Ο Δαρείος του Καβάφη είχε «υπεροψίαν και μέθην» στο πνεύμα και την ψυχή του. Εκείνες τον ώθησαν να εκστρατεύσει στην Ελλάδα και να καταστραφεί. Η αλαζονεία είναι βέβαια θανάσιμο αμάρτημα, αλλά συχνά το συναντούμε στη ζωή.

Τελευταία ήταν μια λέξη που κυκλοφόρησε στον πολιτικό διάλογο. Σε κάθε κριτική παρατήρηση οι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι απαντούσαν σταθερά. Πήραμε μεγάλο ποσοστό στις εκλογές, άρα «δεν δικαιούστε δια να ομιλείτε». Αλαζόνες συναντούμε συχνά στην καθημερινή μας ζωή. Άνθρωποι που πέτυχαν με τη βοήθεια πολλών λησμονούν τους φίλους και με έπαρση και καυχησιολογία γίνονται αντιπαθητικοί.

Περιβάλλονται από κόλακες και έχουν την εικόνα παραφουσκωμένων διάνων. Σπάνια νεόπλουτοι να καταδεχτούν να συνυπάρξουν με παλιούς φίλους κατώτερης κοινωνικής τάξης. Το ίδιο και κάποια παιδιά από αγροτική οικογένεια, που έγιναν επιστήμονες, αρνούνται την καταγωγή τους και αποφεύγουν να παρουσιαστούν με τους γονείς τους, που μόχθησαν για να τους σπουδάσουν, αλλά μιλούν με ιδιωματική προφορά και ντύνονται παραδοσιακά.

Υπάρχει όμως και μια άλλη επικίνδυνη αλαζονεία. Η αλαζονεία του σώματος κάποιων προνομιούχων πλασμάτων που τα προίκισε η φύση με πλούσια χαρίσματα. Σε αυτήν θα αναφερθώ αφήνοντας τις άλλες μορφές στους κοινωνιολόγους και τους ψυχολόγους με την επιστημονική τους εγκυρότητα. Εκείνη έχει μια τρυφερή ψυχή και το πνεύμα της λάμπει.

Αλαζονικό και καταστροφικό είναι το σώμα της. Πλούσιο σε χυμούς και καμπύλες, λάγνο και σπαρταριστό. Το στολίζει με το βυζαντινό μπλουζάκι και το άσπρο παντελόνι κι εκείνο αρνείται να υποταχθεί, επαναστατεί και καταστρέφει όσους έχουν την ατυχία να ακουμπήσουν το βλέμμα τους επάνω του. Σαν τον μαγνήτη που προσελκύει και μετατρέπει σε ρινίσματα και θύματα αθώους νεαρούς. Τη βλέπουν και τραυλίζουν.

Αγωνίζονται να φανούν άντρες και κυνηγοί, όπως αρμόζει στο φύλο τους και καταλήγουν δυστυχισμένα θηράματα στο δίχτυ της. Με ειρωνεία χαιρέκακη τους σιγοψήνει. Εκδικείται το ισχυρό φύλο και αθώα απολαμβάνει τα τρεμάμενα λόγια τους και τους όρκους υποταγής. Παρακολούθησα οπλισμένος με τη σκουριά της ηλικίας που επιτρέπει στο μυαλό να λειτουργεί και να κυριαρχεί στις επιταγές της σάρκας το παιχνίδι εκείνου του θεσπέσιου σώματος.

Ο νεαρός με πυρπολημένα τα φτερά του πετούσε λέξεις, επιδείκνυε τις γνώσεις του και αφελώς έπαιζε με τη φωτιά. Έμοιαζε με εκείνα τα αθώα έντομα που προσελκύονται από το φως της λάμπας, πετούν γύρω γύρω και σε μια στιγμή απροσεξίας καίγονται τα φτερά τους και πέφτουν χαμηλά ανίκανα πια για να πετάξουν.

Εκείνη είχε απλώσει το κορμί της στον καναπέ, αγκάλιαζε το μαξιλάρι, αργοσάλευε με μισόκλειστα μάτια και δεχόταν με γλυκύτητα την ανοιξιάτικη αύρα από το παράθυρο. Είχε ελεύθερο σαν ατσάλινη λάμα ξίφους το σώμα της να εκπέμπει τη λάμψη του. Η ελιά στο λαιμό θριάμβευε πανηγυρικά. Τα χείλη αιωρούνταν στο άπειρο.

Το ξεκούμπωτο μπλουζάκι αποκάλυπτε ένα παράδεισο προσδοκιών. Δεν ήταν Κίρκη με ραβδάκι, γιατί η ομηρική θεά ήξερε και συνειδητά μεταμόρφωνε σε χοίρους τους επισκέπτες της. Εκείνη φαινόταν να αγνοεί τη δύναμη του σώματός της. Ήταν αθώα και γαλήνια. Το σώμα της δρούσε, προκαλούσε, θριάμβευε και κατέστρεφε. Άστραφτε και εκτινασσόταν. Αποκεφάλιζε και χτυπούσε αλύπητα.

Έχουν υπεροψία και μέθη πολλά γυναικεία κορμιά. Όσες έχουν τέτοια σώματα, εν αγνοία τους κυκλοφορούν και οπλοφορούν. Δεν απομένει παρά να φορούν καλά τους θώρακες και τις ασπίδες τους τα αφελή αγόρια, πριν ξεκινήσουν για περιπάτους και νυχτερινές βόλτες. Δυστυχώς δεν είμαι ο Κωστής Φραγκούλης που με την ετοιμολογία του, τη χυμώδη ερωτική του διάθεση, σχεδόν εκατοχρονίτης είπε σε μια γνωστή χαριτόβρυτη Ηρακλειώτισσα που έχει φύγει από τη ζωή στο ταξίδι των ονείρων.

Έχεις ωραίο πρόσωπο, λαμπάδα το κορμί σου κι ο κόρφος σου μισάνοιχτη πόρτα του παραδείσου. Και συμπλήρωσε ότι θα ήθελε να γίνει επι-στήθιος φίλος της. Τότε εκείνη κατέβηκε από το βάθρο της αλαζονείας, γέλασε τρυφερά και του έδωσε ένα φιλί που θα θυμάται στον κόσμο που δεν έχει καθημερινές και σχόλες, αν δεν έχει πιει το νερό της λησμονιάς.