«Υποστηρίζουν συχνά ότι ο ρόλος που έπαιξε το Βυζάντιο στην ιστορία ήταν παθητικός, ότι δηλαδή για χίλια σχεδόν χρόνια ήταν το προπύργιο της χριστιανοσύνης εναντίον των απίστων της Ανατολής, των Περσών, των Αράβων και των Τούρκων, και ότι διαφύλαξε για τη δυτική αναγέννηση τους θησαυρούς της κλασικής φιλολογίας και σκέψης. Ξεχνάνε ότι όσο καιρό υπήρχε η Αυτοκρατορία δεν σταμάτησε ούτε μια στιγμή να ασκεί ενεργητικά την επίδραση στον πολιτισμό του κόσμου.

Η ανατολική Ευρώπη όλο της σχεδόν τον πολιτισμό τον χρωστούσε στους ιεραποστόλους και τους αξιωματούχους της Κωνσταντινούπολης, και ακόμα και η δυτική Ευρώπη είχε κι αυτή ένα μόνιμο χρέος απέναντί της, πολύ πριν μεταφέρουν οι σοφοί της, τη στιγμή του θανάτου της, τα χειρόγραφά τους και το νεοπλατωνισμό τους στην Ιταλία, ενώ ακόμα και το Ισλάμ συνεχώς δεχόταν ένα ρεύμα ιδεών από το Βόσπορο».

Αυτά γράφει ο διαπρεπής βυζαντινολόγος Στήβεν Ράνσιμαν στο ευσύνοπτο αλλά κλασικό πλέον βιβλίο του για το Βυζάντιο με τον τίτλο «Βυζαντινός Πολιτισμός» (σ.312), σχετικά με την προσφορά της μεγάλης ελληνικής αυτοκρατορίας του Βυζαντίου στον πολιτισμό της Ευρώπης.

Δίδεται έτσι απάντηση σε στερεότυπες απόψεις για το Βυζάντιο ανθρώπων στενόμυαλων και προκατειλημμένων, που το αντιμετωπίζουν ως εκφραστή του μεσαιωνικού σκοταδισμού, ανθρώπων που-δυστυχώς- πολύ συχνά προέρχονται από τους κόλπους της ελληνικής ιστοριογραφίας και διανόησης (παρόλο που σήμερα η ιστορική έρευνα έχει ανατρέψει πολλά από αυτά τα στερεότυπα: το Βυζάντιο δεν ήταν το ίδιο με τη μεσαιωνική Ευρώπη). Θα δοκιμάσω στη συνέχεια να δώσω κάποιες πλευρές της φωτεινής  κληρονομιάς του Βυζαντίου.

Από την ίδρυση της βασιλίδας των πόλεων από τον Μ. Κωνσταντίνο, της «θεοφρούρητης» πρωτεύουσας της ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (330 μ.Χ.), ως την άλωσή της (29 Μαΐου 1453), η Κωνσταντινούπολη ήταν μια άλλη Ρώμη, η «Νέα Ρώμη», που οι κάτοικοί της ονομάζονταν πάντα Ρωμαίοι (εξ ου και το Ρωμιοί). Οι κάτοικοί της, όμως, που  μέχρι τον 7ο μ.Χ. αιώνα είχαν ως επίσημη τη λατινική γλώσσα, ήταν συγχρόνως και Έλληνες, αφού από τον 7ο αι. η αυτοκρατορία εξελληνίστηκε πλήρως και καθιερώθηκε ως επίσημη γλώσσα η ελληνική.

Ωστόσο, εκείνο που μετρούσε περισσότερο και καθόριζε την ταυτότητά των κατοίκων της Πόλης και της αυτοκρατορίας ήταν η Ορθοδοξία, όπως φαίνεται από την απάντηση που έδωσε ο τελευταίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος: «Αν και είμαι Έλληνας στη λαλιά, δεν θα ισχυριζόμουν ποτέ ότι είμαι Έλληνας, επειδή δεν σκέφτομαι όπως σκέφτονταν κάποτε οι Έλληνες, αλλά θέλω να παίρνω το όνομά μου από την πίστη μου».

Αυτοί, λοιπόν, οι Ρωμιοί, οι ελληνόφωνοι και με ελληνική παιδεία ορθόδοξοι χριστιανοί, όχι μόνο δημιούργησαν ένα λαμπρό δικό τους πολιτισμό αλλά και τον διέδωσαν στους γειτονικούς τους λαούς και τους τον κληροδότησαν ως μια πολύτιμη κληρονομιά.

Ας ξεκινήσουμε από το σπουδαίο το νομοθετικό έργο των Βυζαντινών, συνέχεια του περίφημου ρωμαϊκού δικαίου, εμπλουτισμένο όμως με τις διδαχές του χριστιανισμού. Στη λογοτεχνία καλλιέργησαν τον πεζό λόγο: Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης, Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Ιωάννης Χρυσόστομος, Ευσέβιος Καισαρείας, Λεόντιος ο Βυζάντιος, Άννα Κομνηνή, Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο πατριάρχης Φώτιος, ο Ιωάννης Μαλάλας, ο Λέων ο διάκονος, ο Μιχαήλ Ψελλός, οι συγγραφείς των ασκητικών έργων, όπως ο Γρηγόριος Παλαμάς,  και πολλοί άλλοι καλλιέργησαν τη θεολογία, τη ρητορική, τη φιλοσοφία, την ιστοριογραφία και τη χρονογραφία. Σημαντική είναι και η ποιητική παραγωγή, κυρίως στο χώρο της εκκλησιαστικής υμνογραφίας: Ρωμανός ο Μελωδός, Ιωάννης Δαμασκηνός, Κοσμάς ο Μελωδός, Ιωσήφ ο υμνογράφος και πολλοί άλλοι δημιούργησαν αριστουργήματα εκκλ. ποιήσεως. Θα πρέπει, επίσης, να αναφερθούν και τα ακριτικά τραγούδια, με πρώτο και πιο γνωστό το έπος του Διγενή Ακρίτα.

Μια τέχνη που καλλιεργήθηκε πολύ είναι η μουσική (η γνωστή μας βυζαντινή μουσική), που είναι καταγεγραμμένη σε ένα τέλειο μουσικό σύστημα, χρησιμοποιούμενο μέχρι σήμερα. Μερικά από τα πιο γνωστά ονόματα μεγάλων μουσικών είναι: Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Ιωάννης ο Κουκουζέλης, Ιωάννης Κλαδάς και Εμμανουήλ Χρυσάφης. Επίσης, η αρχιτεκτονική έδωσε εξαίρετα δείγματα τέχνης, με κυριότερο τον περικαλλέστατο ναό της Αγίας Σοφίας (έργο των αρχιτεκτόνων Ανθεμίου και Ισιδώρου), αυτό το αιώνιο έμβλημα του Βυζαντίου.

Η γλυπτική,  παρόλο που έδωσε σημαντικά έργα, επισκιάστηκε από την τέχνη της ζωγραφικής (εικονογραφία, τοιχογραφία), που καλλιεργήθηκε περισσότερο από όλες τις τέχνες και έδωσε έργα λαμπρά, που υπάρχουν σήμερα στους παλαιούς ναούς και στα μοναστήρια καθώς και στα μεγαλύτερα Μουσεία του κόσμου και θαυμάζονται όχι μόνο για την αισθητική τους αρτιότητα αλλά και για τη βαθιά πνευματικότητα που αποπνέουν.

Οι Βυζαντινοί, όμως, έκαναν και κάτι άλλο: μελέτησαν, αντέγραψαν και διέσωσαν τους κλασικούς αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, μια τεράστιας σημασίας προσφορά για όλη την ανθρωπότητα. Είναι όντως αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι ορθόδοξοι μοναχοί αντέγραψαν και διέσωσαν συγγραφείς, όπως ο αθυρόστομος Αριστοφάνης.

Όλος αυτός ο πολιτισμός δεν έμεινε στο πλαίσιο της αυτοκρατορίας. Η πολιτική της πολυεθνικής Βυζαντινής αυτοκρατορίας ήταν να διαδοθεί και στους γείτονές της. Ήταν ένας τρόπος ειρηνικής σχέσης μαζί τους. Έτσι,  Βούλγαροι, Σέρβοι, Σκύθες (Ρώσοι), Αρμένιοι, Γεωργιανοί, δέχτηκαν την επίδραση του Βυζαντινού πολιτισμού σε πολλούς τομείς (ναοδομία, μουσική, εικονογραφία, εθιμοτυπία, νομοθεσία). Είναι γνωστή η δράση των ιεραποστόλων Κυρίλλου και Μεθοδίου, που έχουν ονομαστεί δικαίως ως φωτιστές των Σλάβων, αφού αυτοί συνέβαλαν στον εκχριστιανισμό τους και επινόησαν το λεγόμενο «κυριλλικό αλφάβητο» που χρησιμοποιείται από τους σλαβικούς λαούς.

Αλλά ακόμη και ο πολιτισμός του Ισλάμ επηρεάστηκε τα μέγιστα από το Βυζάντιο, όταν οι Άραβες υπέταξαν τη Συρία και την Αίγυπτο και ήλθαν σε επαφή με τον ελληνίζοντα πολιτισμό των λαών τους. Οι Άραβες παρακαλούσαν τους βυζαντινούς γεωμέτρες να διδάξουν τους μωαμεθανούς σοφούς και οι σχολές της Κωνσταντινούπολης από τον 9ο αιώνα ασκούν μεγάλη έλξη στους πνευματικούς ανθρώπους του Ισλάμ.

Τεράστια είναι και η επίδραση που άσκησαν οι Βυζαντινοί στη Δ. Ευρώπη, ξεκινώντας από την Ιταλία, όπου, τόσο προ της αλώσεως όσο και μετά την άλωση της Πόλης (κυρίως από τον 14ο αιώνα), οι λόγιοι είχαν αντιληφθεί τι θησαυροί γνώσεων υπήρχαν αποθησαυρισμένοι στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας.

Ήταν τότε που η Δύση αναγνώρισε το έργο των Βυζαντινών στη διαφύλαξη της αρχαίας Γραμματείας, το οποίο, όταν οι σταυροφόροι κυρίευσαν και λεηλάτησαν την Πόλη (1204), είχαν σχεδόν καταστρέψει. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε δικαίως ότι η παρουσία των Βυζαντινών λογίων, μετά την άλωση,  στη Δύση συνέβαλε τα μέγιστα στην ευρωπαϊκή Αναγέννηση.

Ωστόσο, το τέλος αυτού του λαμπρού πολιτισμού ήλθε στα 1453, όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν τη βασιλίδα των πόλεων. «Στις 29 Μαΐου 1453 ένας πολιτισμός σαρώθηκε αμετάκλητα. Είχε αφήσει μια μεγάλη κληρονομιά στα γράμματα και στην τέχνη. Είχε βγάλει χώρες ολόκληρες από τη βαρβαρότητα και είχε δώσει σε άλλες την εκλέπτυνση των ηθών. Η δύναμή του και η ευφυία του προστάτεψαν πολλούς αιώνες τη χριστιανοσύνη.

Για έντεκα αιώνες η Κων/πολη ήταν το κέντρο ενός κόσμου φωτός. Το ζωηρό πνεύμα, τα ενδιαφέροντα και η αγάπη για την ομορφιά των Ελλήνων, η υπερήφανη ισχύς και η διοικητική ικανότητα των Ρωμαίων, η υπερβατική ορμή των χριστιανών της Ανατολής, που είχαν ενωθεί μαζί σε ένα ρευστό ευπαθές σύνολο, όλα τώρα αποκοιμήθηκαν.

Η Κωνσταντινούπολη έγινε έδρα της θηριωδίας, της αμάθειας, της μεγαλόπρεπης ακαλαισθησίας.» (Στήβεν Ράνσιμαν, ό.π. σ.337). Μέσα σ’ αυτό το δυσχερέστατο περιβάλλον, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως- Νέας Ρώμης, από την άλωση μέχρι και σήμερα, δεν παύει να είναι  το ορατό σημείο που κρατεί άσβεστη τη μνήμη ενός μεγάλου πολιτισμού, ο οποίος αποτελεί λαμπρό κομμάτι της τρισχιλιόχρονης ελληνικής ιστορίας.