Λένε πως στις 17 του Ιουλίου, της Αγίας Μαρίνας, είναι ώριμα τα σταφύλια και τα σύκα… Έτσι κάθε χρόνο τούτη την ημέρα βγαίνουν όλοι στην εξοχή στ’ αμπέλια και στα περιβόλια. Τα παλιότερα χρόνια που τα έθιμα και οι δοξασίες είχαν περισσότερο την τιμητική τους, εκεί που υπήρχαν μεγάλες συκιές πίστευαν πως τα παράξενα φύλλα τους και οι ώριμοι τούτη τη μέρα καρποί τους, τις νύχτες με φεγγάρι για όλους όσους ξενυχτούσαν στην εξοχή, έπαιρναν μορφή και άλλοτε γίνονταν μάγισσες, άλλοτε νεράιδες ή φοβερές νυχτερίδες που τρόμαζαν τους περαστικούς ή τους λάτρεις του ξάστερου ουρανού, καθώς κουνιόταν με το πρώτο αεράκι που συντρόφευε τις νύχτες του πιο καυτού μήνα του καλοκαιριού. Η Αγιά Μαρίνα, λένε ακόμη, πως προστάτευε από τα βλαπτικά ζωύφια γι’αυτό και γινότανε αγιασμός και ραντισμός των σπαρτών από τα σκαθάρια και τα άλλα «έχνη» που γέμιζαν τα χωράφια ανήμερα της γιορτής της.
Το όνομά της λένε, έχει να κάνει με αυτό που συμβολίζει, μιας κι είναι προστάτιδα των καχεκτικών παιδιών και «μάραινε» τα εξανθήματα από την ευλογιά!
Νίκησε τον ίδιο τον «διάβολο» μέσα στο κελί της, στα 15 της χρόνια, φυλακισμένη λόγω της χριστιανικής της πίστης από τον ίδιο τον Έπαρχο Ολύβριο που ήθελε να την κάνει γυναίκα του κι από τότε σε πολλά μέρη θεωρούσαν «τους όφιδες πως ήταν τούτοι οι διάολοι» και στις εικόνες τις λατρευτικές της την έχουν πάντα να κρατάει ένα σφυρί και να ετοιμάζεται να τον χτυπήσει…
Αγιά Μαρίνα, Βόνη, το μεγαλύτερο πανηγύρι της Κρήτης, τα πιο παλιά χρόνια τουλάχιστον…
Πολλές οι θύμησες, ανάκατες σκέψεις και λέξεις για τούτη τη μεγάλη γιορτή. Ίσως δεν είμαι η ειδικότερη να μιλήσω για τούτο το πανηγύρι, αλλά είναι τόσες οι ιστορίες και τα ακούσματα που σκέφτηκα πως πρέπει κι αυτά… να μοιραστούν! Μακρινό το χωριό της Βόνης από το δικό μου, αλλά εκείνα τα χρόνια της δικής μας αθωότητας ακόμα κι εμείς είχαμε έντονες τις εικόνες της προετοιμασίας των ημερών.
Είχαμε ακούσει τόσα πολλά, μας είχαν πει πως σε εκείνο το πανηγύρι τα παιχνίδια που πουλούσαν ήταν μοναδικά. Θέλαμε τόσο πολύ να πάμε κι εμείς… άλλωστε ήταν το in και το must του καλοκαιριού. Κι έτσι μια χρονιά τα καταφέραμε. Με οργανωμένο σχέδιο, με αλάνθαστα επιχειρήματα, όπως εκείνο που έπιανε πάντα, πως επιτέλους είχαμε δικά μας χρήματα να αγοράσουμε ότι ακριβώς θέλαμε…
Εγώ ένα βραχιολάκι με καταγάλανες χάνδρες στη μέση, που το είχε ήδη αγοράσει από την προηγούμενη χρονιά η καλύτερή μου φίλη, από το ίδιο πανηγύρι, και ο αδελφός μου ένα μικρό αυτοκίνητο αστυνομικό με τηλεχειριστήριο που έπαιρνε μπαταρίες… Πρωτόγνωρο παιχνίδι και αυτό! Κι έτσι ανεβήκαμε όλοι στην καρότσα του φορτηγού του πατέρα μου, στρώσαμε και μια κουβέρτα να μην μας κτυπάει τα γόνατα το σίδερο, πήραμε και δυο τρεις γειτόνισσες με τις καρέκλες τους και όλα τους τα χρυσαφικά στολισμένες και μόλις βράδιασε… ξεκινήσαμε.
Κανονική σουρεάλ ή φολκλορική εικόνα της Ελλάδας των 70’ς.
Σαν φτάσαμε κοντά στο χωριό, κατάλαβα τον λόγο που ο πατέρας μου δεν ήθελε να έρθουμε. Απίστευτος κόσμος, σκόνη και φασαρία που βάραιναν ακόμα πιο πολύ την ατμόσφαιρα. Μας είπαν να αφήσουμε το αυτοκίνητο πολύ μακριά, γιατί υπήρχε κίνδυνος μποτιλιαρίσματος και ας μην ήταν τόσα πολλά πια τα τροχοφόρα εκείνης της εποχής.
Εντύπωση τεράστια μας είχε κάνει το πόσα πολλά άλογα και γαϊδούρια υπήρχαν παντού και όλα στολισμένα με κιλίμια και χαλιά. Με χάνδρες τεράστιες και φυλακτά στον λαιμό και κάτι σαν καλύπτρες στα μάτια τους. Γούρλωνα τα δικά μου, σαν να μάζευα τις εικόνες της εποχής χωρίς να γνωρίζω το γιατί…
Η πορεία μας προς την εκκλησία αργή και λίγο κουραστική. Το ύψος των χρόνων μου δεν μου επέτρεπε να βλέπω ακριβώς τι γινόταν μπροστά μου, μύριζα όμως και άκουγα. Μύριζα καπρικό – δάφνη, λεμόνι και ψημένο κρέας – που τρυπούσε τη μύτη με τ΄ άρωμά του. Κι άκουγα, αναστεναγμούς και ψίθυρους από γυναίκες που προχωρούσαν δίπλα μας γονατιστές, σέρνοντας το βάρος ενός τάματος και μεγάλες σακούλες γεμάτες άρτους…
Άλλοι άνθρωποι ξυπόλυτοι, χωρίς να τους νοιάζει ο χωματόδρομος, τα αγκάθια ή οι πέτρες. Μεγάλο το τάμα… δύσκολες οι ώρες που θα΄χαν ζήσει. Δεξιά κι αριστερά, μέσα στα χωράφια, παρέες μεγάλες Αθίγγανων, προσέλκυαν το ενδιαφέρον και την απορία μας. Τούτες οι πολύχρωμες φασαριόζικες οικογένειες είχαν τόσα πολλά στολίδια πάνω τους που τους κοίταζα με δέος και θαυμασμό, γιατί νόμιζα πως αυτοί είχαν προλάβει να πάρουν όλα εκείνα τα πολύτιμα στολίδια που πουλιόντουσαν στο πανηγύρι κι ίσως να μην έφταναν για εμάς…
Βιαζόμασταν να φτάσουμε να ανάψουμε εκείνο το κερί στη χάρη Της, να δούμε όλα εκείνα τα παράξενα που είχαμε ακούσει. Λέγανε πως όταν έταζαν ένα παιδί στην Αγία Μαρίνα, που ήταν λίγο καχεκτικό και αρρωστιάρικο, για να γίνει καλά το έντυναν με μαύρα ρούχα για σαράντα μέρες κι ύστερα τα άφηναν στο μοναστήρι κρεμασμένα στην εικόνα της, για τους φτωχούς. Κι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία σαν εκπλήρωναν το δικό τους τάμα, αφήναν άραφτα μαύρα υφάσματα στην εκκλησιά για την ενδυμασία των καλογριών, να τα ράψουν εκείνες με τον ειδικό τρόπο που ήξεραν. Υπήρχαν ρούχα κι εκείνο το βράδυ… Τα είδα με τα μάτια μου.
Όμως το πιο παράξενο, το πιο φοβερό ήταν εκείνο το βάζο με το μικρό φίδι μέσα, που έκρυβε μια απίστευτη ιστορία. Την ιστορία της Τσιγγάνας που έφτασε στην εκκλησία με φοβερούς πόνους στην κοιλιά και σαν προσευχήθηκε μπροστά στην εικόνα της Αγίας, μέσα από την κοιλιά της έφυγε τούτο το μικρό ερπετό κι όλοι μίλησαν για θαύμα αφού εκείνη έγινε καλά… Ταριχεύθηκε το φίδι κι έμεινε εκεί… να θυμίζει, να αφυπνίζει μυαλό, ψυχή και σώμα… ίσως!
Δέος για όλες τούτες τις ιστορίες, καπνός από λιβάνι και κερί παντού μέσα στη μικρή εκκλησία, τάματα γεμάτη η εικόνα, και γύρω και παντού πατερίτσες και μπαστούνια. Και σε ένα θάλαμο λίγο πιο έξω…Κι ύστερα πήγαμε να πάρουμε το άγιασμα που έδιναν σε μικρά μπουκαλάκια και λέγανε πως ήταν επίσης θαυματουργό. Έτρεχε από μια πηγή που υπήρχε από τα βάθη των αιώνων, πολύ πριν κτιστεί η εκκλησία και τώρα ήταν κλεισμένη μέσα στο ιερό, και είχε λέγανε υπερφυσικές δυνάμεις τούτο το νερό με όποιον ερχόταν σε επαφή…
Εκείνη τη νύχτα μετά τα μεσάνυχτα, ξαπλωμένοι όλοι στην καρότσα του φορτηγού και ενώ επιστρέφαμε κατάκοποι στο χωριό, η γιαγιά μου, μας είπε μια από τις φοβερές ιστορίες που ήξερε από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Μιλούσε για μια γριά Χριστιανή, σαν πολλές στα γύρω χωριά της Αγιάς Μαρίνας, που πήρε το άγιασμα τούτο και αφού το ανακάτεψε με λάδι και αλεύρι ετοίμασε να φτιάξει ψωμί. Δεν χρειαζόταν προζύμι γιατί αυτή η ζύμη φούσκωνε από μόνη της.
Εκείνη το άφησε όλη νύχτα, να το δει το πρωί ο Τούρκος Αγάς να πειστεί. Αυτός όμως δεν κρατήθηκε, πήγε κρυφά, σήκωσε την πετσέτα που ήταν σκεπασμένο και τότε είδε πως είχε φουσκώσει τόσο πολύ που χυνόταν από παντού. Προσπάθησε να το πετάξει και να φτιάξει ο ίδιος καινούργιο όμως δεν τα κατάφερε… Κι έτσι πείστηκε για τις θαυματουργές ιδιότητές του.
Η ώρα είχε περάσει. Εμείς αναμέναμε τη μεγάλη στιγμή της αγοράς των πολυπόθητων παιχνιδιών μας. Κι αφού βρήκαμε τα στολίδια και τα αυτοκίνητα των ονείρων μας για μια ακόμα φορά τρέξαμε στην ουρά, να περιμένουμε τις περίφημες μαντινάδες με ζάχαρη, της μιας δραχμής οι δέκα. Ήταν έθιμο αυτό του Αγίου Παντελεήμονα, των Κουνάβων, αλλά ο κύριος που τις πουλούσε, ήταν εκεί, κι εμείς αδύνατον να αντισταθούμε στη φοβερή λιχουδιά του καλοκαιριού.
Ο προϋπολογισμός μας είχε εξανεμισθεί, αλλά όπως γίνεται πάντα… σε εκκλησία ήμασταν άλλωστε, το θαύμα φανερώθηκε μπροστά μας. Όχι δέκα, αλλά είκοσι πήρε στον καθένα μας η μάνα μας κι έτσι εκτός όλα τα άλλα θαυμαστά που συνέβησαν εκείνο το βράδυ, σίγουρα για μας τούτο το πανηγύρι ήταν το καλύτερο και μεγαλύτερο που είχα πάει στη μέχρι εκείνη στιγμή της ζωής μου….
Λένε πως ο κόσμος που πήγαινε για προσκύνημα την παραμονή κι ανήμερα έφτανε συχνά και τους εκατό χιλιάδες …
Τώρα έχω χρόνια να πάω, όμως πάντα ένα κεράκι στη Χάρη Της φροντίζω να υπάρχει κάπου για μένα, εμάς! Έστω για εκείνα τα όμορφα χρόνια της πρώτης νιότης μας! Χρόνια σας πολλά!