο «η σιωπή» για να αναλογιστούμε και να θυμηθούμε τον ξέφρενο ενθουσιασμό και τα γέλια μας, με την κουλτούρα του και τις ατάκες του.
Διασχίζοντας τα μικρασιατικά παράλια το απέραντο μνημείο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, την κοιτίδα της φιλοσοφίας και των επιστημών, το τέρμα των καραβανιών της λάγνας ανατολής, τράβηξα πολλές φωτογραφίες των αρχαίων ελληνικών μαρμάρινων επιγραφών, τις οποίες αργότερα μελετήσαμε στον πίνακα του σχολείου με τα παιδιά.
Μια και μοναδική ερώτηση έκανα στον ξεναγό, μέσα στο λεωφορείο, σε άσχετο χρόνο: «Εσύ τώρα ξεναγείς Έλληνες τουρίστες και τους λες ότι όλα αυτά που βλέπετε είναι ελληνικά και το διαπιστώνομε και εμείς από το πλήθος των ελληνικών μαρμάρινων επιγραφών. Αν έχεις Σκανδιναβούς, Αμερικανούς, Αυστραλούς, Ρώσους κλπ. τουρίστες, τους λες ότι όλα αυτά τα μνημεία είναι ελληνικά;». Σιωπή για μερικά δευτερόλεπτα και μετά: «Να μου επιτρέψεις να μην σου απαντήσω». Μούδιασαν όλοι. Μετά από κατ’ ιδίαν παρακλήσεις, διαβεβαιώσεις και μπαξίσι για κάμποσες ημέρες, μου απαντά: «Λέω ότι είναι τέχνη της Ανατολίας». Αν όμως οι τουρίστες γνωρίζουν ελληνικά δεν θα σε διαψεύσουν;». «Εμένα έτσι μου έχουν πει να λέω».
Ποιά τέχνη της Ανατολίας, που από τον 18ο π.χ. αιώνα οι Μινωϊτες είναν καταλάβει στρατηγικά σημεία στα παράλια, που από τον 11ο π.χ. αιώνα είχε αρχίσει η μετανάστευση των Ελλήνων ανατολικά (Αιολείς, Ίωνες, Δωριείς), ενώ οι Ούννοι, Μογγόλοι, Τάταροι και διάφορα τουρκικά φύλα πολύ μεταγενέστερα με τη διάλυση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, έφιπποι, κατέβηκαν στη θάλασσα και στη συνέχεια κατέλαβαν την Ευρώπη; Θαυμασμός, απογοήτευση και εγρήγορση. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας έρχεται αντιμέτωπο με τη συνείδηση και αυτό είναι άκρως επικίνδυνο. Οι μεσογειακοί λαοί και οι λαοί της ανατολικής Ευρώπης μας θαυμάζουν, οι βόρειοι Ευρωπαίοι μας θαυμάζουν και μας μισούν και οι Τούρκοι οικειοποιούνται τα επιτεύγματά μας.
Ουφ… Πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θάναι. Κρεμάστε τον.
Πριν από μερικά χρόνια δημοσίευσα την παραπάνω εμπειρία, γιατί με είχε κάνει να διερωτηθώ για πολλά πράγματα. Εγέρασα, και από μικρός άκουγα: Σκάσε, έρχεται ο Αλβανός, η αρκούδα (ο Ρώσος), ο Βούλγαρος και ο Τούρκος. Είναι γεγονός, ότι όλοι αυτοί έβλεπαν την Ελλάδα εκλεχτό μεζεδάκι και γλειφόντανε. Όλοι όμως έκαναν πίσω, γιατί δεν τους έπαιρνε, εκτός από τους Τούρκους, που εκμεταλλευόμενοι την ανοχή και τις αδυναμίες μας, αποθρασύνονταν όλο και περισσότερο. “Τον έναν Έλληνα να τον φοβάσαι, τους δυο όχι γιατί θα τσακωθούνε”. Έτσι λένε οι Τούρκοι. Τόσα χρόνια ξεροσαλιάζουν, ξεροβήχουν, μας βλέπουν λοξά, σκάφτουν το λάκο μας και εμείς σωστά βέβαια, αλλά δεν αρκεί: “Το διεθνές δίκαιο”, “συνθήκες καλής γειτονίας”. Μου θυμίζουν τον μπάρμπα-Κωστή, μέλος του κοινοτικού συμβουλίου στο χωριό που όταν συνεδρίαζε, αυτός κοιμότανε. Ε!!! Κωστή, εσύ τί λες; Μετά βίας σήκωνε το κεφάλι, με κλειστά τα μάθια και απαντούσε: “Ότι λέει ο Νόμος” και συνέχιζε να κοιμάται. Θυμούμαι επίσης κάτι μερακλώματα, κουμπαριές, τραγουδιστές, πολιτιστικά δρώμενα με τους Τούρκους κλπ, για να δημιουργήσεις “συνθήκες καλής γειτονίας”.
‘Εκουζουλάθηκες, ξύπνα, γιατί τού ’δωσες μούρη του Τούρκου και έχει ήδη ανέβει στο κρεβάτι; Ξέχασες τι έλεγαν παλιά: Τούρκον είδες, μπάλα (βόλι) θέλει, κι άλλον είδες, κι άλλη θέλει. Ο εχθρός και ο κακός γείτονας δε γίνονται ποτέ φίλοι.. Θέλουν να σε ξανακάνουν ραγιά, αν και το τραβά ο οργανισμός σου, γιατί έχεις ξεχάσει τα τετρακόσα χρόνια σκλαβιάς από αυτούς.
Παλιότερα ισχυρίζονταν ότι ήταν απόγονοι των Τρώων και ήρθαν οι καταχτητές οι Έλληνες, αλλά δεν τους βγήκε, γιαυτό έγιναν μετά “γκρίζοι λύκοι, σύμφωνα με το μύθο τους, που όταν διέσχιζαν την Ασία, για να κατέβουν στη Μεσόγειο, τους οδηγούσε ένας γκρίζος λύκος από τα μονοπάτια. Κατά που τους συμφέρει, γυρίζει ο νους τους, όπως και ο πισινός τους.
Η αυθαίρετη καταπάτηση των συνόρων, των ορίων στις ιδιοκτησίες γνωρίζουν και οι άνθρωποι και όλα τα άγρια ζώα, ότι είναι αιτία πολέμου, casus belli. Ουδέποτε έβγαλες στους Τούρκους κόκκινη κάρτα, όταν σε απειλούν μέσα στο σπίτι σου, ενώ εκείνοι σου έχουν βγάλει άπειρες φορές.
Το αίσθημα κατωτερότητας τους οδήγησε να κάνουν την Αγιά Σοφιά τζαμί. Υποθέτω ότι και οι πιο σκληροί ισλαμιστές θα έχουν έλθει αντιμέτωποι με τη συνείδησή τους ενδόμυχα, με το να βάλουν άλλα ρούχα στο σύμβολο της χριστιανοσύνης. Μου θυμίζουν τους καλόγερους ενός μοναστηριού, που εν καιρώ νηστείας βάφτιζαν (λέει) το κρέας σε βρούβες (χόρτα) για να μην αμαρτάνουν.
Άφησε τις μεγάλες δυνάμεις, γιατί αυτές κοιτάζουν το συμφέρον τους και θυμίσου τις παραινέσεις του λόρδου Βύρωνα, τον εθνικό ύμνο, όρθωσε το ανάστημά σου και χτύπησε το χέρι στο τραπέζι.
Ουφ … μπορείς, υπερέχεις σε όλα, μην τ’ αφήνεις στον επόμενο.