Του Αντώνη Σανουδάκη-Σανούδου*
Πολύς λόγος γίνεται τα τελευταία χρόνια για τη λεγόμενη πολυπολιτισμικότητα ή τη διαπολιτισμικότητα, την πολυθρησκευτικότητα ή τη διαθρησκευτικότητα, την πολυεθνικότητα ή τη διατήρηση της εθνικότητας ενός λαού.
Στη χώρα μας, ειδικότερα, πολλή συζήτηση γίνεται για το αν επιχειρείται ηθελημένα ή όχι η πολυεθνικότητα διά μέσου της γενικευμένης μεταναστευτικής πολιτικής και όχι της φιλοξενίας μόνο των πολιτικών προσφύγων.
Επίσης, αν τα τελευταία μέτρα του Υπουργείου Παιδείας για τη μείωση των ανθρωπιστικών σπουδών (Λατινικά), την αναθεώρηση της Ιστορίας και τον περιορισμό των φιλολογικών μαθημάτων ως εξεταστέα ύλη είναι εις βάρος της κουλτούρας, της διανοητικότητας και του ανθρωπισμού της νέας γενιάς. Αν όντως έχει έτσι το πράγμα, μήπως αποβαίνει εις βάρος της ελευθερίας του σκεπτόμενου προσώπου και τελικά εις βάρος του συνόλου, κοινωνικού και εθνικού;
Ας επιχειρήσουμε, λοιπόν, να προσεγγίσουμε την έννοια της ελευθερίας, ώστε να δούμε αν πράγματι τα παραπάνω ισχύουν ή όχι και αν υπάρχει όντως ο κίνδυνος της δημιουργίας ανελεύθερων προσώπων, από τις σύγχρονες, πολλαπλές επιλογές της κεντρικής κρατικής εξουσίας. Είναι γεγονός ότι διακρίνουμε την έννοια της ελευθερίας σε ελευθερία του προσώπου, την πνευματική του ελευθερία (freedom) και σε ελευθερία πολιτική και οικονομική (liberty). Παγκοίνως αναγνωρίζεται ότι προέχει η προσωπική ελευθερία σε σχέση με τη δεύτερη, την οικονομική-πολιτική και κοινωνική, γιατί τα ελεύθερα πρόσωπα δημιουργούν ελεύθερες κοινωνίες. Όταν, μάλιστα, λέμε προσωπική, πνευματική ελευθερία, εννοούμε τη διανοητική που προέρχεται από την παιδεία, που διά μέσου του βιώματος του ανθρωπισμού έχει ως αποτέλεσμα την ελευθερία. Αν, λοιπόν, επιθυμούμε να υπάρχουν ελεύθεροι άνθρωποι, απαραίτητο είναι να υπάρχει πνευματικότητα στους ανθρώπους, ώστε να μην υπόκεινται στη βία ή να γίνονται υποχείριοι ακραίων λαϊκισμών.
Ακόμη και η εσωτερική ελευθερία, η “υπαρξιακή ελευθερία”, διαμορφώνεται στον πνευματικά ελεύθερο άνθρωπο, την οποία η κρατική “ελευθερία” της βίας οφείλει να μην την περιορίζει ή να την εξευτελίζει, αλλά να τη σέβεται. Ας μην ξεχνούμε ότι η κρατική “ελευθερία” της βίας και η οικονομική, στην ακραία μορφή τους, τον άκρατο καπιταλισμό, περιορίζουν ή αλλοτριώνουν το πρόσωπο του ανθρώπου, αφού του έχουν στερήσει την πνευματικότητα, την παιδεία. Γιατί, όπως λέει ο Ευριπίδης «και γαρ εν κακοίσιν, ελευθέροισιν εμπεπαίδευμαι τρόποις» (Ινώ, Στοβ. Π.Θ., 9). Δηλαδή, κι αν είμαι βουλιαγμένος στις συμφορές, η παιδεία με έκαμε ελεύθερο.
Διαχρονικά επίκαιρος είναι και ο λόγος του Ιησού, περί της σχέσεως γνώσης και ελευθερίας, όταν τονίζει «γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιωάννης, 8, 32). Για τον ίδιο λόγο, επίσης, η απόλυτη εξάρτηση από τα υλικά αγαθά υποδουλώνει τον άνθρωπο σ’ αυτά. Γιατί, κατά τον Επίκουρο, ο ελεύθερος άνθρωπος «έχει• ουκ έχεται» από τα αγαθά. Τα εξουσιάζει, δεν εξουσιάζεται. Κοινή διαπίστωση, όχι μόνο των παιδαγωγών, είναι ότι ο σημερινός, πολιτικός και εξουσιαστικός λόγος σήμερα έχει εκπέσει, είναι σκληρός και αγενής, ως εκ τούτου παιδευτικά συντελεί ειδικά ώστε οι νέοι να γίνονται όχι μόνο σκληροί αλλά και επιρρεπείς στη βία που φέρνει την ανελευθερία του “άλλου”. Κι αυτό, γιατί διαμέσου της υπερεκτίμησης του προσωπικού “εγώ”, αυξάνεται η βία έναντι του “άλλου”, του διπλανού, με άλλα λόγια επιφέρει τη στέρηση της ελευθερίας του πλησίον.
Η ελευθερία, όμως, είναι μία έννοια που κατακτιέται με διαρκή αγώνα και η κατάκτησή της επιτυγχάνεται με την ανθρωπιστική παιδεία και τη διαπαιδαγώγηση των νέων. Αυτού του είδους η ελευθερία, που είναι προϊόν του ανθρωπισμού και της γνώσης, επιφέρει ισορροπία και σεβασμό ανάμεσα στην προσωπική ελευθερία και τη συλλογική, την κοινωνική και πολιτική ελευθερία.
Kαι οι κρατούντες, συνεπώς, αλλά και οι πολίτες καλόν είναι να γνωρίζουμε ότι η αλήθεια, η αρετή και η ομορφιά που αποκτώνται από την ανθρωπιστική παιδεία, φέρνουν ως αποτέλεσμα την ελευθερία, η οποία, όμως, δεν είναι μόνιμη κατάκτηση.
Γιατί έχει ειπωθεί ότι μοιάζει με τα αποδημητικά πουλιά, που είναι “πτερόεντα”. Έρχονται και φεύγουν με την ίδια ευκολία.
* Ο Αντώνης Σανουδάκης – Σανούδος είναι καθηγητής Ιστορίας της ΠΑΕΑΚ