Όπως ήταν αναμενόμενο, η επάνοδος του Τραμπ στον Λευκό Οίκο θα κινούσε εκ νέου εκείνα τα νήματα και τις αναταράξεις που άφησε στη μέση κατά την διάρκεια της πρώτης του θητείας και στα  γεωπολιτικά ζητήματα.

Οι πόλεμοι που γίνονται στη γειτονιά της γηραιάς ηπείρου, στην Ουκρανία και στη Γάζα, έδωσαν ένα επιπλέον κίνητρο στον Τραμπ να  ξεδιπλώσει τις απειλές του και την πολιτική του στο χώρο της Ευρώπης.

Μετά απ’ όλα αυτά, οι μελλοντικές εξελίξεις ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες είναι προφανείς. Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) δεν έχει εναλλακτική λύση από το να ισχυροποιήσει τις στρατιωτικές της δυνάμεις, πράγμα που με απλά λόγια σημαίνει  να αυξήσει περισσότερο τις στρατιωτικές της δαπάνες από τα σημερινά  ποσά.

Πάνω δηλαδή από το 3%, ή ακόμη και το 4% του ΑΕΠ των χωρών τους. Όμως δεν παραβλέπουμε ότι μια σειρά χωρών αντιτίθενται σε αυτή την αναγκαστική επιλογή, για τους δικούς τους λόγους η κάθε μια.

Σε όλες όμως η διαδικασία αυτή θα σημάνει  μια σειρά άλλων παρενεργειών αφού σημαντικά ποσά θα κατευθυνθούν στις στρατιωτικές δαπάνες. Οι πολίτες της Ε.Ε. θα βιώσουν έντονα τις μειωμένες προσφερόμενες υπηρεσίες ή κάποιες τροποποιήσεις σε σειρά καίριων ζητημάτων, που αφορούν τον χώρο της υγείας, της εκπαίδευσης, της επιστημονικής έρευνας,  της κλιματικής αλλαγής, κ.α.

Η χώρα μας ίσως δεν επηρεαστεί τόσο πολύ, στην αρχή τουλάχιστον,  δεδομένου ότι τα τελευταία χρόνια δαπανά, σε ποσοστό πάντα,  περισσότερα από πολλά άλλα κράτη της Ε.Ε. για την άμυνά της για τους γνωστούς λόγους.

Αλλά δεν πρέπει να μας διαφεύγει της προσοχής ότι σε συλλογικό επίπεδο οι χώρες του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) έχουν μεγαλύτερη ισχύ από τη Ρωσία, όχι μόνο στρατιωτικά αλλά και οικονομικά.

Ένα άλλο στοιχείο εξαιρετικά κρίσιμο είναι ότι η Ρωσία, εάν απειλεί, με οποιοδήποτε τρόπο, κάποιες είναι αυτές που γειτονεύουν με αυτή, οι οποίες  γεωγραφικά είναι συγκεκριμένες. Εμείς όμως έχουμε άλλα προβλήματα σχετικά με την εξ’ ανατολών γειτονική δύναμη και εκεί εστιάζεται το κύριο ενδιαφέρον όσον αφορά τις απειλές της χώρας μας.

Έτσι η υπεράσπιση του δικού μας εδάφους, σαφώς και διαφοροποιείται από τις αντίστοιχες των  άλλων. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για την Κυπριακή Δημοκρατία, και αυτό δεν πρέπει με κανένα τρόπο να λησμονούμε, αφού και αυτή βρίσκεται στο ίδιο μήκος κύματος με τη δική μας, είναι μέλος της ΕΕ, αλλά εκτός ΝΑΤΟ για την ώρα.

Το σημαντικότερο, ωστόσο, πρόβλημα που στην πραγματικότητα αποτελεί ξεχωριστή πρόκληση και ευκαιρία για την Ελλάδα, είναι να προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί και να κατοχυρώσει την άμυνά της μέσα στο δημιουργούμενο σε πανευρωπαϊκό επίπεδο αμυντικό τόξο της Ευρώπης.

Αλλά εδώ, εν προκειμένω, εναπόκειται στην διπλωματική ευελιξία της χώρας μας  να κατοχυρώσει μόνιμα και με αποτελεσματικό τρόπο την άμυνά της μέσα στην ευρύτερη προστατευτική ομπρέλα που θα δημιουργηθεί.

Την ίδια στιγμή η εξωτερική μας πολιτική πρέπει να στοχεύει στην  όσον το δυνατόν καλύτερη ενδυνάμωση, το επόμενο χρονικό διάστημα,  της σε εμβρυικό στάδιο ευρισκόμενης  αμυντικής μας βιομηχανίας με την κατάλληλη και έξυπνη αξιοποίηση της αύξησης των στρατιωτικών προϋπολογισμών των χωρών της Δύσης.

Οφείλει επίσης να σταθεί δίπλα στις απόψεις του Γάλλου Προέδρου Μακρόν, όσον αφορά τις λεπτομέρειες που εξέφρασε σχετικά με τις χώρες της Ευρώπης που θα λάβουν μέρος στο εγχείρημα αυτό και όλα τα άλλα γνωστά που ανακοίνωσε και ήρθαν απέναντι σε εκείνα του αποχωρούντος Γερμανού καγκελάριου.

Κλείνοντας η επάνοδος του Τραμπ στην διακυβέρνηση των  ΗΠΑ προς τη μεριά των Ευρωπαίων και αναγκαστική  πανευρωπαϊκή στροφή στους εξοπλισμούς, φαίνεται πως αποτελεί μοναδική ευκαιρία για τη χώρα μας για ικανή και μόνιμη προστασία της γεωγραφικής της επικράτειας.

Ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης είναι τέως διευθυντής Χειρουργικής και συγγραφέας