Τα τελευταία χρόνια οι Έλληνες έχουν απολέσει πολλά πράγματα, υλικά και πνευματικά. Μια συνήθεια που δυστυχώς αποτελεί παρελθόν για πολλούς Έλληνες είναι η ανάγνωση του Κυριακάτικου Τύπου.
Κάποτε αδημονούσαμε να πάμε στο περίπτερο, να χαζέψουμε τους τίτλους των εφημερίδων και μετά να συνδυάσουμε το νωχελικό πρωινό της Κυριακής με τη μυρωδιά του καφέ ανακατεμένη μ’ εκείνη του χαρτιού να δίνει νόημα σ΄ εκείνα τα πρωινά και να λαμβάνουμε ψήγματα «σοφίας» δανεισμένη από τον Μαρωνίτη, τον Πλωρίτη, τον Ραφαηλίδη, τον Γιανναρά και πολλούς άλλους που κοσμούσαν με τις επιφυλλίδες τους τα έντυπα.
Σιγά-σιγά οι «σοφίες» των παραπάνω αντικαταστάθηκαν με εμπόρευμα, ψηφιακούς δίσκους λαϊκο-ποπ και βιβλία «προ-ορατικών» μοναχών ή συνταγές ψαρικών, που μοίραζαν αφειδώς οι εκδότες για να συγκρατήσουν το αναγνωστικό κοινό που μετατράπηκε σταδιακά σε καταναλωτικό και μόνο.
Αν κάποιος παρασυρθεί απ’ την παλιά του συνήθεια και διαβάσει σήμερα τίτλους εντύπων θα μελαγχολήσει απ’ το επίπεδο που έχει περιέλθει πλέον ο αθηναϊκός τύπος. Τίτλοι βγαλμένοι απ’ το… Γράμμο και το Βίτσι, λόγος διχαστικός και οπαδικός απ’ έξω, ενώ αν κάνει το λάθος και προχωρήσει στα ενδότερα του εντύπου, τότε αντιλαμβάνεται πως ο έντυπος τύπος έχει περιέλθει σε βαθιά, πολύ βαθιά κρίση.
Αισθητική «Φλωρινιώτη», θέματα «φο μπιζού», γλώσσα ριάλιτι συνθέτουν τη φυσιογνωμία της παρεχόμενης «ενημέρωσης»(;) προς τους εναπομείναντες αναγνώστες και προεξοφλούν τον οριστικό θάνατο της έντυπης δημοσιογραφίας με την τακτική που ακολουθούν. Ξύλινος λόγος, πένες στρατευμένες αποστηθίζουν τις κραυγές των αφεντικών τους, πληθώρα σχολίων του «λάιφ στάιλ» και η χειραγώγηση-προπαγάνδα καλά κρατεί.
Οι Κυριακές πια άτονες, ο ελληνικός καφές αντικαταστάθηκε από ροφήματα που τελειώνουν σε –τσίνο, οι κουβέντες λιγοστές και το σερφάρισμα μόνη παρηγοριά για την αλίευση κάποιων «λάικ» που θα τονώσουν τον ψυχισμό μας ενόψει της εβδομάδας που μόλις μπήκε…