Το έργο του κλασικού Ρωμαίου ποιητή Οβιδίου (43 π.Χ. -17 μ.Χ.) «Μεταμορφώσεις» που γράφτηκε το 9 μ.Χ. αγαπήθηκε αμέσως και αποτελεί έκτοτε ένα από τα πιο ευχάριστα δημιουργήματα της ανθρωπότητας. Για μας είναι πολύτιμο, γιατί η ελληνική μυθολογία, που είναι η βασική πηγή του, διαδόθηκε σ’ όλο τον κόσμο και έχει εμνεύσει μεγάλα έργα ζωγραφικής και μουσικής.

Ως ανάγνωσμα είναι επίσης γοητευτικό και διδακτικό. Όσο κι αν σήμερα ζούμε στην εποχή του λόγου και της επιστήμης ένας απομυθοποιημένος κόσμος θα ήταν πολύ φτωχός και ευτυχώς η λογοτεχνία δημιουργείται γεφυρώνοντας το μύθο και το λόγο με τις μεταφορικές εκφράσεις που πλουτίζουν την αποστεωμένη επιστημονική έκφραση. Εκείνη αγωνίζεται να προσεγγίσει την αλήθεια ακόμη και με μαθηματικά σύμβολα που καταργούν την κοινή γλώσσα με την πολυσημία της.

Ο Ακαδημαϊκός κλασικός φιλόλογος του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης  Θεόδωρος Παπαγγελής μετέφρασε ένα μέρος των «Μεταμορφώσεων»  στον εκδοτικό οίκο GUTEMBERG, το 2009, με τίτλο «Σώματα που άλλαξαν τη θωριά τους» με πλούσια εισαγωγή και εξαιρετικά σχόλια για κάθε μύθο. Είναι μια δουλειά με κέφι και χάρη που αποδίδει τη δροσιά του Λατινικού κειμένου με γλώσσα που αντλεί από παντού στοιχεία για να τέρψει τον αναγνώστη χωρίς να προδώσει το πρωτότυπο κείμενο.

Ένας από τους μύθους που μεταφράζονται είναι η μεταμόρφωση μιας πανέμορφης και χαρισματικής υφάντρας σε αράχνη.

Η Αράχνη είναι μια φτωχειά κοπέλα από ταπεινή γενιά που έχει το θείο χάρισμα να υφαίνει έργα που θαυμάζουν όχι μόνο οι άνθρωποι, αλλά και οι Νύμφες και Νεράιδες της Λυδίας. Η φήμη της φθάνει στον Όλυμπο και προκαλεί το φθόνο της Θεάς της Σοφίας, της Αθηνάς, που θεωρείται ανώτερη όλων. Μεταμορφώνεται σε γριούλα, επισκέπτεται την Αράχνη και της ζητά να σταματήσει την αλαζονεία της και να μην προσβάλει τη θεά.  «Μην αψηφάς, λοιπόν όσα σου πω: μες στους θνητούς δικαίωμα σου η δόξα

και το καλό το όνομα, να λεν πως στο μαλλί κανένας δε σε φτάνει.

Μα δώσε τα πρωτεία στη θεά και για τ’ αστόχαστα τα λόγια που της είπες

γύρεψε τη συχώρεση απ’ αυτήν: αν το ζητήσεις θα σε συχωρέσει».

Η Αράχνη όχι μόνο δεν συνετίζεται, αλλά αποκαλεί ξεμωραμένη τη θεά. Τότε η Αθηνά παρουσιάζεται με την πραγματική της μορφή, αλλά η κόρη δεν υποχωρεί. Αποφασίζουν να συναγωνιστούν και να υφάνουν κάθε μία ένα έργο. Έτσι μέσα στο ποίημα έχουμε περιγραφή νέων έργων  άλλης τέχνης, όπως και στον Όμηρο έχουμε την περίφημη ασπίδα του Αχιλλέα.

Οι εμβόλιμες αυτές περιγραφές ονομάζονται «εκφράσεις».  Η Αθηνά κεντά και υφαίνει τον αγώνα της με τον Ποσειδώνα για την προστασία και την ονομασία της Αθήνας και άλλες κοσμικές εικόνες.  Η Αράχνη υφαίνει όλες τις περιπέτειες θνητών γυναικών που μεταμορφωμένος ο Δίας και ο Ποσειδώνας συνευρίσκονται μαζί τους, την Ευρώπη, τη Λήδα, την Αντιόπη, την Αλκμήνη και άλλες. Είναι ένα αριστούργημα που εξοργίζει την Αθηνά που αδυνατεί να παραδεχτεί την ήττα της, κτυπά με το δόρυ της την Αράχνη και τη μετατρέπει στο γνωστό έντομο.

«Ζήσε», της είπε, «ανάγωγη, αλλά θα ζεις για πάντα έτσι κρεμασμένη˙

σε τιμωρώ με τούτη την ποινή, και για να ξέρεις τι σε περιμένει,

όμοια για τα παιδιά σου η ποινή, όμοια για των παιδιών τους τα βλαστάρια». Εκείνη κίνησε να φύγει- κι η θεά τη ράντισε με μαγικά χορτάρια.

Ήταν του φάρμακου το ράντισμα πικρό, φκιαγμένο με την τέχνη της Εκάτης,

και πέσαν μονομιάς της κοπελιάς η μύτη, τα μαλλιά και τα αυτιά της.

Η κεφαλή της μικροσκοπική, και το μικρό κορμάκι της μια στάλα,

τα δάχτυλα κι αυτά τριχοειδή, κολλήσαν στο κορμί. Κατά τα άλλα,

της έμεινε μονάχα η κοιλιά˙ με την κοιλιά της τώρα νήμα φκιάχνει,

πλέκοντας με την τέχνη της ιστό, παντοτινή υφάντρα, η αράχνη

Τα διδάγματα είναι πολλά. Η τιμωρία της αλαζονείας και η έλλειψη σεβασμού των Θεών, αλλά και η ζήλεια και η μικρότητα της θεάς που τιμωρεί άδικα την κόρη. Όμως κάθε αναγνώστης έχει δικαίωμα να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα ταξιδεύοντας στη γοητεία των στίχων. Η ποίηση διαχρονικά τρέφει και γοητεύει την φαντασία μας.

Αν ζούμε σήμερα σε μια κοινωνία ενοχής οι τότε θεοί δεν ήταν ούτε παντοδύναμοι, ούτε ελεήμονες. Είχαν ανθρώπινα πάθη και κάποτε ταπεινά.