H εκκλησία της Παναγίας της Μείζονος (Santa Maria Maggiore) στη Ρώμη ή η Βασιλική του Λιβέριου (Basilica Liberiana) από το όνομα του Πάπα Λιβέριου βρίσκεται στη Ρώμη. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Πάπας Λιβέριος (355-366) είδε όραμα ότι θα χιόνιζε στο μέσον του καλοκαιριού και στο σημείο εκείνο έπρεπε να κτίσει μία εκκλησία. Χιόνισε στις 5 Αυγούστου σε μία περιοχή του Εσκουιλίνου, ενός από τους επτά αρχαίους λόφους της Ρώμης, ο Λιβέριος περικύκλωσε το σημείο που έπεσε το χιόνι και έκτισε εκκλησία που την ονόμασε Παναγία του Χιονιού.
Έναν αιώνα περίπου αργότερα, ο Πάπας Σίξτος Γ΄ (432-440) ανακατασκεύασε και ανακαίνισε την εκκλησία αυτή και την αφιέρωσε στην Παρθένα Θεοτόκο, σε ανάμνηση της Συνόδου της Εφέσου το 431, με την οποία έγινε αποδεκτή από τους επισκόπους η χρήση του ονόματος «Θεοτόκος» για την Παναγία. Παρά τις αρκετές προσθήκες και καταστροφές που υπέστη η εκκλησία τους επόμενους αιώνες, διατηρεί την αρχική της δομή ως πρωτοχριστιανική (προς παραλληλόγραμμο σχήμα). Ακόμη και σήμερα, κάθε 5 Αυγούστου, αναπαράγεται το λεγόμενο «θαύμα της χιονόπτωσης» όταν, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, πέφτουν λευκά πέταλα σαν καταρράκτης από το κέντρο της οροφής της εκκλησίας.
Στην εκκλησία αυτή, Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Unesco από το 1980, πέραν των εξαίρετων ψηφιδωτών, νωπογραφιών, των αθηναϊκών μαρμάρων, του Βαπτιστηρίου, του καμπαναριού της και άλλων χριστιανικών μνημείων και έργων τέχνης, φυλάσσονται πολύτιμα θραύσματα από το ξύλο της Αγίας Κούνιας της Γέννησης του Χριστού και η βυζαντινή εικόνα της Θεοτόκου, η “Salus Populi Romani”, η Προστάτιδα του λαού της Ρώμης.
Η παράδοση θέλει η εικόνα αυτή να φιλοτεχνήθηκε από τον Ευαγγελιστή Λουκά τον 4ο αιώνα και να μεταφέρθηκε από την Αγία Ελένη στη Ρώμη από την Κρήτη. Η βυζαντινή εικόνα, εικονογραφικού τύπου Οδηγήτριας με διαστάσεις ύψους 117 εκ. και πλάτους 79 εκ., εικονίζει την Παναγία σε προτομή κρατώντας τον Χριστό στα αριστερά της. Πάνω αριστερά και δεξιά της εικόνας, υπάρχουν τα ελληνικά αρχικά γράμματα για τη Μητέρα (ΜΡ) του Θεού (ΘY).
Το 2018 αποκαταστάθηκε από τα Μουσεία του Βατικανού, με τα αποτελέσματα της εξέτασης από ραδιοάνθρακα να την χρονολογούν, με πιθανότητα πάνω από 80%, μεταξύ του 9ου και του πρώτου μισού του 11ου αιώνα. Όταν ενέσκηψε πανώλη στη Ρώμη το 590 μ.Χ., αποδεκατίζοντας τον πληθυσμό, ο λαός της πόλης με τον Πάπα Γρηγόριο Α΄ περιέφεραν με λιτανεία την εικόνα στους δρόμους της Ρώμης από τη Santa Maria Maggiore προς την εκκλησία του Αγίου Πέτρου.
Περνώντας από το Μαυσωλείο του Αδριανού, ο Πάπας είδε όραμα τον Αρχάγγελο Μιχαήλ πάνω από το Μαυσωλείο σε στάση που τοποθετούσε το ξίφος του στη θήκη, κάτι που εκλήφθηκε ως το τέλος της πανώλης. Από τότε, η εικόνα καθιερώθηκε ως Προστάτιδα του Λαού της Ρώμης ή η Παναγία της Ρώμης το δε Μαυσωλείο μετονομάστηκε σε κάστρο του Μιχαήλ Αρχαγγέλου.
Μεταγενέστερα, το 1613, κατασκευάστηκε με πολύτιμα χρωματιστά μάρμαρα ειδικό παρεκκλήσι (Cappella) μέσα στην εκκλησία της Santa Maria Maggiore από τον Πάπα Παύλο Ε΄(1605-1621) η Capella Paolina, όπως ονομάστηκε από τον όνομα του Πάπα, στο οποίο τοποθετήθηκε η εικόνα. Σε ανάμνηση της μεταφοράς και τοποθέτησης αυτής, κάθε χρόνο εορτάζεται η εικόνα την τελευταία Κυριακή του Ιανουαρίου.
Οι Ιησουίτες ή Τάγμα Ιησουιτών, ένα ιεραποστολικό τάγμα της Καθολικής Εκκλησίας, που ιδρύθηκε το 1540, είχε ως προστάτιδά του την Θεοτόκο και την βυζαντινή εικόνα Salus Populi Romani. Αργότερα, το 1566, ο αρχηγός του τάγματος Φραντσέσκο Βοργία (Francesco Borgia) κατάφερε να αποκτήσει άδεια από τον Πάπα Πίο Ε΄ για την αναπαραγωγή της εικόνας αυτής, που ως αποτέλεσμα είχε την ταχύτατη διάδοση και λατρεία της στις δεκάδες χώρες που δραστηριοποιούνταν το Τάγμα με τις ιεραποστολές του, και ειδικότερα στη Νότιο Αμερική και Άπω Ανατολή. Σήμερα το τάγμα αυτό αριθμεί περί τα 20.000 μέλη με παρουσία και δράση σε πάνω από 100 χώρες.
Κάτι ανάλογο συνέβη, 300 χρόνια αργότερα, με την εικόνα της Παναγίας της Κεράς που μεταφέρθηκε/εκλάπη το 1498 από τη Μονή της Παναγίας της Κεράς ή Καρδιώτισσας, που βρίσκεται στο Ηράκλειο Κρήτης. Η εικόνα αυτή, μετά από μία περιπετειώδη πορεία, και επονομαζόμενη ως Παναγία της Διαρκούς Βοηθείας (Madonna del Perpetuo Soccorso) γίνεται προστάτιδα του Τάγματος των Λυτρωτών του Σωτήρος, με την προτροπή του τότε Πάπα Πίου Θ΄ τον Δεκέμβριο του 1866 προς το Τάγμα «να την κάνουν γνωστή σ’ ολόκληρο τον κόσμο», όπως και έγινε.
Ακριβώς 200 μέτρα από την Santa Maria Maggiore στην οδό Merulana, έχει ανεγερθεί η εκκλησία του Αγίου Αλφόνσου, προς τιμήν του Αλφόνσου, του ιδρυτή του Τάγματος των Λυτρωτών, όπου και ευρίσκεται σήμερα η εικόνα της Παναγίας της Κεράς, που αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο της εκκλησίας αυτής πάνω από το ιερό της.
Ο Πάπας Φραγκίσκος, ως μέλος και του Τάγματος των Ιησουιτών, έτρεφε ιδιαίτερη λατρεία προς την εικόνα της Προστάτιδας των Ρωμαίων. Με κάθε ευκαιρία επισκεπτόταν και προσκυνούσε την εικόνα από τότε που ήταν Επίσκοπος στην πατρίδα του στο Μπουένος Άιρες. Το ίδιο έκανε το πρωί της 14ης Μαρτίου 2013, αμέσως μετά την εκλογή του ως Πάπας, όπως πριν και μετά από κάθε ιεραποστολικό του ταξίδι, εναποθέτοντας λουλούδια. Τελευταία του επίσκεψη τον περασμένο Απρίλιο σε αναπηρικό καροτσάκι, μετά από μακρά παραμονή του στο νοσοκομείο Gemelli της Ρώμης.
Την περίοδο πανδημίας covid-19 μετέφερε την εικόνα στον Άγιο Πέτρο για προσκύνημα ενώ στις 4.6.2024, με την ευκαιρία της εορτής των 80 ετών της απελευθέρωσης της Ρώμης από τους Ναζί, υπενθύμισε τον όρκο που έδωσε ο τότε Πάπας Πίος ΙΒ΄ μαζί με το λαό της Ρώμης που ικέτευσαν στην εικόνα στις 4 Ιουνίου 1944 τη σωτηρία της πόλης, όταν η μετωπική σύγκρουση μεταξύ του γερμανικού στρατού και εκείνου των Αγγλοαμερικανών συμμάχων επρόκειτο να λάβει χώρα μέσα στη Ρώμη. Γεγονός που θεωρήθηκε τότε ως θαύμα.
Σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του, ζήτησε να προετοιμαστεί ο τάφος του μέσα στην εκκλησία της Santa Maria Maggiore, ανάμεσα στο παρεκκλήσι της εiκόνας της Παναγίας (Cappella Paolina) και του διπλανού Παρεκκλησιού Σφόρτσα Cappella.
Ένα λιτό τάφο, χωρίς ιδιαίτερη διακόσμηση και με μοναδική επιγραφή: Franciscus (Φραγκίσκος).