Σε προηγούμενο άρθρο μου  (Ιεράπετρα 21ος αιώνας, 05-01-2023) είχα αναφερθεί στα βασικά δεινά που μας ταλάνισαν τον χρόνο που έφυγε. Επέμεινα περισσότερο στον πόλεμο κατά της Ουκρανίας, στην πανδημία του Κορωνοϊού και στον πολιτικό αμοραλισμό του σύγχρονου κόσμου.

Επειδή μπροστά στα φαινόμενα αυτά οι γονείς και οι δάσκαλοι δεν μπορούμε να παραμένουμε απαθείς, θα προσπαθήσω να προσεγγίσω τα προβλήματα αυτά, αρχίζοντας σήμερα από το πρόβλημα του πολέμου.  Αντί άλλης εισαγωγής επιθυμώ να προτάξω ένα κείμενο Bertolt Brecht το οποίο θέτει το πρόβλημα με συγκλονιστικό τρόπο.

O στρατιώτης της πόλης La Ciotat

Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, στο λιμάνι της Nότιας Γαλλίας La Ciotat, είδαμε το μπρούντζινο άγαλμα ενός στρατιώτη του γαλλικού στρατού. Κόσμος πολύς γύρω του. Πλησιάσαμε κι εμείς. Ήταν ένας αληθινός στρατιώτης.

Στεκόταν εκεί, πάνω στη μαρμάρινη βάση του, τυλιγμένος στη γκρίζα του χλαίνη, με το ατσάλινο κράνος στο κεφάλι, με την ξιφολόγχη στο χέρι, ακίνητος κάτω από τον πυρωμένο ήλιο του θεριστή. Tο πρόσωπο και τα χέρια του βαμμένα μπρούτζινα. Καμιά κίνηση. Δεν ανοιγόκλεινε καν τα βλέφαρά του. Δίπλα στα πόδια του, πάνω στο βάθρο, το ακόλουθο κείμενο:

O άνθρωπος άγαλμα

“Eγώ, ο Charles Louis Franchard,  στρατιώτης του …/στου Συντάγματος, θάφτηκα  ζωντανός κοντά στο Verdun και από τότε απόκτησα την σπάνια ικανότητα να παραμένω  ακίνητος σαν άγαλμα, για όσο θέλω. Το θέμα εξετάστηκε από πολλούς καθηγητές και χαρακτηρίστηκε ως ανεξήγητη ασθένεια. Παρακαλώ, δώστε μια μικρή βοήθεια σε έναν άνεργο σύζυγο και πατέρα».

Ρίξαμε το κέρμα μας και προχωρήσαμε κουνώντας το κεφάλι.

Eδώ, σκεφτήκαμε, εδώ λοιπόν στέκεται, οπλισμένος μέχρι τα δόντια.

Αυτός, ο αιώνιος στρατιώτης,

αυτός με τον οποίο γράφτηκε η ιστορία,

αυτός, που έκανε όλα τα λαμπρά κατορθώματα του Mεγαλέξανδρου, του Καίσαρα και του Ναπολέοντα και τ’ άλλα που μας δίδαξαν στα σχολεία.

Είναι αυτός. Δεν κουνά καν τα βλέφαρά του.

  • ηνίοχος του Καμβύση,
  • λεγεωνάριος του Καίσαρα,
  • καβαλάρης του Τζέγκις-Xαν,
  • σωματοφύλακας του Λουδοβίκου του 14ου, ο γρεναδιέρος του Ναπολέοντα.

Έχει αυτήν ακριβώς την ασυνήθιστη ικανότητα να μη γίνεται αντιληπτός, όταν όλα τα απίθανα σύνεργα του θανάτου δοκιμάζονται πάνω του: Nα παραμένει σαν πέτρα (έτσι μας είπε), χωρίς αισθήσεις, όταν τού εκτοξεύεις το θάνατο.

Χιλιοτρυπημένος από τα δόρατα όλων των εποχών, λίθινα, χάλκινα, σιδερένια.

Καταπατημένος από όλες τις πολεμικές άμαξες, κι αυτές του Αρταξέρξη κι εκείνες του στρατηγού Λούντενντορφ.

Ποδοπατημένος από τους ελέφαντες του Aννίβα και το ιππικό του Aττίλα.

Xτυπημένος από τα θραύσματα των τελειότερων  πυροβόλων, όλων των αιώνων, και από τους λίθους του πρωτόγονου καταπέλτη.

Kαταξεσκισμένος από σφαίρες πολυβόλου, χοντρές σαν αυγά περιστεριού και άπειρες σαν μέλισσες.

Στέκεται ατέλειωτα και πάντα από την αρχή. Πήρε εντολές σε αμέτρητες γλώσσες, αλλά πάντα χωρίς να ξέρει για ποιον και γιατί. Τις χώρες που κατάχτησε δεν τις απόκτησε ο ίδιος ποτέ, έτσι ακριβώς, όπως ο οικοδόμος δεν κατοικεί ποτέ τα σπίτια που κτίζει. Δεν του ανήκει ούτε η γη που προστατεύει. ούτε τα όπλα του, ούτε η στολή του.

Όμως στέκεται εκεί. Πάνω από το κεφάλι του βροχή ο θάνατος από τους βομβαρδισμούς  και τα κατεδαφιζόμενα τείχη. Κάτω στα πόδια του νάρκες και παγίδες. Γύρω του πανούκλα, δηλητηριώδη αέρια, ανθρωποκτόνα ακόντια και βέλη. Μπροστά του ο εχθρός, πίσω του ο στρατηγός.

Αμέτρητα τα χέρια που ύφαναν το χιτώνιό του, που σφυρηλάτησαν το κράνος του κι έραψαν τις μπότες του. Αμέτρητες οι τσέπες που γέμισαν εξαιτίας του. Aνυπολόγιστες οι κραυγές που τον εμψύχωσαν στη μάχη, σ’ όλες τις γλώσσες του κόσμου. Δεν υπάρχει Θεός που να μην τον ευλόγησε. Αυτόν, τον επιβαρυμένο με το ανάθεμα της υπομονής, το μολυσμένο με την ασθένεια της αναισθησίας.

Tι είδους θάψιμο ήταν αυτό, σκεφτήκαμε, που του προκάλεσε αυτή την ασθένεια, αυτή την τρομερή, την ανείπωτη, την τόσο μεταδοτική ασθένεια του πολέμου;

Θεέ μου! γιατί να είναι ανίατη;».

Με την κήρυξη του πολέμου κατά της Ουκρανίας έστερξα να διαβάσω ξανά αυτό το υπέροχο κείμενο που με τόση αγάπη μετέφρασα, για να μου μιλάει απ’ ευθείας στη γλώσσα μου. Θεέ μου πόση απογοήτευση!

Εμείς οι άνθρωποι της γενιάς μου γεννηθήκαμε μεσούντος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Είχαμε την αφέλεια να πιστεύομε ότι οι παρούσες γενιές της Ευρώπης  διδάχτηκαν από τα δεινά αυτού του εξοντωτικού πολέμου και αποκλείεται να περιπέσουν στο ίδιο λάθος.

Δυστυχώς απατηθήκαμε. Και συλλογίζομαι πώς είναι δυνατό αυτή η Γηραιά Ήπειρος που δημιούργησε  τον πλέον αξιοθαύμαστο πολιτισμό, που έδωσε τους γίγαντες του πνεύματος, την ίδια στιγμή να έχει προκαλέσει και τις μεγαλύτερες καταστροφές  στον κόσμο;

Οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι, οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, ο Πρώτος και ο Δεύτερος, το μέγα έγκλημα της αποικιοκρατίας και τόσα άλλα!   Και για μια ακόμη φορά διερωτήθηκα μαζί με τον Brecht, Θεέ μου γιατί αυτή η ασθένεια του πολέμου να είναι τόσο μεταδοτική και τόσο ανίατη;

Κι εδώ τίθεται το ερώτημα: Μπορούν οικογένεια και σχολείο να αποτελέσουν ανάχωμα εναντίον του πολέμου; Δύσκολο. Τα εκάστοτε γεωπολιτικά σχέδια των ιθυνόντων και τα μεγάλα οικονομικά   συμφέροντα δεν θα παύσουν ποτέ να έχουν το μεγάλο πρόταγμα. Ό,τι εμείς, γονείς και δάσκαλοι, χρειαζόμαστε δεκαετίες ολόκληρες να το κτίσομε λίγο λίγο, εκείνοι μπορούν να το ανατρέψουν με μια μόνο κίνηση, σε μια μόνο στιγμή.

Δραματική επιβεβαίωση της πραγματικότητας αυτής ο πόλεμος της άλλοτε μεγάλης Γιουγκοσλαβίας. Σχεδόν ολόκληρο τον 20ο αιώνα όλοι αυτοί οι πληθυσμοί της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας φοιτούσαν στα ίδια σχολεία, διδάσκονταν τα ίδια βιβλία και από τους ίδιους  δασκάλους· όμως όταν οι γεωπολιτικοί σχεδιασμοί αποφάσισαν διαφορετικά, βλέπαμε τους ίδιους αυτούς ανθρώπους να μην έχουν ρούχο να ζεσταθούν, ψωμί να χορτάσουν την πείνα τους, είχαν όμως όπλα και πυρομαχικά να αλληλοεξοντώνονται.

Τούτο αποτελεί δυστυχώς τη σκληρή πραγματικότητα. Όλα όμως αυτά δεν σημαίνουν ότι γονείς και δάσκαλοι θα πάψουμε να καλλιεργούμε την  ειρήνη. Απεναντίας η αγωγή προς την Ειρήνη καθίσταται όλο και περισσότερο αναγκαία, έστω και αν μοιάζει με ουτοπία. Η ιδέα καλλιεργήθηκε περισσότερο μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και δημιουργήθηκε ένας νέος κλάδος, η Παιδαγωγική της Ειρήνης.

Σκοπός της δεν είναι μόνο να αναιρέσει τον πόλεμο, αλλά κυρίως να κάνει τις σχέσεις των ανθρώπων πιο ειρηνικές και πιο ανθρώπινες.  Διαπιστώνεται δηλαδή ότι η απουσία του πολέμου δεν επαρκεί για να εξασφαλίσει ειρηνικό βίο. Ειρηνικός βίος σημαίνει εσωτερική ειρήνη του προσώπου.  Και αυτό δεν φαίνεται να υπάρχει ούτε στις μη εμπόλεμες περιοχές.

Το βλέπομε σήμερα στις πολλαπλές εκφάνσεις της βίας, στην οικογένεια, στο σχολείο, στην ευρύτερη κοινωνία. Το μπούλιγκ στα σχολεία, οι ομάδες νέων και εφήβων που με πρωτοφανή βαρβαρότητα επιτίθενται στους συνομηλίκους τους αποτελούν επικίνδυνα και ανησυχητικά φαινόμενα για το παρόν και το μέλλον. Και διερωτώμεθα αφελώς: γιατί οι νέοι μας ακολουθούν την οδό της βίας; Μα η απάντηση είναι πολύ απλή. Σύμφωνα με τη δική μου θεωρία περί κοινωνικοποίησης, καθένας από μας είναι κομμάτι του κοινωνικού χώρου μέσα στον οποίο μεγαλώνει.

Ό,τι κυκλοφορεί μέσα σε αυτόν τον χώρο ενσωματώνεται και γίνεται τμήμα του εαυτού του. Και τα παιδιά μας μεγαλώνουν μέσα στη βία. Βία στην τηλεόραση, βία στα παιχνίδια, βία στη δημόσια ζωή, βία στις περισσότερες στιγμές του καθημερινού βίου.  Πώς να ευδοκιμήσει λοιπόν η Παιδαγωγική της Ειρήνης; Μέσα από τις συνθήκες αυτές δεν μπορεί να καλλιεργηθεί παρά μόνο βία. Τίποτ’ άλλο.

Προϋπόθεση για την ειρήνευση των παιδιών μας είναι λοιπόν να απομακρύνομε τις βίαιες συμπεριφορές από τον καθημερινό κοινωνικό χώρο. Και όταν οδηγηθούμε σε μια κοινωνία ανθρώπων χωρίς συγκρούσεις, τότε αυξάνονται και οι πιθανότητες να εκλείψουν οι πόλεμοι.

*Ο Ιωάννης Εμμ. Πυργιωτάκης είναι ομότιμος καθηγητής και πρ. αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Κρήτης