Με τον τερματισμό του Α’  Παγκοσμίου Πολέμου και τη συνθήκη των Βερσαλλιών (1919), η Βρετανική αυτοκρατορία απέκτησε εδαφικά κέρδη, μέρος από τις γερμανικές και οθωμανικές αποικίες.

Ταυτοχρόνως, περιήλθε στη σφαίρα της ο έλεγχος της Παλαιστίνης, της Υπεριορδανίας και του Ιράκ, έφτασε στα ανατολικά η αυτοκρατορία της, στην Ινδία και τη νότια Αφρική.

Ήδη, από τον 19ο αιώνα, η θέση της Ελλάδος ενδιέφερε, ως ενδιάμεσος σταθμός, τη Βρετανία και ειδικότερα η θέση της Κρήτης, σε σχέση με τις αποικίες. Και τούτο φάνηκε με τη στάση της στις κρητικές επαναστάσεις. Εθεωρείτο ως σημαντικός ενδιάμεσος σταθμός.

Η σημασία της Κρήτης έγινε μεγαλύτερη σχετικά με τη Μέση Ανατολή και τα πετρέλαια του Ιράκ, όπως είχαμε αναφέρει στο βιβλίο μας “Η Μάχη της Κρήτης και το Μεσανατολικό ζήτημα” (εκδ. Κνωσός, Αθήνα 1991).

Η στρατηγική σημασία της Κρήτης φάνηκε εντονότερα για τη Βρετανία, την άνοιξη του 1941. Όπως αναφέρει ο Ουίνστον Τσώρτσιλ στα απομνημονεύματά του, ο Γερμανός Στρατηγός Ρόμελ προχωρούσε ακάθεκτος και των Βρετανών “η υποχώρηση βρισκόταν πλέον σε πλήρη εξέλιξη” (Β’  Παγκόσμιος Πόλεμος, τ. Β’ , σ. 356, μετάφραση Γιάννης Καστανάρας, έκδοση εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Αθήνα 2022) και μάλιστα “υπήρξε μία καταστροφή πρώτου μεγέθους”. Ο στρατηγός Wavell τηλεγραφούσε στον Αρχηγό του Αυτοκρατορικού Γενικού Επιτελείου ότι η κατάσταση στο μέτωπο της Αφρικής ήταν ζοφερή.

 

 

Μόλις διάβασε τα τηλεγραφήματα ο Τσώρτσιλ, αποφάσισε να στείλει “μια νηοπομπή στη Μεσόγειο με προορισμό την Αλεξάνδρεια, η οποία θα μετέφερε όλα τα άρματα μάχης που είχε ανάγκη ο στρατηγός Wavell” (ό.π., 357). Η επιχείρηση έλαβε τη συνθηματική ονομασία TIGER. Είχε ήδη κατακτηθεί η κυρίως Ελλάδα από τον Απρίλιο του 1941 και, κατά τον Τσώρτσιλ, “ενώ η επιχείρηση TIGER βρισκόταν σε εξέλιξη, η σκέψη μου στράφηκε στην Κρήτη, καθώς ήταν βέβαιο ότι πολύ σύντομα θα δεχόταν την επίθεση αερομεταφερόμενων μονάδων” (ό.π., 360).

Πίστευε ότι, αν οι Γερμανοί καταλάμβαναν το νησί, θα χρησιμοποιούσαν τα αεροδρόμιά του και έτσι θα μπορούσαν να μεταφέρουν “απεριόριστες ενισχύσεις” στον Ρόμελ.

Η πρώτη ενέργειά του ήταν να ζητήσει από τους Αρχηγούς των Επιτελείων “να εξετάσουν το ενδεχόμενο της παράκαμψης ενός από τα πλοία της επιχείρησής TIGER”, για να ξεφορτώσουν μερικά άρματα μάχης στην Κρήτη. Έτσι, στις 10 Μαΐου 1941, ο Wavell τον ενημέρωσε ότι “είχε ήδη μεριμνήσει για την αποστολή έξι αρμάτων μάχης πεζικού και δεκαπέντε ελαφρών αρμάτων στην Κρήτη” (ό.π., 361).

Μετά τα ανωτέρω, ο Τσώρτσιλ εξηγεί “με επιχειρήματα και στοιχεία τη στρατηγική σημασία που είχε η Κρήτη για το σύνολο των υποθέσεων στη Μεσόγειο” (ό.π., 365). Κατ’ αρχήν, τα βρετανικά πολεμικά πλοία στον κόλπο της Σούδας “ή που μπορούσαν να ανεφοδιαστούν εκεί, μπορούσαν να παρέχουν σημαντική προστασία στη Μάλτα”.

Οι Βρετανοί που βρίσκονταν από το τέλος του 1940 στην Κρήτη, μαζί με εκείνους που είχαν φτάσει από τη Μακεδονία, μετά τις 12 Απριλίου του 1941, εν συνόλω ήταν 27.000, κατ’ άλλους 28.600.

Συνεπώς, με τις δυνάμεις αυτές “αν υπερασπιζόμασταν αποτελεσματικά τη βάση μας στην Κρήτη εναντίον των αεροπορικών επιθέσεων, η υπέρτερη ναυτική μας ισχύ θα διαδραμάτιζε πρωτεύοντα ρόλο και θα αποτρέπαμε κάθε θαλάσσια εκστρατεία του εχθρού”. Μια εγγενής δυσκολία ήταν το “ιταλικό οχυρό της Ρόδου”, με τα μεγάλα αεροδρόμια και τις πολεμικές εγκαταστάσεις που βρισκόταν σε απόσταση 100 μιλίων.

Ο Τσώρτσιλ ισχυρίζεται ότι “είχα δώσει επανειλημμένες εντολές για την οχύρωση του κόλπου της Σούδας”. Παραταύτα, ομολογεί ότι “μολονότι το νησί βρισκόταν στην κατοχή μας σχεδόν έξι μήνες, το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να ενισχύσουμε την αντιαεροπορική άμυνα του λιμανιού με πιο ισχυρά αντιαεροπορικά πυροβόλα σε βάρος άλλων πολύ πιο επιτακτικών αναγκών”.

Την ευθύνη την επιρρίπτει στη Διοίκηση της Μέσης Ανατολής, η οποία “δεν είχε καταφέρει να εξασφαλίσει το απαραίτητο εργατικό δυναμικό, ντόπιο ή ξένο, προκειμένου να βελτιώσει την κατάσταση των αεροδρομίων”. Ισχυρίζεται, επίσης, ότι όσο η Ελλάδα ήταν σε “συμμαχικά χέρια”, δηλαδή τα βρετανικά,  “δεν υπήρχε λόγος για την αποστολή μεγάλης στρατιωτικής δύναμης στην Κρήτη ή ισχυρών αεροπορικών δυνάμεων στο αεροδρόμια” (ό.π., 364).

Οι ευθύνες “για την πλημμελή εξέταση του προβλήματος και την εκτέλεση των οδηγιών που δόθηκαν βαρύνουν τόσο το Κάιρο όσο και το Whitehall”, χωρίς να κατονομάζει ποιες ήταν “οι οδηγίες” αυτές.

Αναφερόμενος μόνο, μετά τις καταστροφές, στην Κυρηναϊκή, στην Κρήτη, μετά τη Μάχη, και στο μέτωπο της Αφρικής, γράφει ότι “συνειδητοποίησα πόσο επιβεβαρυμμένη και ανεπαρκής ήταν η οργάνωση του στρατηγού Wavell” (ό.π., 364).

Θέλοντας να ελαφρύνει και τις ευθύνες του Wavell συμπληρώνει ότι αν “και ο ίδιος έκανε ό,τι μπορούσε, ο μηχανισμός που είχε στη διάθεσή του ήταν πολύ αδύναμος για να τον βοηθήσει να αντεπεξέλθει με επιτυχία στο μεγάλο όγκο των υποχρεώσεών του που του επέβαλε η διεξαγωγή ταυτόχρονα τεσσάρων ή πέντε στρατιωτικών επιχειρήσεων”.

Διαβεβαιώνει, μάλιστα, ότι η Υπηρεσία Πληροφοριών της Βρετανίας ήταν την περίοδο αυτή “καλά” και με “ακρίβεια” ενημερωμένη. Έτσι, “την τελευταία εβδομάδα του Απριλίου εξασφαλίσαμε καλές πληροφορίες από αξιόπιστες πηγές σχετικά με το επόμενο χτύπημα των Γερμανών”. Δεν αποκαλύπτει, όμως, τα στοιχεία των πληροφοριών περί του χώρου ή της ώρας της πτώσης των αλεξιπτωτιστών Γερμανών, ομολογεί ότι “το μέγεθος της επικείμενης επίθεσης είχε γίνει αντιληπτό πλήρως από τους αρχιστρατήγους και ήταν πληροφορημένος ο στρατηγός που βρισκόταν στο νησί” (ό.π., 364-365), δηλαδή ο Bernard Freyberg.

Αναφερόμενος στο πρόσωπο του Freyberg γράφει ότι “ήμασταν φίλοι από πολλά χρόνια”, εξού και τα ελαφρυντικά στις ενέργειές του. Ως εκ τούτου, τα αίτια της βρετανικής αποτυχίας στη Μάχη της Κρήτης τα αποδίδει στο ότι “η μορφολογία της Κρήτης καθιστούσε πολύ δύσκολη την άμυνα του νησιού. Υπήρχε μόνο ένας δρόμος κατά μήκος της βόρειας ακτής, πάνω στον οποίο βρίσκονταν διάσπαρτα όλα τα τρωτά σημεία του νησιού” (ό.π., 365) και ότι το κάθε σημείο “απαιτούσε αυτοπροστασία”. Δεν υπήρχε, επίσης, κεντρική εφεδρική δύναμη “που θα μπορούσε να επέμβει” σε απειλούμενο σημείο και η νότια ακτή συνδεόταν με τη βόρεια μόνο με μονοπάτια που ήταν ακατάλληλα για την κίνηση οχημάτων.

Τέλος, πληροφορεί ότι μόνο όταν ο επικείμενος κίνδυνος άρχισε να κυριαρχεί στις σκέψεις των υπευθύνων “καταβλήθηκαν έντονες προσπάθειες για τη μεταφορά ενισχύσεων και όπλων, ιδίως πυροβόλων, στο νησί, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά” (ό.π., 365).

Έστω και με τις έμμεσες πληροφορίες, ο Τσώρτσιλ αποφεύγει να αναφερθεί και να συσχετίσει τα βρετανικά γεγονότα του Απριλίου του 1941 με το θέμα της στρατηγικής και διεξαγωγής της Μάχης της Κρήτης από τις επίσης βρετανικές δυνάμεις.

Όπως έχουμε αναφέρει, ήδη από το 1991, η δύναμη των Βρετανών στη Μακεδονία τον Απρίλη του 1941 αποτελούνταν από δύο Μεραρχίες πεζικού, μια Αυστραλιανή και μια Νεοζηλανδική και μία τεθωρακισμένη Ταξιαρχία με 100 ελαφρά άρματα. Μετά την ήττα τους στις 12 Απριλίου 1941 οργανώθηκε “η επιχείρηση “ΔΑΙΜΩΝ”, για την επιστροφή τους στη Μέση Ανατολή.

Η επιχείρηση “αρχίζει στις 23 Απριλίου και τελειώνει στις 30 Απριλίου. Από τους 58.364 (;) του εκστρατευτικού σώματος έφτασαν στην Κρήτη 50.662 Άγγλοι και σύμμαχοί τους. Οι περισσότεροι επέστρεψαν στην Αίγυπτο, όμως 28.000 παρέμειναν στο νησί, όπου και βρέθηκαν την ημέρα της γερμανικής επίθεσης στις 20 Μαΐου” (Αντ. Σανουδάκης, Η Μάχη της Κρήτης και το Μεσανατολικό ζήτημα, ό.π. σ. 22).

Ουσιαστικά, βρέθηκαν εγκλωβισμένοι, χωρίς να μπορέσουν να διεκπεραιωθούν στην Αφρική, που ήταν και ο προορισμός τους. Έστω και εξ ανάγκης, αγωνίστηκαν και ορισμένοι έδωσαν τη ζωή τους στη Μάχη της Κρήτης, όπως και οι ανεκπαίδευτοι φαντάροι του Ελληνικού Στρατού, μια και η 5η Μεραρχία των Κρητών, από την ηγεσία της δεν καταβλήθηκε προσπάθεια  να επιστρέψει στο νησί.

Τοιουτοτρόπως, ο αγώνας στη Μάχη της Κρήτης αναδείχθηκε ως παγκόσμιο σημείο αναφοράς, με την παλλαϊκή συμμετοχή του Κρητικού λαού. Για τον οποίο, δυστυχώς, ο Τσώρτσιλ αναφέρει απλώς ότι στο νησί, μετά τη Μάχη, “οι χωρικοί και ο λαός της υπαίθρου” βοήθησαν τους Βρετανούς, τους έκρυψαν ή τους φυγάδευσαν, δηλαδή, “όπως και τους Έλληνες, και τιμωρήθηκαν σκληρά για αυτό. Τα βάρβαρα αντίποινα στράφηκαν εναντίον αθώων ή θαρραλέων χωρικών, τους οποίους οι Γερμανοί εκτελούσαν κατά ομάδες των είκοσι ή τριάντα ατόμων”.

Από τα συμφραζόμενα συμπεραίνεται ότι ο Τσώρτσιλ τιμά τις θυσίες του κρητικού λαού, περιοριζόμενος, όμως, μόνο στις σχετικές με την περίθαλψη των Βρετανών. Όσο για την παλλαϊκή συμμετοχή του κρητικού λαού στη Μάχη της Κρήτης, για τους μέχρι τότε εμπολέμους, Βρετανούς και Γερμανούς, ξεπερνούσε, ως εμφαίνεται, την μέχρι τότε στρατιωτική δεοντολογία.

Χρέος δικό μας είναι, λοιπόν, η ανάδειξη του γεγονότος της Μάχης της Κρήτης, στις πραγματικές και  ολιστικές του διαστάσεις.

 

 *Ο Αντώνης Σανουδάκης – Σανούδος είναι καθηγητής Ιστορίας-συγγραφέας