Είναι γεγονός ότι στον έρωτα και στην πολιτική συχνά χρησιμοποιούνται τα ψέματα και η υπερβολή. Λέγονται εύκολα λόγια και επιδιώκεται να συσκοτιστεί το τοπίο. Ο Διονύσιος Σολωμός γράφει «Δυστυχισμένε μου λαέ καλέ κι αγαπημένε πάντα ευκολοπίστευτε και πάντα προδομένε», καταγγέλλοντας την ευπιστία του λαού που παρασύρεται από εύκολες υποσχέσεις και, όταν το διαπιστώνει, είναι αργά.
Η αδυναμία του δημοκρατικού πολιτεύματος είναι ακριβώς αυτή. Η αλήθεια είναι σκληρή και η μνήμη των πολιτών κοντή και πολλοί παρασύρονται με τα συνθήματα που κυριαρχούν ιδιαίτερα στον προεκλογικό λόγο. Σ’ αυτό βοηθά η ρευστότητα και η πολυσημία των λέξεων που, όπως όλοι γνωρίζουμε, φθείρονται από την πολλή και κακή χρήση τους. Έτσι π.χ. οι λέξεις ευήθης και αγαθός, που αρχικά σήμαιναν άριστος ηθικά, σήμερα σημαίνουν αφελής και χαζός.
Μια επίσκεψη των ονομάτων, που κατά τον Πλάτωνα είναι αρχή σοφίας, θα μας βοηθήσει να ξεκαθαρίσουμε το θολό σημερινό τοπίο του πολιτικού λόγου. Στην προηγούμενη προεκλογική περίοδο κυριάρχησε ο διχασμός μεταξύ μνημονιακών και αντιμνημονιακών και ακόμα πολλοί θεωρούν ότι η κρίση οφείλεται στο μνημόνιο και όχι το αντίθετο. Οι πολίτες εξαπατήθηκαν και ευτυχώς ο νικητής την τελευταία στιγμή, χρεώνοντας μας ένα δυσβάσταχτο και μη αναγκαίο τρίτο μνημόνιο έκανε κυβίσθιση και δεν καταστράφηκε η χώρα.
Σήμερα καλλιεργείται μια νέα αντίθεση ανάμεσα στις προοδευτικές και συντηρητικές δυνάμεις. Οι λέξεις πρόοδος και συντήρηση, αριστερά και δεξιά έχουν ακόμα κάποια αξία, αλλά με τον τρόπο που χρησιμοποιούνται αποτελούν μια παγίδα για τους ψηφοφόρους. Μετά την ήττα του Ναζισμού, του Φασισμού και του Σταλινισμού τρεις ιδεολογικές αναφορές έχουν περιεχόμενο, φιλελευθερισμός, σοσιαλδημοκρατία, κομουνισμός. Γνωρίζουμε πώς λειτούργησε και λειτουργεί ο κομουνισμός εκεί που επικράτησε και αναμφισβήτητα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκει στην προοδευτική παράδοση.
Το ίδιο και αρκετά μορφώματα στην Ελλάδα που αυτοαποκαλούνται ριζοσπαστική αριστερά. Είναι απλώς μια προσωπίδα που αποκρύπτει το κομουνιστικό της υπόβαθρο. Το ίδιο συμβαίνει με διάφορα μορφώματα αναρχοαυτόνομων και ακροδεξιών αποχρώσεων που επιδιώκουν να καταστρέψουν τα πάντα και να ορθώσουν στη θέση τους ένα δικό τους σύστημα χωρίς ελευθερία, ατομικά δικαιώματα, δικαιοσύνη και πολυφωνία.
Ο νεοφιλευθερισμός της Θάτσερ και του Ρήγκαν ποτέ δε επικράτησε στην Ελλάδα. Στην Ευρώπη η πρόοδος οφείλεται στην εναλλαγή στην εξουσία των φιλελεύθερων και των σοσιαλδημοκρατών. Οι πρώτοι αποδέχτηκαν την ανάγκη του κράτους πρόνοιας και οι δεύτεροι την ελεύθερη αγορά με παρεμβάσεις και ρυθμίσεις που δεν επιτρέπουν την αισχροκέρδεια την εκμετάλλευση των εργαζομένων και τη στέρηση βασικών αγαθών από τις αδύναμες κοινωνικά ομάδες.
Αν περιοριστούμε στην τελευταία περίοδο, πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο Μητσοτάκης αντιμετώπισε σχεδόν αποτελεσματικά δύσκολες συγκυρίες, όπως το μεταναστευτικό, η πανδημία, η εθνική ασφάλεια, η βία και οι καταλήψεις. Είχε άλλωστε μια λαμπρή παρουσία στο Κογκρέσο και αλλού.
Όμως είχε μια μεγάλη ηθική φθορά με την τραγωδία των Τεμπών και τις παρακολουθήσεις, επειδή επέμενε στο απόρρητο παρά την αναγνώριση του λάθους λειτουργίας μιας υπηρεσίας απαραίτητης για την εθνική ασφάλεια και την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας. Κάποτε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δικαιολογημένα αναρωτήθηκε ποιος κυβερνά αυτό το κράτος. Φαίνεται ότι και σήμερα αυτό το κράτος ενεργεί και δρα μέσα σε στεγανά που αδυνατεί η πολιτική εξουσία να ελέγξει.
Γι’ αυτό και σωστά από το νέο αρχηγό της σοσιαλδημοκρατικής παράταξης Νίκο Ανδρουλάκη προτάσσεται η ανάγκη όχι μόνο απλώς να ψηφιοποιηθεί, αλλά να χτυπηθεί αποτελεσματικά η σκοτεινή του πλευρά με πάταξη της γραφειοκρατίας, αποκατάσταση της δικαιοσύνης και των ανεξάρτητων αρχών που πρέπει να είναι σεβαστές από όλους. Παράλληλα να ενισχυθεί το ΕΣΥ, να αναβαθμισθεί το εκπαιδευτικό σύστημα και να επικρατήσει παντού αξιολόγηση και αξιοκρατία.
Είναι όμως υπερβολή να λέγεται ότι στην Ελλάδα σήμερα δεν έχουμε δημοκρατία. Η δημοκρατία είναι ένα δυναμικό πολίτευμα που πρέπει συνεχώς να μετασχηματίζεται, να ενισχύεται και να υπηρετεί τις νέες κοινωνικές ανάγκες.
Είμαι βέβαιος ότι τελικά οι εκλογές θα δώσουν λύση στα ερωτήματα που μας απασχολούν και θα επιτρέψουν στην πολιτική να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της και να προσελκύσει τους νέους που παραγνωρίζουν την ευθύνη τους και δεν κατανοούν ότι δεν επιτρέπεται να μένουν αδιάφοροι και άχρηστοι πολίτες. Θα κλείσω με μια παρατήρηση.
Σε όλη την περίοδο από κανένα κόμμα, σε όλους τους διαλόγους δεν αναφέρθηκε η λέξη πολιτισμός, που φυσικά δεν είναι πάρεργο, αλλά πρέπει να έχει σημαντική προτεραιότητα για να καλλιεργήσει τα πρότυπα και τις αξίες που έχομε ανάγκη για να πορευτούμε στο μέλλον.