Νοέμβρης μήνας και οι παρέες άρχιζαν να βρίσκουν το ρυθμό τους στην πόλη μας.

Είχε περάσει η μπόρα του πολέμου και της Κατοχής. Υπήρχαν όμως τα σύννεφα του εμφυλίου σπαραγμού, που ευτυχώς λίγα είχαν απομείνει και η πόλη μας, το νησί μας, η χώρα μας γενικότερα, προσπαθούσαν να βρουν τον δρόμο τους! Ήδη η μονοκρατορίας του “Κέντρου” και των “Τριών Καμαρών” έχει διαρραγεί.

Σίγουρα οι παλιότεροι Καστρινοί θα έχουν ακούσει ή θα θυμούνται κάποιοι, τα δύο μεγάλα ντουκιάνια του Γιώργη του Κουρή και του Καρέλλη στο Μεϊντάνι, στη συμβολή των σημερινών δρόμων Δικαιοσύνης με τις οδούς 1821 και Ίδης, δύο στέκια με πλατιές τζαμωτές πόρτες, τόπος διασκέδασης πολλών, με αμανέδες και ανατολίτικους χορούς

. Κάποιοι ονόμαζαν αυτά τα ντοκουνιάνια “καφέ – σαντάν”. Ενα περίφημο επίσης ντουκιάνι βρισκόταν στο καινούργιο Τσαρσί με την περιβόητη Ρόζα, η οποία ξετρέλανε με τα σκέρτσα της τους μερακλήδες Καστρινούς, Χριστιανούς και Τούρκους. Άλλα στέκια υπήρχαν στο Βαλτέ Τζαμί στη σημερινή πλατεία Κορνάρου, στο Αμπάρ Αλτί (αρχή της σημερινής οδού Χάνδακος). Στο σημείο αυτό βρίσκονταν και τα χοιροκασαπιά. Εκεί όμως που χτυπούσε η καρδιά της καστρινής παρέας ήταν η πλατεία του Μεγάλου Σαντριβανιού, με τα πολλά στέκια, όπου εξεχύνονταν όλη η ζωή και η κίνηση, εκεί στη σημερινή πλατεία των λιονταριών.

Εκεί ξεχώριζε η ταβέρνα “Λαβύρινθος” ενός μερακλή Σμυρνιού ταβερνιάρη με κάθε λογής μεζέδες. Απέναντι από τον Λαβύρινθο ήταν το “Αι Λάιφ”, το ζαχαροπλαστείο του Μανόλη Ρεγκινάκη με γλυκά, αλλά και μπύρα με το μεζέ της για τους παραλήδες. Επίσης η ταβέρνα “Λαβύρινθος”, την οποία αργότερα αντικατέστησε το εστιατόριο “Καπρίς”. Στον ίδιο χώρο της πλατείας των Λιονταριών υπήρχαν και μικρότερα άλλα στέκια, όπως η μικρή ταβέρνα του Χαιρέτη και το εστιατόριο του Ιακωβίδη και κάποια άλλα επίσης που συγκέντρωναν τους Καστρινούς γλεντζέδες.

Σιγά – σιγά, όταν η πολιτεία του Ηρακλείου άρχιζε να επεκτείνεται, εκτός από τη δημιουργία διαφορετικών τάσεων (από άποψη διασκέδασης και ξεχωριστής βέβαια κοσμικής ζωής), στον Πόρο στην Αλικαρνασσό, στο Ατσαλένιο και στους άλλους απομακρυσμένους συνοικισμούς, τότε οι εντός των τειχών συνοικίες του Κέντρου αρχίζουν να αποκτούν κάποια ανεξαρτησία σε ζητήματα γλεντιού και διασκέδασης. Το φαινόμενο αυτό τη αποκέντρωσης μέχρι τώρα παρατηρούνταν στην Αθήνα, όπου η κάθε συνοικία έκανε τα καλύτερά της, προκειμένου να ευχαριστήσει τους πελάτες της, προσφέροντας προπαντός τον ολόξανθο ρητινίτην των Μεσογείων, που ανάσταινε ακόμα και νεκρούς.

Οι συνοικιακές μπακαλοταβέρνες που άρχισαν να δημιουργούνται στην πόλη μας, έδωσαν άλλη αίσθηση και τέτοια ταβερνάκια ξεφύτρωσαν αρκετά στα κράσπεδα των Καστρινών συνοικιών. Αλήθεια, πόσο συμπαθητικά και θαυμαστά, φιλόξενα και γραφικά, εξαίρετα σε περιποίηση και μοναδικά στο καλό κρασί τους, κατά προτίμηση πεδιαδίτικο μαρουβά!

Σίγουρα οι ρέκτες των μικροαπολαύσεων της ζωής  τα τιμούσαν και με το παραπάνω, ειδικά όταν ήταν κατάλληλη η περίσταση, έστω κι αν ο μεζές ήταν οι οφτές πατάτες στο φουρνάκι, τυρί καμιά ρέγγα με κοπανιστό κρεμμύδι ή αντί αυτής μια ραμόνα, ελιές, ντομάτα εποχής και φυσικά μπόλικο λάδι. Όλα καλόγευστα και πεντανόστιμα! Σίγουρα θα θυμούνται οι πιο παλιοί τέτοια στέκια, μπακάλικα – ταβέρνες, μπακαλοταβέρνες όπως χαρακτηριστικά τις αποκαλούσαν.

Οπωσδήποτε δεν θα έχει περάσει απαρατήρητη το “Ρέθυμνον” του Μανώλη Μ. Θεοδωράκη στην Περβόλα. Εκεί χτυπούσε η καρδιά του Ρεθύμνου και πολλές φορές έφθανε στο απροχώρητο η ρεθυμνιώτικη  νοσταλγία. Εκεί οι στιγμές ήταν μοναδικές και οι αποτελούντες τις παρέες προσπαθούσαν ποτηράκι – ποτηράκι να ξεχάσουν τις έγνοιες και τα βάσανά τους, κάνοντας ρέγουλα. Θα έχουμε ακούσει πολλές φορές τη λέξη αυτή. Η ρέγουλα γινόταν συνήθως τα μεσημέρι.

Επρόκειτο για μια παρέα την οποία αποτελούσαν ορισμένα άτομα, τα ίδια σχεδόν κάθε φορά που έπιναν σιγά – σιγά το κρασάκι τους, συνοδευόμενο φυσικά από το κατάλληλο μεζεδάκι. Γουλιά – γουλιά, λοιπόν, και συζήτηση επί παντός επιστητού. Δεν υπήρχε περίπτωση να υπάρξει άλυτο πρόβλημα, θεωρητικά τουλάχιστον και ειδικά, όσο περνούσε η ώρα και τα ποτηράκια διαδέχονταν το ένα το άλλο.

Κλείνοντας το σημερινό μου κείμενο, θ’ αναφερθώ σε μια τέτοια οργανωμένη παρέα, που σχεδόν τα ίδια άτομα κάθε μεσημέρι έκαναν ρέγουλα στο σουβλατζίδικο του μακαρίτη γείτονά μου, του Δημήτρη Αλεξάκη, στη συμβολή των οδών ΕΟΚ και Κονδυλάκη, εκεί που  σήμερα βρίσκεται το οπωροπωλείο του φίλου μου Νίκου Ρινακάκη.

Ας είναι αυτή η αναφορά μου, ένα μνημόσυνο στην παρέα αυτή, που οι τρεις δεν ζούνε πια… Ο αγαπητός μου γείτονας ο κυρ Δημήτρης ο Αλεξάκης και οι φίλοι μου Κώστας Χελιδόνης και Τάκης Σίδας, ο γνωστός Κάβα Τάκης.

Ίσως να ανταμώνουν εκεί που βρίσκονται…. Πολλές φορές ρέγουλα έκανα κι εγώ μαζί τους, μαζί και ο συνταξιούχος σήμερα τραπεζικός υπάλληλος κ. Αντώνης Κωνσταντινίδης.

Ρέγουλα: Μια έννοια, συνήθεια αλλοτινών εποχών, με κύριο χαρακτηριστικό τον ρεφενέ της, μα προπαντός τη σύσφιξη της ανθρώπινης σχέσης, της αγάπης, της φιλίας και της αλληλοστήριξης!