Στις 27 Αυγούστου 1922 μπαίνουν οι Τούρκοι στη Σμύρνη και ακολουθεί η πυρπόληση της πόλης και η σφαγή των Ελλήνων. Αυτά τα τραγικά γεγονότα ο Ερντογάν δεν μπόρεσε ποτέ να τα δει μέσα από την ιστορία,  για να βγάλει τα συμπεράσματά του.  Δοθείσης, μάλιστα, ευκαιρίας βρίζει τόσο εμάς, όσο και εκείνους, που έζησαν αυτά τα γεγονότα, με τον πιο πρωτόγνωρο τρόπο.

Με λίγα λόγια, δεν σέβεται ούτε νεκρούς ούτε ζωντανούς. Το μίσος και η αλλοφροσύνη τον έχουν κυριεύσει.  Αυτό το μίσος και η αλλοφροσύνη διαπερνά ολόκληρη την Τουρκική κοινωνία πέρα ως πέρα, διότι καμμιά  κυβέρνηση δεν διέθεσε ούτε ένα γρόσι, για τον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας, παρά το γεγονός ότι η Ευρώπη έχει διαθέσει αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ γι’ αυτό τον σκοπό.  Αυτή όμως η παντελής απουσία των δημοκρατικών αρχών αποτελεί σκόπιμη παράλειψη του τοπικού κατεστημένου, ώστε μ’ αυτό τον τρόπο να φανατίζουν, όποτε θέλουν, το θρησκόληπτο τουρκικό λαό μετατρέποντάς τον σε όχλο.

Για να μπορέσει να κατανοήσει ο Ερντογάν, ο αναιδέστατος Μπαχτσελί, οι υπουργοί του και τα ΜΜΕ της γείτονος, ποιους βρίζουν, θα τους υπενθυμίσω τι έγινε σε τρία νησάκια στα Μικρασιατικά παράλια και, συγκεκριμένα, απέναντι ακριβώς από τη Λέσβο. Σ’ αυτά τα ακατοίκητα νησάκια, τις Αργινούσες, έγινε μία μεγάλη ναυμαχία, όπου οι Αθηναίοι νίκησαν τον Σπαρτιατικό στόλο.  Εξαιτίας όμως της μεγάλης θαλασσοταραχής οι νικητές δεν μπόρεσαν να θάψουν τους Σπαρτιάτες και Αθηναίους νεκρούς, όπως πρόσταζε η Αθηναϊκή νομοθεσία. Γι’ αυτό τον λόγο, καταδικάστηκαν όλοι οι ναύαρχοι σε θάνατο.

Και αν αυτά συνέβαιναν το 406 Π.Χ. στην Αθήνα, η Ελληνική Πολιτεία αμέσως μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο φρόντισε να θάψει 4.465 γερμανούς στρατιώτες, που σκοτώθηκαν με σκοπό να κατακτήσουν την Κρήτη. Κάθε χρόνο μάλιστα στις 21 Μαΐου έρχονται οι συγγενείς των θυμάτων από τη Γερμανία, για να τιμήσουν τους νεκρούς των και να ευχαριστήσουν την Ελλάδα για την κατασκευή και συντήρηση του Γερμανικού νεκροταφείου στο αεροδρόμιο Μάλεμε των Χανίων.

Το συμπέρασμα, λοιπόν, που βγαίνει αβίαστα από αυτές τις ιστορίες είναι ότι πρέπει να σεβόμαστε τους νεκρούς των αντιπάλων και όχι να τους βρίζουμε με ειρωνεία και ιδιάζουσα χαιρεκακία. Μπορούμε ακόμη να συμπεράνουμε ότι δεν πρέπει να μας βρίζουν, να μας απειλούν, να μας λοιδορούν και να συγκρίνονται μαζί μας οι απόλεμοι, οι ουδέτεροι και οι δειλοί των δύο παγκοσμίων  πολέμων. Εκείνοι ακριβώς που φοβήθηκαν, αλλά όταν ανακάλυψαν ότι αριθμούν μερικές δεκάδες εκατομμύρια, νόμισαν ότι μπορούν να μας επιβληθούν με τον όγκο τους. Ξέχασαν την ιστορία του Δαβίδ και του Γολιάθ;

Σε αντίθεση πάντως προς την Τουρκία, η Ελλάδα ήταν παρούσα και στους δύο παγκόσμιους πολέμους με εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς.

Πολέμησε σε πάρα πολλά μέτωπα στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική.  Πήγε ακόμη και στην βόρεια Ιταλία, όπου τον Σεπτέμβριο του 1944 Ιταλοί και Γερμανοί παραδόθηκαν άνευ όρων στους Έλληνες και στους συμμάχους των στη μάχη του Ρίμινι.   Κατά συνέπεια τα Δωδεκάνησα δεν τα πήραμε άνευ λόγου και αιτίας.

Αυτά  πρέπει να τα γνωρίζει πολύ καλά ο πρόεδρος της Τουρκίας και να μην τα ξεχνά ποτέ. Πρέπει ακόμη να γνωρίζει ότι η στρατιωτική στολή, που λάνσαρε πρόσφατα, μην νομίζει ότι παραπέμπει σε κανένα σπουδαίο ηγέτη κάποιας δημοκρατικής χώρας.  Απλούστατα παραπέμπει στον στιγνό δικτάτορα  Αμίν Νταντά της τριτοκοσμικής Ουγκάντα της δεκαετίας του 1970.

Ο πρόεδρος πρέπει να γνωρίζει ακόμη ότι ούτε τις ύβρεις ξεχνούμε, ούτε τις απειλές, ούτε τις πλαστογραφίες, ούτε την Μικρά Ασία, διότι  χαμένες Πατρίδες δεν υπάρχουν, όσο τις θυμόμαστε. Πεθαίνουν μόλις ξεχαστούν σύμφωνα με έναν Πόντιο καθηγητή στο πανεπιστήμιο της Βιέννης.

Για την έκβαση πάντως της Μικρασιατικής εκστρατείας, κρίσιμα ήταν όλα τα λάθη μας, που πληρώθηκαν ένα-ένα. Παρά την ύπαρξη όμως τόσων λαθών, θα μπορούσε κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις να είχε δημιουργηθεί μία άλλη διάσταση στην Μικρά Ασία, εντελώς διαφορετική.

Σε μία τέτοια περίπτωση η Σμύρνη δεν θα καιγόταν και επιπλέον η Θράκη,  η Πόλη, η  Ιωνία, τα Μικρασιατικά παράλια και ο Πόντος θα  ανθούσαν και θα λουλούδιζαν όπως παλιά, όπως και πριν από 3.000 χρόνια.

Αυτά δεν ήσαν  απραγματοποίητα, ούτε ανέφικτα, ούτε όνειρα θερινής νυκτός, διότι όπως είναι γνωστό το έτος 1918 ναυλοχούσε έξω από την Κωνσταντινούπολη το θωρηκτό «Αβέρωφ» και το «Κιλκίς», ενώ στο λιμάνι της Σμύρνης υπήρχε το θωρηκτό «Λήμνος», σύμφωνα με τα σχολικά βιβλία μας, λες και ο ελληνικός λαός τα είχε ορίσει τοποτηρητές των πόθων, των σχεδίων και των ονείρων  μας από το 1453. Τοποτηρητές της Μεγάλης Ιδέας. Τοποτηρητές των πεπρωμένων της φυλής μας.

Από το 1912, λοιπόν, που απελευθερώναμε την  μία πόλη μετά την άλλη και το ένα νησί μετά το άλλο, μέχρι το 1918, που είχαμε εντονότατη στρατιωτική παρουσία στην Πόλη, στη Σμύρνη, στη Μαύρη θάλασσα και στα Μικρασιατικά παράλια, ήταν ο κατάλληλος χρόνος για να ενδιαφερθούμε για τη Μικρά Ασία, ώστε να γίνει η Μεγάλη Ιδέα πραγματικότητα. Τότε και μόνο τότε θα μπορούσε να υπάρξει η άλλη διάσταση των πραγμάτων.

Δυστυχώς όταν το ξανασκεφτήκαμε ήταν αργά, διότι η αρτισύστατη ΕΣΣΔ με την sui generis εξωτερική πολιτική της, στήριξε το κεμαλικό καθεστώς. Προς τούτο συνήψε τον Μάρτιο του 1920 τη Σοβιετοτουρκική συμφωνία, που έφερε νέα γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά δεδομένα στην περιοχή μας, των οποίων ο αντίκτυπος όχι μόνο είναι αισθητός ακόμη και σήμερο,  αλλά και στο απώτερο μέλλον.

Με βάση τα ανωτέρω το θέμα της Μικρασιατικής εκστρατείας ήταν θέμα  χρόνου. Του κατάλληλου χρόνου. Πρέπει τελικά να παραδεχτούμε ότι ολιγωρήσαμε όταν έπρεπε να βιαστούμε και βιαστήκαμε όταν έπρεπε να αναμένουμε στωϊκά.  Έτσι χάθηκε η Πόλη και η Μικρά Ασία.  Έτσι διαλύθηκε ο ισχυρότερος στρατός της Ευρώπης. Έτσι δεν υπήρξε η άλλη διάσταση.

Για την καταστροφή που ακολούθησε αποκλειστικά υπεύθυνοι είμαστε εμείς. Οι σύμμαχοί μας απλούστατα μόλις είδαν ότι ορθοπόδησε η μέχρι το 1920 παραπαίουσα Τουρκία, άλλαξαν εξωτερική πολιτική επικαλούμενοι, φυσικά, το συμφέρον  των.  Αυτοί βαρύνονται, όπως και εμείς, για το γεγονός ότι δεν μπόρεσε κανείς να αντιληφθεί την απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών, που θα επερχόταν, όταν στη θέση της ορθόδοξης και τσαρικής Ρωσίας, θα υπεισερχόταν η Σοβιετική Ένωση.

 

* Ο Δημοσθένης  Σ. Μαρκατάτος είναι συνταξιούχος  δικηγόρος