Και οι πιο αδιάφοροι πολιτικά αντιλαμβάνονται πως η χώρα μας είναι υποβαθμισμένη διεθνώς και έχει χάσει το κύρος της εδώ και πολλά χρόνια. Ούτε η Αλβανία φαίνεται να δίδει σημασία στις διαφορές που αναδείχνουμε, όπως και η Βόρεια Μακεδονία που λέει τα δικά της, έξω από το πλαίσιο που διέπει τις σχέσεις μας.

Ας μη θυμίσουμε άλλες χώρες με τις οποίες οι τριβές συνεπάγονται πολύ σοβαρότερες επιπτώσεις από τις δύο προηγούμενες.

Ειδικότερα με την Αλβανία δε μπορεί να υποβαθμιστούν τα προβλήματα: Αφορούν τη μόνη, μετά τον ξεριζωμό από την Κωνσταντινούπολη, ελληνική μειονότητα. Ο ελιγμός της κυβέρνησης να βγάλει τον κ. Μπελέρη ευρωβουλευτή θα δούμε, πόσο θα προωθήσει ελληνικά συμφέροντα.

Στη Χιμάρα, πάντως, έβγαλε Αλβανό δήμαρχο. Η κίνηση αυτή δεν αποτελεί εξαίρεση: Από τα χρόνια που χόρευαν τσάμικους στα μειονοτικά χωριά διάφοροι ΥΠΕΞ της Ελλάδας, η μειονότητα ουσιαστικά συρρικνώθηκε. Πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα από τα πρόθυρα πολέμου με την Αλβανία που βρισκόμαστε άλλοτε, σήμερα να σβήνει η κοινότητα των βορειο-Ηπειρωτών, θα μάθουμε μόνο από την ιστορία.

Η πολιτική εκείνη εξυπηρετούσε τη στάση της Δύσης για κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ. Αλλά δεν ενίσχυσε μακροχρόνια τη Βόρεια Ήπειρο, που οι κυβερνήσεις μάς έβαλαν στο ράφι των αχρήστων.

Κύρια μέριμνα της βαλκανικής μας πολιτικής ήταν παλιά, η αποτροπή προϋποθέσεων δημιουργίας μεγάλης Αλβανίας και Βουλγαρίας. Τέτοια προοπτική θα δινόταν με διάλυση της Βόρειας Μακεδονίας, που ο πληθυσμός της έχει αλβανικές και κυρίως βουλγαρικές ρίζες.

Σταθερή πολιτική όλων των χωρών είναι να εξομαλύνουν τις σχέσεις με τους γείτονές τους. Ακόμη και η Τουρκία εξομάλυνε τις σχέσεις παντοτινής εχθρότητας που είχε με τη Ρωσία. Η Ελλάδα είχε ένα πεδίο τριβής με τη Βόρεια Μακεδονία.

Με το φόβο των εθνοτικών προβλημάτων, οι εθνικιστές της έπλασαν ένα ανιστόρητο και αντιεπιστημονικό αφήγημα: Πως κατάγονται από τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο. Αλλά η χώρα μας δεν διεκδίκησε ποτέ τα εδάφη τους.

Μετά την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας η Ελλάδα απέμενε μοναδικός εγγυητής της οντότητας τους. Καταφέραμε, όμως, να υποδαυλίζουμε εχθρότητα. Η Συμφωνία που υπογράφηκε από τα δύο κράτη δεν έχει κυρωθεί στη Βουλή μας, δίνοντας έδαφος για ρευστότητα στις σχέσεις μας.

Εξασφάλισε στο γειτονικό κράτος την είσοδο στο ΝΑΤΟ και προοπτικές ένταξης στην ΕΕ. Αλλά οι μεταξύ μας σχέσεις δεν προωθήθηκαν, αφήνοντας την Τουρκία να εκμεταλλεύεται το κενό.

Ένας άλλος κίνδυνος για το παραδοσιακό δόγμα που προαναφέρθηκε, προέρχεται από το Κόσσοβο. Το κρατίδιο αυτό αποσπάσθηκε από τη Σερβία, παρά την παρουσία εκεί μιας ισχυρής χριστιανικής κοινότητας Σέρβων, με μακρές ιστορικές και πολιτιστικές παραδόσεις.

Για το Κόσσοβο πρωτοστάτησε πρόσφατα η αδελφή του σημερινού πρωθυπουργού μας, στην  Κοινοβουλευτική επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης, να βεβαιώσει πως βρίσκεται σε καλό δρόμο εκδημοκρατισμού.

Η ηγεσία της Σερβίας αναγκάστηκε με μια σπάνια παρέμβαση, να ασκήσει δημόσια κριτική στη συγκεκριμένη βουλευτίνα, και το ΥΠΕΞ της χώρας μας στο θέμα αυτό αποστασιοποιήθηκε. Αλλά η ζημιά έγινε σε κρίσιμο τομέα για την ασφάλειά μας.

Η καταγραφή του θέματος Κοσσόβου μάς φέρνει πιο κοντά στο πιο κρίσιμο ζήτημα ασφάλειας που έχει δημιουργηθεί στα βαλκανικά μας σύνορα: Τις σχέσεις με τη Σερβία. Από τη δημιουργία του κράτους η κύρια συμμαχία εδραίωσής μας ήταν με τη Σερβία.

Με το λαό της συμπράξαμε σε δύο Βαλκανικούς κι άλλους τόσους Παγκόσμιους πολέμους. Αλλά η χώρα μας μετατράπηκε σε διάδρομο για τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.

Η πολιτική εκείνη εξυπηρετούσε τους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ. Σαν την Ελλάδα είναι πολλές χώρες που διατηρούν φιλία και συμμαχία με τις ΗΠΑ, αλλά μόνο η χώρα μας εξοστρακίζει κάθε άλλη σχέση στην πολιτική της.

Η εχθρική μας στάση σε ένα παραδοσιακό φίλο και σύμμαχο αποτελεί πρωτοφανή συμπεριφορά, που ευχόμαστε να μη πληρωθεί ακριβά, πριν βρεθεί τρόπος να αποκατασταθεί.

Με εξαίρεση τη Βουλγαρία που έγινε σύμμαχος στα χαρτιά, η χώρα μας σε όλο το μήκος των βαλκανικών της συνόρων έχει μόνο φανερούς ή κρυφούς εχθρούς. Δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πετυχημένη η πολιτική αυτή. Δε χαράχτηκε από τον τελευταίο πρωθυπουργό, μόλο που εκείνος την ξέντωσε στο απροχώρητο.

Στη διεθνή σκηνή, περιλαμβανομένης της ηγεσίας των ΗΠΑ, βρισκόμαστε σήμερα σε καμπή. Πολλές από τις δουλικές εξυπηρετήσεις μας προς τη μεγαλύτερη δύναμη του κόσμου, ίσως αξιολογηθούν σύντομα ως αχρείαστες.

Η παντελής έλλειψη άλλων φίλων δεν αποκλείεται να μας στοιχίσει. Η Ελλάδα για τις ΗΠΑ δεν είναι Ισραήλ, είναι μάλλον κάτι σαν Λίβανος. Αν βρεθούμε σύντομα σε τέτοια θέση κινδυνεύουμε, χωρίς θεσμούς πολιτικού προβληματισμού που μείναμε, να αντιδράσουμε αλλοπρόσαλλα.

Τόσο το χειρότερο για εμάς. Προτιμότερο θα είναι έγκαιρα να σκεφτούμε σοβαρά. Η ιστορία μάς διδάσκει πως η καλοπέραση δεν είναι ο κύριος δρόμος αξιοπρέπειας. Χρειάζονται και άλλα για τη διασφάλισή της.

Ο Νίκος Λεβεντάκης είναι μηχανικός