“Λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω υμίν τα εξής: Την 8η τρέχοντος είχον μεταβεί εις τα περίχωρα της πόλεως προς ανεύρεσιν χασιλίου δια τα ζώα του Δήμου.

Την μεσημβρίαν επιστρέψας εντός επληροφορήθην το συμβάν ατύχημα εις το ζώον και το κάρρον της καθαριότητος το οδηγούμενον υπό του καραγωγέως Δημητρίου Μητάρα.

Πάραυτα μετέβην επί τόπου και προέβην εις λεπτομερή εξέτασιν του τόπου και των συνθηκών υπό τας οποίας εκρημνίσθη το κάρρον και το ζωον. Το μέρος ένθα εγένετο το ατύχημα, ευρίσκεται ολίγα μέτρα πριν φθάσωμεν την γέφυραν, την γνωστήν υπό το όνομα “Μπεντεβή καμάρα”.

Το κάρον παρέλαβε εκ του Νεκροταφείου χόρτα και άλλα φύλλα, τα οποία μετέβη, ίνα απορρίψει εις τον πλησίον της καμάρας Μπεντεβή ευρισκόμενον βαθύτατον ρύακα, εξέλεξεν δε το μέρος, όπερ είναι πλέον απόκρυμνον και το βάθος του ρύακος περί τα 8 μέτρα. Αυτά δε, ως έπρεπε να ρίψουν τα χόρτα εις απόστασιν από του χείλους του ρύαντος και είτα ο καραγωγεύς και ο βοηθός του να κρημνίσουν ταύτα εντός του ρύακος δια μιας παλάμης.

Εκείνοι προς αποφυγήν του κόπου τούτου ή από αμέλειαν και απερισκεψίαν επλησίασαν το όπισθεν μέρος του κάρρου προς το χείλος του ρύακος και είτα ανέτρεψαν το κάρρον προς τα οπίσω ίνα χυθεί το περιεχόμενον, όπως γίνεται εις τα ομαλά μέρη. Το κάρρον όμως είχε πολύ προχωρήσει προς τον ρύακα και όταν το γύρισαν προς τα οπίσω, έπεσε εις το κενόν και εκρημνίσθη.

Συμπαρέσυρε δε και το άλογον εκ της πτώσεως. Εις τόσον βάθος εφονεύθη το ζώον, το δε κάρρον υπέστη σοβαρούς ζημίας προς διόρθωσιν των οποίων θα απαιτηθούν πλέον των 1000 δραχμών. Υπαίτιοι δε του ατυχήματος είναι ο καραγωγεύς και ο βοηθός του, αφορμή δε η αμέλειά των και η προσπάθειά των να αποφύγωσιν κόπον το πολύ 5 λεπτών της ώρας.

Εν Ηρακλείω τη 13η Απριλίου 1931

Ευπειθέστατος Ιωάννης Κριτσωτάκης”.

Ο συγκεκριμένος υπάλληλος που κάνει την αναφορά, ο Ιωάννης Κριτσωτάκης, ήταν σταβλίτης του Δήμου Ηρακλείου.

Σταβλίτες ήταν εκείνοι που εργάζο-νταν σε στάβλους, οι ιπποκόμοι. Ήταν υπεύθυνοι για την καθαριότητα των αλόγων, αλλά και για τη διατροφή τους. “Λίγοι περπατούσανε τότε με τις κούρσες” που λέει και το τραγούδι. Τα αυτοκίνητα ήταν ελάχιστα και τα κάρρα εξυπηρετούσαν την κατάσταση της κάθε μεταφοράς γενικά.

Οι αγωγιάτες από το χάραμα βρίσκονταν στο πόδι, έπρεπε να προλάβουν για να βγάλουν  το μεροκάματό τους. Εκτελούσαν μεταφορές διαφόρων εμπορευμάτων αλλά και ανθρώπων στην πόλη και στα περίχωρα.

Σε πολλές περιοχές ακόμα και στην πόλη του Ηρακλείου μέχρι και τη δεκαετία του πενήντα, πολλές μεταφορές, αλλά και μετακινήσεις γίνονταν από τους αγωγιάτες. Τους έβρισκες και σαν εχεξήδες ή κιρατζήδες. Έτσι τους έλεγαν οι πιο παλιοί. Μία εργασία δύσκολη και εξαντλητική, αρκετά κοπιαστική, όπως και κάθε εργασία της εποχής εκείνης.

Το όνομα Κιραντζής βέβαια προερχόταν από την τουρκική λέξη κιράς που σημαίνει, ενοίκιο, πληρωμή. Η πιάτσα τους ήταν συνήθως στη Χανιώπορτα, στην Καινούργια Πόρτα, στην πλατεία Κορνάρου, στο Βαλιδέ τζαμί, στον Άγιο Δημήτριο, εκεί όπου ήταν η συνοικία των Βαρελάδων και στο παλιό Αλατάδικο στο λιμάνι, εκεί όπου σήμερα στεγάζεται η Περιφέρεια Κρήτης, δίπλα στο Τελωνείο.

Ο πιο συνηθισμένος όμως δρομος τους, το στέκι τους, ήταν στην πλατεία των Καλλεργών, εκεί στην αρχή της εισόδου του πάρκου του Θεοτοκόπουλου. Κάποιοι στιγμή αργά το μεσημέρι αποδέσμευαν τα ζώα τους, δίνοντάς τα για να φάνε ταγή και εκείνοι έπιναν το κρασάκι τους, μαζί με κάποιο πρόχειρο και λιτό τις περισσότερες φορές μεζεδάκι τους.

Συντροφιά αλλά και απαραίτητο εργαλείο τους η χαχαλόβεργα για να κεντρίζουν τα ζώα τους, προκειμένου να πάνε πιο γρήγορα στον προορισμό τους. Οι ίδιοι βέβαια πρόσεφεραν, αγαπούσαν, φρόντισαν το ζωντανό τους, θεωρώντας το μέλος της οικογένειάς τους και τρέφοντας ιδιαίτερο σεβασμό προς αυτό. Μου δίνεται βέβαια η ευκαιρία, χάρη σ’ αυτό το πόνημά μου να “επιστρέψω” στα παιδικά μου χρόνια, στην όμορφη και γεμάτη νοσταλγία ζωή στο χωριό μου, τον Λαύκο του νοτίου Πηλίου.

Τότε που οι περισσότερες μεταφορές από το Βόλο προς τα χωριά μας γίνονταν με το μικρό γνωστό βαποράκι που έφερε το όνομα “Μαίρη Φάππα”, ιδιοκτησίας των αδελφών Γιάννη και Στάθη Φάππα. Μικρός είχα ταξιδέψει δύο έως τρεις φορές για το Βόλο και αντίστοιχα.

Το μικρό αυτό πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Μηλίνα χόρτο-Βόλο και το βράδυ επέστρεφε αντίστροφα στη Μηλίνα για να φύγει πάλι στις έξι το πρωί, εκτός από την Κυριακή. Αυτό το καθημερινό δρομολόγιο ήταν άμεσα συνδεδεμένο με τους αγωγιάτες του χωριού μου, που κουβαλούσαν τα εμπορεύματά τους, ανεβοκατεβαίνοντας τα καλντερίμια του χωριού μου.

Νύχτα τις περισσότερες φορές, πρωί ή βράδυ, κρατώντας τα θαμπά λαδοφάναρα στα χέρια τους, για να βλέπουν. Θυμάμαι αυτούς τους ανθρώπους του μεροκάματου, πολλές ήταν και οι γυναίκες αγωγιάτισσες θέλοντας να βοηθήσουν τις οικογένειές τους, όταν δε μπορούσαν να δουλέψουν οι άντρες τους. Θυμάμαι  πολλούς να έχουν κατά τη μεταφορά δύο ζώα.

Ενα γάιδαρο και ένα άλογο ή ένα γάιδαρο με ένα μουλάρι, γιατί όπως έλεγαν, πολλά ζώα για να μεταφέρουν ήθελαν κολαούζο να έχουν, δεν πήγαιναν μόνα τους. Και όπως έλεγαν, ο γάιδαρος πάντα ήταν εγγύηση αφού δεν ξεχνούσε ποτέ τον δρόμοι προσανατολιζόταν εύκολα και επέλεγε σίγουρο και βατό δρόμο.

Άλλες εποχές, με σκληρότητα και δυσκολία, αλλά και με μια μοναδική νοσταλγία και ομορφιά. Ας μου επιτραπεί σ’ όλους αυτούς τους ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες, που τόσο εργάστηκαν και τόσα πρόσφεραν, με ιδρώτα και κόπο, με εντιμότητα και αγάπη, να αφιερώσω το σημερινό μου κείμενο.