Το 824 μ.Χ. καταλαμβάνουν την Κρήτη οι Άραβες Σαρακηνοί από τη βόρειο Αφρική και την Ισπανία, με αρχηγό τον Αμπού Χαψ Ομάρ (Απόχαψη) με απόβαση στην περιοχή της Ιεράπετρας και την αποσπούν από την ελληνική Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Μεγάλη αντίσταση στους Άραβες προέβαλε η πρωτεύουσα της Κρήτης, η ισχυρή πόλη Γόρτυνα.
Οι Άραβες με δυσκολία την κατέλαβαν και την κατέστρεψαν ολοσχερώς, όπως και εκατοντάδες ναών και αξιόλογων Χριστιανικών, Μινωικών και Ρωμαϊκών μνημείων της Κρήτης, όπως τον περίφημο ναό του Αποστόλου Τίτου, στη Γόρτυνα. Ο Μητροπολίτης Κρήτης στη Γόρτυνα Κύριλλος, φονεύεται με μαρτυρικό θάνατο. Από τότε η «χώρα η εξακουστή η έμορφη Γορτύνη»: (Βλ.Βιντζέντζου Κορνάρου, Ερωτόκριτος, τ.Α΄. ,εκδ. Σύμπαν,(χ.χ.τ.), σ. 105), ύστερα από 1000 χρόνια δυναμικής παρουσίας στα πράγματα της Κρήτης, διαλύεται και πρωτεύουσα γίνεται το σημερινό Ηράκλειο ή Χάνδακας, όπως το ονόμασαν οι Άραβες, από την τεράστια προστατευτική τάφρο, χανδάκι (Chandak), που δημιούργησαν γύρω από την πόλη, για προστασία από τις πολιορκίες.
Η Κρήτη πλέον γίνεται ένα φοβερό βαρβαρικό και πειρατικό κέντρο στη Μεσόγειο, το φόβητρο των νησιών και των παραλίων περιοχών. Οι συγγραφείς της εποχής την αποκαλούν «βαρβαροτρόφο χώρα»:(Θεοδόσιος ο Διάκονος), είναι η«κατηραμένη χώρα των απίστων, η Θεόλετος Κρήτη» του Κωνσταντίνου του Πυρφυρογεννήτου.
Η αραβοκρατία της Κρήτης κράτησε 140 χρόνια.
Την περίοδο αυτή της Αραβοκρατίας στην Κρήτη, έδρασαν και ο Άγιος Ευτύχιος Επίσκοπος Γορτύνης, ο αδελφός του Ευτυχιανός και η αδελφή τους Κασσιανή που ασκήτευσαν γύρω από τη Μονή της Οδηγήτριας στα Αστερούσια και τα λείψανά τους αποκαλύφθηκαν με όραμα στο Άγιο Ιωάννη τον Ξένο αργότερα.
Με την περίοδο της Αραβοκρατίας συνδέεται η περιοχή Αμπαδιά (νότια περιοχή του Αμαρίου), η οποία κατά μία ερμηνεία, πήρε το όνομά της τον 9Ο μ.Χ. αιώνα από τον Αμπάδ, Σαρακηνό σεΐχη που εγκαταστάθηκε στην ορεινή αυτή περιοχή με τους άνδρες του μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Σαρακηνούς το 830 μ.Χ.
Οι Αμπαδιώτες Σαρακηνοί παρέμειναν στην περιοχή αυτή και κατά την τουρκοκρατία. Αποτελούσαν ξεχωριστή φυλή μεταξύ των υπολοίπων μουσουλμάνων, δεν ήταν τουρκογενείς, διατηρούσαν όχι μόνο τα παλαιά των ήθη και έθιμα, αλλά και τα χαρακτηριστικά της αφρικοαραβικής φυλής τους. Ήταν ζωηροί, ευκίνητοι, άξεστοι. Δεν είχαν έλθει ποτέ σε επιμιξία όχι μόνο με τους Χριστιανούς αλλά ούτε και με τους άλλους Οθωμανούς μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους το 1669. Τις σχέσεις των Αμπαδιωτών με τους υπόλοιπους μουσουλμάνους χαρακτήριζε αμοιβαία περιφρόνηση. Οι άλλοι μουσουλμάνοι θεωρούσαν τους Αμπαδιώτες κατωτέρους τους, φυλή ξένη και ταπεινή.
Το όνομα Αμπαδιώτης μεταξύ αυτών αποτελούσε ύβρι. Αντίθετα οι Αμπαδιώτες μουσουλμάνοι, ήταν υπερήφανοι για την προέλευσή τους από παλαιούς μουσουλμάνους. Είχαν θρησκευτικές διαφορές από τους υπόλοιπους, δική τους γλώσσα, σε αντίθεση με τους άλλους ομοθρήσκους τους, που μιλούσαν ελληνικά, θεωρούσαν τους άλλους Οθωμανούς νόθους, γιατί προερχόταν σχεδόν όλοι από εξισλαμισθέντες Κρήτες:(Πρβλ.Διονυσίου Κόκκινου, Ακαδημαϊκού, Η Ελληνική Επανάσταση, σ.105).
Τα εχθρικά αυτά συναισθήματα, των Αμπαδιωτών Μωαμεθανών, με τους υπόλοιπους Οθωμανούς, επεχείρησαν να εκμεταλλευτούν οι Χριστιανοί Κρήτες στην επανάσταση του 1821 και να συμμαχήσουν, αλλά προδόθηκαν απ’ αυτούς στον Πασά του Ηρακλείου.
Βέβαια την άποψη, ότι οι τουρκοκρητικοί της Αμπαδιάς Αμαρίου, που διακρινόταν από τους άλλους τουρκοκρητικούς, για το μικρό ανάστημα, τη μελαμψότητα και την ωμότητά τους, προοερχόταν από τους Άραβες, άλλοι ιστορικοί την απορρίπτουν. Κατ’ αυτούς, δεν υπάρχει καμία πληροφορία, ότι σώζονταν Άραβες στην Κρήτη στην επακολουθήσασα Βυζαντινή περίοδο, όπου έγινε συστηματικός εκχριστιανισμός της Κρήτης και στην μετέπειτα ενετοκρατία των 450 χρόνων, πριν την τουρκοκρατία: (Πρβλ. Στεφ. Ξανθουλίδου, Ιστορία της Κρήτης,εκδ. Ελληνική εκδοτική εταιρεία, Αθήνα 1981, σ.74).
Τέλος στην τραγική αυτή περίοδο έδωσε ο περίφημος αραβομάχος Στρατηγός και μετέπειτα Βυζαντινός Αυτοκράτορας και Άγιος της Εκκλησίας Νικηφόρος Φωκάς, απελευθερώνοντάς την, με μια γιγαντιαία απόβαση, μετά από πέντε προηγούμενες πολύνεκρες προσπάθειες των Βυζαντινών.
* Ο Ευτύχιος Σ. Καλογεράκης είναι διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών