Ανησύχησε: “Τι να ‘ναι τούτο το πράμα πάλι;”. Πήρε  τον παπα – Γιώργη, γέρο απόμαχο κληρικό, να της πει μπα να γνωρίζει πράμα, αλλά πού να το σηκώσει αυτός; Μα θα χουν τις φούριες τους και οι παπάδες με τον χωρισμό Εκκλησίας αυτόν τον καιρό… Μεμιάς το μυαλό της πήγε στον γιατρό… Βέβαια, βέβαια! Αμ, πώς! Τον έχει και δηλωμένο οικογενειακό γιατρό, όπως το ζήτησε ο μυστακοφόρος υπουργός.

“Γιατρέ, – θα του πω – το και το: Ανησυχώ. Μπα να ‘ναι κανένας καινούργιος ιός; Ορμήνεψέ με όμορφα και ωραία”. Αλλά εις μάτην τα σχέδια και τα πλάνα, γιατί ο γιατρός δεν το σήκωνε.

Μπήκε στην έγνοια. Η ανησυχία άρχισε να μεγαλώνει… Κάτι γίνεται για να το λένε οι ειδήσεις, να παίζει σε όλα τα ραδιόφωνα, στις τηλεοράσεις, στα ιντερνέτια, να μιλούν μικροί και μεγάλοι γι’ αυτό και αυτή πράμα να μην καταλαβαίνει. Πρέπει, πρέπει να μάθει…

Σταυροκοπήθηκε: “Ας βάλει ο Θεός τη χέρα του” είπε και πόρισε έξω. Η κίνηση όξω κανονική, “χαχά” και “χουχού” μπόλικα. Άκουσε  κάποιον από τα καταστήματα να λέει φωναχτά: “Χριστούγεννα πριν τα Χριστούγεννα, ρε φίλε! Αυτό είναι! Οι Αμερικάνοι ξέρουν να πουλάνε!”. Μπα να ήρθαν τα Χριστούγεννα πρόωρα; Όλοι κρατούσαν τσάντες και γελούσαν, τα μαγαζιά γιομάτα από κόσμο και οι μεγαλέμποροι μόνο κρυφογελούσαν. Πέρασε απο μαγαζί με ηλεκτρικά είδη: ουρές! Κάτι κάσκες παίρναν τα παιδιά, τηλεοράσεις κουβαλούσαν, ξουριστικές μηχανές. “Όλα τζάμπα!” φώναζαν, “όλα τζάμπα!”. Κάτι σαν παζάρι…

Έτρεξε στο σπίτι και πήρε τον έγγονά της. Αυτός τής άνοιξε τα μάθια: “Μπλακ Φραϊντέι, γιαγιά! Κάνε μια λίστα μ’ αυτά που θες και γλάκα πρωί – πρωί στο μαγαζί και παίρνεις ό,τι σου λείβεται πολύ φθηνά”. Αυτός τής άνοιξε τα μάτια, με το αζημίωτο υπολειπόμενο ποσό, για να τιμήσει και αυτός τη μέρα.

Αυτό είναι: Ούτε πόλεμος είναι ούτε η συντέλεια έρχεται ούτε κάνας ιός καινούργιος βολτάριζε έξω από τα ρουθούνια μας. Τι να πει και η δόλια; Τα μαύρα τα φορούσε χρόνια και τα τιμούσε… Χαρτί, σκούφο, ομπρέλα, γιατί ψιλόβρεχε… Ας όψονται οι ελιές και το μεροκάματο… Νισάφι πια! Άνοιξαν οι πόρτες:  φωνές, κακό, γέλια, ένας την σκούντηξε, άλλος την τσαλαπάτησε, άλλος την πρόσβαλε για την ηλικία της. Έφθασε μετά κόπων και βασάνων στις κατσαρόλες. Από τον γάμο της είχε να πάρει καινούργιες. Της γυάλισε η πρώτη, τη φόρτωσε βιαστικά χωρίς να προσέξει την τιμή, πήγε μετά στις ηλεκτρικές σκούπες, “φτάνει πια το φαράσι και οι σκούπες χειρός” – είπε μέσα της – “η τεχνολογία προχωράει”. Έφτασε στο ταμείο, πλήρωσε, έφυγε, ξαμολήθηκε, σύμφωνα με τη λίστα, στο μαγαζί με τα ρούχα: παντόφλες και ένα νυχτικό, τηλεκοντρόλ τηλεόρασης, συσκευή σταθερής τηλεφωνίας… “Όλα σήμερα! Το ‘χει η μέρα! Όλα προσφορές!” είπε.

“Ουφ!”. Απηύδησε, γύρισε σπίτι κατάκοπη, άνοιξε τα πράγματα, ανάσανε επιτέλους. Η γιαγιά με τα μαύρα ψώνισε σκούπα, κατσαρολικά, αλοιφή για τα πόδια, συσκευή μασάζ για τον αυχένα, ηλεκτρική κουβέρτα, τηγάνι αντικολλητικό, που το ‘χε βάλει στο μάτι μήνες τώρα, μπλα, μπλα, μπλα…

Έπιασε το τηλεκοντρόλ και άνοιξε την τηλεόραση. Τα πράγματα έστεκαν στον καναπέ, σαν να ‘θελαν να εκδικηθούν τους τηλεπωλητές, που της πιπίλιζαν το μυαλό νύχτα – μέρα με χαλιά, σόμπες, ηλεκτρικές κουβέρτες, κηραλοιφές που ανασταίνουν νεκρούς, λάστιχα ποτίσματος, επιστήθιους γυάλινους σταυρούς, τηγάνια που μαγειρεύουν μόνα τους και κάθε είδους θαυματουργή “πατέντα”, που προσπαθούσαν να της πουλήσουν χρόνια τώρα.

“Αχ!” είπε. “Το ευχαριστήθηκα!”. Άνοιξε το πορτοφολάκι της, και κοίταξε μέσα, βαθιά μέσα: απέραντο γαλάζιο και συνάμα άδειο. Ο μήνας είχε μόλις 23! Ευτυχώς που πρόλαβε και είχε βάλει στην άκρη τα λεφτά για τα φάρμακα και για κάτι μικροψώνια. Κατάλαβε καλά πως μέχρι την επόμενη μέρα πληρωμής της σύνταξης την περίμεναν κι άλλες μαύρες Παρασκευές κι άλλες μαύρες μέρες…