Του Δημήτρη Χ. Σάββα

Δεκέμβρης… μήνας των εορτών, της θρησκευτικής περισυλλογής, της μοναδικής υμνογραφίας. Ο μήνας που ειρηνεύει και γαληνεύει τον άνθρωπο! Τέτοιες μέρες σε ηρεμούν από την συνεχή κοσμική ταραχή. Ο άνθρωπος ζει κοντά στην οικογένειά του, αφού το σπίτι γίνεται κυψέλη και φωλιά αγάπης. Πόσοι και πόσοι ξενιτεμένοι, τούτες τις μέρες επιλέγουν τη στιγμή αυτή για να βρεθούν κοντά στην οικογένειά τους. Περίοδος ηθών και εθίμων, παραδόσεων και δοξασιών, που πιθανότατα να τα γέννησε η ανάγκη της σπιτικής αναμονής, μπροστά στο φαινόμενο της ηλιακής αλλαγής.

Όλα αυτά δανείστηκαν το φως της μεγάλης νύχτας των Χριστουγέννων, το φως του άστρου, τα φώτα των νυχτερινών ακολουθιών, αλλά και τα φώτα από τις εορταστικές διασκεδάσεις. Σίγουρα, χρόνο με το χρόνο, εποχή με την εποχή, αλλάζουν οι συνθήκες της ζωής, αλλά και οι ανθρώπινες σκέψεις. Τα έθιμα όμως και οι παραδόσεις διατηρούνται, παραμένουν τα ίδια. Τέτοιες μέρες μαζεύονται οι άνθρωποι, κάθονται στο γιορτινό τραπέζι και χαίρονται τη θαλπωρή αυτών των ημερών. Μια οικογενειακή “περισυλλογή” των σκορπισμένων μελών της οικογένειας, με τους ναυτικούς μας να γυρίζουν από μακριά ή κοντινά ταξίδια, με τους φαντάρους να κανονίζουν την άδειά τους, τους φοιτητές να επιστρέφουν στα σπίτια τους, όπως και τους μαθητές, αφού σταματούν τα μαθήματα του σχολείου. Βέβαια το κάθε σπίτι παίρνει άλλη μορφή και οι ευχές για χρόνια πολλά, υγεία και ευτυχία, δίνουν και παίρνουν. Τικαλύτερο δώρο από το να έχουν μεταξύ τους αγάπη οι άνθρωποι; Ένα πρόσωπο αυτές τις μέρες όμως ξεχωρίζει και έχει την τιμητική του. Μια πραγματική ηρωίδα αυτών των ημερών, προσπαθεί να ευχαριστήσει την υπόλοιπη οικογένεια, αλλά και τους καλεσμένους. Είναι η κάθε Ελληνίδα νοικοκυρά, η μάνα μας, η αδελφή μας, η γυναίκα μας, η κόρη μας, η γιαγιά μας. Αυτή που πρέπει, αλλά και θέλει να τα ετοιμάσει όλα “εν τάξει”.

Πρωταρχικός αλλά και θεμελιακός ο ρόλος της Ελληνίδας νοικοκυράς στο χριστουγεννιάτικο παραδοσιακό σπίτι, τούτες τις γιορτινές μέρες. Σήμερα υπάρχει αφθονία γλυκών, εδεσμάτων και άλλων αγαθών στην αγορά και στα διάφορα εμπορικά κέντρα. Όμως το βάρος συνεχίζει να το παίρνει η κάθε νοικοκυρά. Μπορεί η σημερινή εξέλιξη να βοηθάει αυτό όμως δε σημαίνει ότι απαλλάσσεται η κάθε γυναίκα από την έγνοια της προετοιμασίας, που ενώ φαίνεται απλή, γίνεται στη συνέχεια αρκετά πολύπλοκη. Θέλω δε θέλω να ανατρέχω στα παιδικά μου χρόνια, στο χωριό μου, τον Λαύκο του νοτίου Πηλίου, στο πατρικό μου σπίτι, στους γονείς μου, στους συγγενείς μου, στους δασκάλους μου, αλλά και στους φίλους. Ο Θεός να συγχωρέσει εκείνους που έφυγαν και καλή ώρα σ’ όσους ζουν. Θυμάμαι την μακαρίτισσα την μητέρα μου από τα Νικολοβάρβαρα και μετά, να στρώνει το σπίτι μας με τα “καλά” του εκείνα τα μοναδικά πολύχρωμα πηλιορείτικα υφαντά του αργαλιού, με τα τόσο ζωντανά τους χρώματα! Έντονα, όπως και τα σχέδιά τους, έδιναν ένα ξεχωριστό  χρώμα. Μόλις έφτανε η γιορτή του Αγίου Σπυρίδωνα, στις 12 του Δεκέμβρη, έπρεπε να αρχίσει να σπάει τα καρύδια για τον μπακλαβά. Επιβάλλονταν η παρασκευή του, λόγω της εορτής του πατέρα μου, Χρήστος καθότι. Οσο περνούσαν οι μέρες προς το δωδεκαήμερο, τόσο περισσότερο η ένταση και οι φροντίδες της μητέρας μου αυξάνονταν. Πολλές φορές ξενυχτούσε, προκειμένου να κοσκινίσει το αλεύρι για τα χριστοκούλουρα με το φως της λάμπας ή των κεριών. Οι δουλειές της ημέρας ήταν τόσες πολλές και αναγκάζονταν να ξενυχτούν. Σήμερα που σκεφτόμαστε τις τόσες συγκινητικές δυσκολίες των παππούδων και των γονιών μας, χαιρόμαστε την εξέλιξη και τον πολιτισμό μας. Και αν θέλουμε να τον σεβαστούμε, να δείξουμε ήθος απέναντί οτυ, σίγουρα δε θα πρέπει να ξεχνούμε, όσα προηγήθηκαν και όσα υπέμειναν με πολλές στερήσεις, αλλά και αγώνες, οι πρόγονοί μας. Τρία πράγματα τούτες τις μέρες απασχόλησαν και – γιατί όχι; συνεχίζουν ν’ απασχολούν, τόσο το ελληνικό σπίτι, όσο και την Ελληνίδα νοικοκυρά του. Πως αυτό το δωδεκαήμερο θα συνταιριαζόταν η σπιτική συνοχή με υγεία και χαρά, τα γεύματα και τη φιλοξενία. Μέλημα της νοικοκυράς οι όμορφες εορταστικές βραδιές που έπρεπε οι καλεσμένοι να περάσουν όμορφα, ευχάριστα, κουβεντιάζοντας και τρώγοντας “ευκαρπιακές” λιχουδιές, συνοδεία με κάποιο ποτό. Η φροντίδα της επίσης για την ετοιμασία των φαγητών με τα σύνθετα χοιρομαγειρέματα έως τα ψησίματα των γιορτόψωμων. Και αυτή παρόλη την κούραση γελούσε και καμάρωνε και η αμοιβή της; Τι άλλο από την έκδηλη ευχαρίστηση των δικών της, των φίλων και των καλεσμένων. Ίσως να μην είναι τυχαία η καταξίωση για την προσωπικότητά της, αλλά και ο τίτλος της “αρχόντισσας”, που της έδιναν και συνεχίζουν να της δίνουν τα παιδικά κάλαντα. Χαρακτηριστική η έκκληση στο πρόσωπό της, τότε που ήμασταν μικρά παιδιά και γυρίζαμε από σπίτι σε σπίτι για να πούμε τα κάλαντα. Τούτες τις μέρες: “θεία να τα πούμε;” Από την νοικοκυρά του κάθε σπιτιού έπρεπε να πάρουμε την άδεια. Τα χρόνια πέρασαν, περνούν, πόσο γρήγορα και βιαστικά, σαν νερό. Στις μέρες μας μπορούμε να πούμε ότι το κάθε σπίτι είχε μείνει στην αρχική του παράδοση και οι εξελίξεις είναι ελάχιστες. Έχει παραμείνει και σήμερα η χαρά της συγκέντρωσης της οικογένειας, όπως και παλιότερα, κυριαρχεί επίσης η ζεστασιά της αγάπης, η φιλοξενία, η περιποίηση και η αρχοντιά, που σίγουρα μας χαρακτηρίζει σαν λαό. Ο ελληνικός λαός έχει αυτά τα στοιχεία, παρά την αλλοτρίωσή του και τον εκσυγχρονισμό του, που κάποιοι επιδιώκουν έντονα να του τον επιβάλλουν. Μέσα από την εικόνα αυτή, από την μεγαλόπρεπη αρχοντιά, από το κλίμα αυτό της αγάπης, ξεπροβάλλει και μας διδάσκει, μας παραδειγματίζει και μας υπόσχεται πολλά, η παραδοσιακή υπόσταση της Ελληνίδας νοικοκυράς!