Τα τελευταία δυο χρόνια, με το συγκλονιστικό δυστύχημα των Τεμπών, αναγκαστικά ήρθε στην επικαιρότητα και στο στόχαστρο πολλών η υπόθεση των ελληνικών σιδηροδρόμων, αν και σε παλιότερες εποχές είχαν επίσης παρατηρηθεί πολυποίκιλες αστοχίες ήσσονος σημασίας στη λειτουργία τους, αφήνοντας βεβαίως ασχολίαστες τις αρχέγονες σκόρπιες υποδομές.

Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν κάποιοι που αρέσκονται εμμονικά στην παρατήρησή του, τα παλιά εγκαταλειμμένα εδώ κι εκεί βαγόνια, τους μουσκεμένους σταθμούς της ελληνικής επαρχίας με τους ξεφλουδισμένους τοίχους και το κιτρινωπό τους εξωτερικά χρώμα, τους εγκαταλειμμένους συρμούς, το πανάρχαιο δίκτυο, άνθρωποι που ´υιοθέτησανª όλα αυτά με πάθος, μετατρέποντάς τα σε ατομικό τους ζηλευτό χόμπυ.

Φυσικά υπάρχουν και ακόμα περισσότεροι από αυτούς που επιθυμούν τις μετακινήσεις με αυτό το μέσο, ειδικά στο χώρο της Ευρώπης, για τους γνωστούς και χιλιοειπωμένους λόγους.

Οι εραστές των σιδηροδρόμων αποτελούν τους αποκαλούμενους trainspotters, οι οποίοι με κάθε ευκαιρία δεν παύουν να ασχολούνται με το αντικείμενο του πόθου τους, στα περάσματά του πάνω από γέφυρες, μέσα από τα τούνελ και τόσα άλλα που εκείνοι γνωρίζουν καλύτερα.

Στα φοιτητικά μου χρόνια πάντα ταξίδευα με αυτό το μέσο από την πρωτεύουσα στα Τρίκαλα. Περνούσαμε ώρες μέσα στη νύχτα, απ’ τη γέφυρα του Γοργοπόταμου, ύστερα φτάναμε στο σταθμό των Παλιοφαρσάλων και εκεί γινόταν η αλλαγή του συρμού με το άλλο, συνήθως οτομοτρίς, που ερχόταν από το Βόλο και κατευθυνόταν προς Τρίκαλα και τελικό σταθμό την Καλαμπάκα.

Κι’ ούτε, θυμάμαι, με ένοιαζε εάν χαλούσε ο συρμός στην περιοχή του Μπράλου, όπως και έγινε κάποια φορά και μέναμε κάποιο χρονικό διάστημα εκεί ακινητοποιημένοι στο καταχείμωνο και οι περισσότεροι χωρίς να δυσανασχετούν, τουλάχιστον εμφανώς. Για τους εραστές του τραίνων, φυσικά, άλλα προέχουν!

Κι’ εμένα πάντα μου άρεσε η θέα των μικρών απομονωμένων τοποθεσιών με τον σιδηροδρομικό τους σταθμό, συνήθως στις άκρες στου αστικού ιστού, κάποια χαλάσματα παραδίπλα, μισογκρεμισμένοι τοίχοι, όλες οι γνωστές παραλείψεις του, εν πολλοίς, χρονίως καχεκτικού ελληνικού σιδηροδρομικού δικτύου.

Έκτοτε η μνήμη μου πολλάκις παλινδρομεί σε συγκεκριμένο σκηνικό, όταν μια φορά, αρχές της δεκαετίας του ’70, του προηγούμενου φευ αιώνα, καθ’ οδόν προς Τρίκαλα και πάνω σε ένα βαγόνι με ξύλινα τοιχώματα απ’ έξω, που θύμιζαν αρκετά όσα χρησιμοποιούσαν στις δημοφιλείς τότε ταινίες γουέστερν, καθόντουσαν απέναντί μου δύο Αμερικανίδες κοπέλες κάπου τριάντα ετών ηλικιακά που πήγαιναν στην Καλαμπάκα, με τελικό προορισμό τα συνταρακτικά Μετέωρα.

Στη συζήτηση με ρώτησαν ποια ακριβώς κινηματογραφική ταινία γύριζαν, ποιοι ηθοποιοί συγκεκριμένα και πως θα ονομαζόταν όταν θα έβγαινε στην κυκλοφορία! Ξαναείδα εκείνα τα περίεργα ξύλινα βαγόνια, πολλές δεκαετίες αργότερα, σε κινηματογραφικό στούντιο για γουέστερν, στην Πολιτεία της Αριζόνα, όταν βρέθηκα εκεί λίγο έξω από την πόλη Τουσόν, μέσα στην απέραντη έρημο της νοτιοδυτικής αμερικάνικης Πολιτείας.

Σήμερα, τόσα χρόνια μετά τα ταξίδια μου με αυτό το ελκυστικό μέσο, και λόγω παραμονής μου σε νησιωτικό μέρος, περιόρισα αναγκαστικά τις όποιες σιδηροδρομικές μετακινήσεις μου.

Αυξανομένης της ηλικίας, άλλωστε, δεν υπάρχει διαθέσιμος χρόνος για καθυστερήσεις, αναβολές, και όλα όσα χαρακτηρίζουν τους ελληνικούς σιδηροδρόμους.

Ακόμα όμως υπάρχουν στα συρτάρια της μνήμης μου υπέροχα μέρη από τα οποία πέρασα, μερικές φωτογραφικές αποτυπώσεις σε χαρτί βρίσκονται εδώ κι εκεί, και τελευταία αρκετές σε ψηφιακή πλέον μορφή στον ηλεκτρονικό μου υπολογιστή.

Όμως, στις μέρες μας, παρά τα όσα και δικαίως λέγονται για την ασφάλεια του σιδηρόδρομου, υπάρχουν, όπως είπαμε, και εκείνοι που λατρεύουν το μέσο, φωτογραφίζοντας όσες τοποθεσίες αφορούν τις μετακινήσεις με αυτό, όπως βεβαίως γίνεται και με τα αεροδρόμια και τα αεροπλάνα.

Σκορπισμένα στην ελληνική επικράτεια, ανευρίσκεται πληθώρα παλαιών εγκαταλειμμένων σταθμών καθώς και παμπάλαιο τροχαίο υλικό, με πλούσια προσφορά και ιστορία, που γίνονται στόχος του φωτογραφικού φακού και των βιντεοσκοπήσεων.

Για τους αυθεντικούς trainspotters, δεν μετράει η ταχύτητα, αλλά υπερέχει η ακαταμάχητη γοητεία της βραδύτητας σε τοποθεσίες απόμακρες, απάτητες και μακριά από το ανθρώπινο μάτι.

Και είναι σίγουρο ότι παρά τις πολλαπλές και διαχρονικές κακοδαιμονίες των ελληνικών σιδηροδρόμων, με αποκορύφωμα το ανεπούλωτο τραύμα του δυστυχήματος των Τεμπών, οι πιστοί του φίλοι θα εξακολουθήσουν να ελκύονται και να ασχολούνται με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω.

Κι’ η ιστορία εδώ φαίνεται πως παίζει και θα παίξει και μελλοντικά σπουδαίο ρόλο, αφού τα χόμπι είναι εγγενής παράμετρος του ανθρώπου.

Τελευταία μάλιστα το παμπάλαιο, ξεχαρβαλωμένο και δραματικά συρρικνωμένο ελληνικό δίκτυο, άρχισε να γίνεται πόλος έλξης και για ξένους trainspotters, λόγω ακριβώς της σπανιότητας του υφιστάμενου τροχαίου σιδηροδρομικού υλικού.

Ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης είναι τέως διευθυντής Χειρουργικής και συγγραφέας