Οι αρχαίοι Έλληνες έζησαν την ξενιτειά από τη δευτέρα χιλιετία π.Χ., με τις αποικίες και τις μεταναστεύσεις για οικονομικούς λόγους στην Μ. Ασία, με τις Ιωνικές, τις Δωρικές και τις Αιολικές αποικίες, αλλά και στα παράλια του Ευξείνου πόντου και στην κάτω Ιταλία.
Στην Αθήνα και στη Ρώμη καλωσόριζαν τους ξένους με ωραίες υποδοχές για εμπορικούς και πολιτικούς λόγους, όμως αναγνώριζαν ως πολίτη αυτόν μόνο που μπορούσε να συμμετέχει στη θρησκευτική ζωή της πόλης και με βάση τη συμμετοχή του αυτήν αποκτούσε τα αστικά και πολιτικά του δικαιώματα.
Αντίθετα, ξένος ήταν αυτός που δεν του επιτρεπόταν να παίρνει μέρος στην τελετή της λατρείας, δεν τον προστάτευαν οι θεοί της πόλης δεν είχε το δικαίωμα να τους επικαλείται, και άρα δεν είχε πολιτικά και αστικά δικαιώματα. Βλ. Α. Andrewes, Αρχαία Ελληνική Κοινωνία, σ.123.
Η ξένη γυναίκα ιδιαίτερα δεν επιτρεπόταν να συμμετέχει σε απόκρυφες θυσίες υπέρ της πόλις, να βλέπει αυτά που δεν έπρεπε, ως ξένη να βλέπει και να μπαίνει σε ιερούς χώρους. Βλ. Δημοσθένους, Κατά Νεαίρας, 73.
Η θρησκεία δεν επέτρεπε σε έναν ξένο να γίνει ιδιοκτήτης, γιατί δεν ήταν δυνατόν να κατέχει μέρος των ιερών χωμάτων της πόλης. Ο ξένος δεν επιτρεπόταν να κληρονομήσει τον πολίτη, ούτε ο πολίτης τον ξένο. Ο Σόλων στη νομοθεσία του, απαγόρευε τους θρήνους των γυναικών στις κηδείες των ξένων Πρβλ. Πλουτάρχου, Βίοι παράλληλοι-Βίος Σόλωνος, 21.
Την εποχή του Ηροδότου η Σπάρτη παραχώρησε το δικαίωμα του πολίτη μόνο σε ένα μάντη και ακόμη γι’ αυτήν τη μοναδική περίπτωση η επίσημη εντολή του μαντείου ήταν απαραίτητη. Η Αθήνα παραχωρούσε μερικές φορές το δικαίωμα του πολίτη, αλλά με έντονες επιφυλάξεις!
Πρώτα, έπρεπε ο λαός να αποφασίσει με μυστική ψηφοφορία για να γίνει δεκτός ένας ξένος. Ακόμη και οι διαδικασίες για την κήρυξη ενός πολέμου ή την έγκριση ενός καινούργιου νόμου δεν ήταν τόσο σημαντικές.
Οι σκλάβοι σε ορισμένες περιπτώσεις τύχαιναν καλύτερης μεταχείρισης, διότι ο σκλάβος, ήταν μέλος της οικογένειας. Η ρωμαϊκή θρησκεία δίδασκε ότι ο τάφος του σκλάβου ήταν ιερός, ενώ του ξένου όχι.
Στην Αθήνα και στη Ρώμη ήταν απαραίτητο κάθε ξένος να έχει έναν προστάτη. Στην κλασική Αθήνα οι ξένοι ως περίοικοι ή μέτοικοι μπορούσαν να αποκτήσουν πολιτικά δικαιώματα και να γίνουν υπό προϋποθέσεις Αθηναίοι πολίτες.
Υπήρχαν εορτές στην αρχαία Ελλάδα, από τις οποίες μαζί με τους δολοφόνους, τους καταραμένους και τους εξόριστους ως κάτι παρόμοιο αποκλείονταν και οι ξένοι κατά τον W. Burkert, Αρχαία ελληνική θρησκεία, σ. 520.
Αλλά και στην ύστερη αρχαιότητα, ο ξένος εξακολουθούσε να βρίσκεται στο περιθώριο, γι’ αυτό και η γυναίκα έπρεπε «να προσέχει να μη μιλάει σε ξένους» Βλ. Πλουτάρχου, Γαμικά παραγγέλματα, 31, 142d.
Θεωρούσαν, επίσης, βέβηλο το ιερό εκείνο αντικείμενο, το οποίο είχε αγγίξει ένας ξένος και μόνο με εξιλεωτική τελετή μπορούσε να αποκτήσει πάλι τον θρησκευτικό του χαρακτήρα.
Ο ξένος που τόσο δύσκολα έπαιρνε τον τίτλο του πολίτη, δεν μπορούσε να γίνει δικαστής ή ιερέας.
Αν ο ξένος εισερχόταν στον ιερό χώρο, τον οποίο οι ιερείς είχαν καθορίσει για τη συγκέντρωση, τον τιμωρούσαν με θάνατο. Οι νόμοι της πόλης δεν ίσχυαν γι’ αυτόν. Αν διέπραττε έγκλημα, τον μεταχειρίζονταν ως σκλάβο και τον τιμωρούσαν χωρίς δικαστική απόφαση, εφόσον η πόλη δεν ήταν υποχρεωμένη να του παράσχει νομική προστασία.
Η αρχαιοελληνική αυτή αυστηρότητα δεν εμπόδιζε την παροιμιώδη φιλοξενία τους, αφού προστάτης των ξένων ήταν ο Ξένιος Ζεύς.
Ο Περικλής αναφέρει ότι οι Αθηναίοι διατηρούσαν την πόλη τους ανοικτή σε όλους, δεν έδιωχναν τους ξένους και δεν τους εμπόδιζαν να γνωρίσουν τον πολιτισμό της Αθήνας, Βλ. Θουκυδίδη, Περικλέους Επιτάφιος. Βοηθούσαν και περιποιόταν με κάθε τρόπο τον ξένο αλλά ήταν ιδιαίτερα αυστηροί στο να τον κάνουν ισότιμο πολίτη.
* Ο Ευτύχιος Σ. Καλογεράκης είναι Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών